Στη Δραπετσώνα μια φορά. Τα Μετέωρα της Δραπετσώνας

Ονομασία που οριοθετούσε μια αλλοτινή συνοικία του Πειραιά (σημερινό Δήμο) που από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου μέχρι το εργοστάσιο των Λιπασμάτων έφτασε να αριθμεί μετά την Μικρασιατική καταστροφή τα 40.000 άτομα! Πραγματικά ασύλληπτος σε μέγεθος ο όγκος του πληθυσμού πουείχε στοιβαχτεί σε περιορισμένη εδαφική έκταση. Μέγεθος ανάλογο της ανθρώπινης τραγωδίας που βίωσαν οι με αίμα ξεριζωμένοι πρόσφυγες μιας ελληνικής καταστροφής.

Δεν ήταν τυχαία ότι η ανάπτυξη αυτής της προσφυγούπολης βρήκε πρόσφορο έδαφος στην αριστερή είσοδο του πειραϊκού λιμένα, αφού για πολλά χρόνια ως πλέον απόμακρο και έρημο σημείο της πόλης θεωρείτο το νεκροταφείο του Αγίου Διονυσίου.

Έξω από το παλιό νεκροταφείο το καταργημένο από την αυγή του 20ου αιώνα, κατά μήκος της Ακτής του Αγίου Διονυσίου, απλωμένες οι εγκαταστάσεις δεκάδων ταρσανάδων όπου επιδέξιοι καραβομαραγκοί κατασκεύαζαν ή επισκεύαζαν τα εκατοντάδες ξύλινα σκαριά που όργωναν τότε τις ελληνικές θάλασσες. Το κλειστό κοιμητήριο από τη μια και τα ξεκοιλιασμένα πλοία από την άλλη, με την έντονη μυρωδιά της πίσσας να κυριαρχεί στον αέρα, δημιουργούσαν ένα τοπίο αλλοπρόσαλλο, που οριοθετούσε το τέρμα της οργανωμένης κατοικημένης πολιτείας.

Αμέσως μετά, ο πέτρινος σταθμός του Λαρισαϊκού Σιδηρόδρομου με τη σωζόμενη έως σήμερα γέφυρα των στεναγμών, που επίσης έφερε το πομπώδες όνομα γέφυρα του Λαρισαϊκού Σιδηροδρόμου. Η στενή δίοδος που ο δυναμίτης του σιδηροδρόμου είχε ανοίξει ανάμεσα στα γρανιτένια βράχια, για να διέλθει η γραμμή του εξωτερικού (η άλλη γραμμή ήταν η “στενή” του Πελοποννησιακού Σιδηροδρόμου η καλούμενη “μετρική” γιατί είχε πλάτος ενός μέτρου μόνο) αποτέλεσε τα φυσικά όρια ενός άλλου κόσμου. Των προσφύγων!

Ποτέ άλλοτε μια απλή γέφυρα στην Ελλάδα, δεν έφτασε να εκπροσωπεί, να χωρίζει, να οριοθετεί, τόσο διαφορετικούς κόσμους. Από τη μια ο πολιτισμός και από την άλλη η κόλαση των προσφύγων. Δύο κόσμοι παράλληλοι που χωρίζονταν από μια μικρή γέφυρα!

Με αυτή την κατασκευή ο διαβάτης περνούσε ανάμεσα από τους σχισμένους βράχους του Λαρισαϊκού. Τότε ξαφνιαζόταν όταν έβλεπε ένα τοπία διαφορετικό με τις παράγκες να κρέμονται στην κυριολεξία πάνω στον σχισμένο βράχο φιλοξενώντας πολυπληθείς οικογένειες προσφύγων.

Στους βράχους των Μετεώρων της Δραπετσώνας

Αυτά τα μετέωρα της Δραπετσώνας, αποτελούσαν και το σύμβολο της συνοικίας. Αν ο Πειραιάς είχε το παλαιό Δημαρχείο με το Ρολόι ως σύμβολο, η Δραπετσώνα είχε τους ζωντανούς από σπίτια βράχους, τα δικά της “Μετέωρα”. Το “Καστράκι” δεν είχε αναδειχθεί ακόμη.

Αλλά και τα νερά της θάλασσας ήταν αλλιώτικα από εκείνη την πλευρά. Γεμάτο βούρλα και έλη τόσα, που είχαν φτάσει να την προσδώσουν το δεύτερό της όνομα. Βούρλα!

Ονομασία που παρότι σκιαγραφούσε την παράλια ζώνη της Δραπετσώνας, είχε πάψει προ πολλού να αναφέρεται σε θάλασσα, αλλά σε ανθρώπινα ναυάγια, που πωλούσαν τα κορμιά τους έναντι αμοιβής. Τα περίφημα Βούρλα της Δραπετσώνας που προϋπήρχαν των προσφύγων (από το 1873). Εκεί όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια πέθαινε με τη βούλα της ίδιας της πολιτείας. Εκεί όπου η πορνεία είχε οργανωθεί με διατάγματα που προέβλεπαν στην είσοδο μέχρι και την ύπαρξη Σταθμού Χωροφυλακής, για την εποπτεία, και εφαρμογή των κείμενων διατάξεων.

Τα “Βούρλα” το γνωστότερο, αρχαιότερο και ιστορικά καταγεγραμμένο πορνείο στον Πειραιά. Τα “Βούρλα” ήταν ο πατέρας της Τρούμπας και γιος των γαλλικών πορνείων του Ναυάρχου Τινάν στην περίοδο της γαλλικής κατοχής του Πειραιά του 1854.

Ένα τεράστιο πορνείο στην καρδιά μιας υπερμεγέθους σε πληθυσμό προσφυγικής πολιτείας, που αδιαφορούσε για την ηθική των οικογενειών που η ζωή τους ξεκινούσε εκεί ακριβώς που τελείωναν τα όρια της πορνείας. Και οι δυστυχισμένες προσφυγοπούλες που εργάζονταν αδιάκοπα στα εργοστάσια της περιοχής περνούσαν μπροστά από τα “Βούρλα” για να εργασθούν αντί μιας δραχμής την ώρα. Και μια δωδεκάωρη βάρδια σκληρής εργασίας σε εργοστάσιο, ισοδυναμούσε με μια μόνο επίσκεψη ενός άνδρα στα “Βούρλα”. Ήθελε σιδερένια θέληση για τα κορίτσια του συνοικισμού να μην εισέλθουν την πύλη ενός κόσμου άλλου. Επιπλέον τα “Βούρλα” αποτελούσαν και το σημείο συγκέντρωσης όλων των κοινωνικών αποβρασμάτων, μέθυσων και χασισοπότηδων.

Τα Βούρλα που δεν έκλεισαν ούτε με την εφαρμογή της περίφημης “αυστηράς ηθικής” της περιόδου του Ιωάννη Μεταξά, τα “Βούρλα” που χρειάστηκε να μετατραπούν από τους Γερμανούς κατακτητές σε φυλακές που θα διατηρηθούν για πολλά χρόνια αργότερα για εκείνους των οποίων οι απόψεις ξέφευγαν από τα όρια που ο νόμος προσδιόριζε.

Παντού το τοπίο γεμάτο τον πρώτο καιρό (1922-23) από σκηνές και αργότερα από πρόχειρες κατασκευές φτιαγμένες με ό,τι έβρισκε ο καθένας, ακόμη και με υλικά που η θάλασσα ξέβραζε στην ελώδη παραλία.

Η περίπτωση της Δραπετσώνας ήταν διαφορετική από άλλων προσφυγικών περιοχών, καθώς δεν υπήρξε καμιά επίβλεψη από το κράτος ή το Δήμο Πειραιώς, ούτε φυσικά υπήρχε προγενέστερο σχέδιο δόμησης. Έτσι δημιουργήθηκε ένας σωρός από παράγκες που φιλοξενούσαν κατ΄ άλλους 50 χιλιάδες κόσμο. Μάταια εδώ κάποιος θα έψαχνε να βρει κάποιο σημείο κοινωνικής μέριμνας ή κρατικής παρέμβασης. Τα παραπήγματα ξεκινούσαν από τον περίβολο του ναού του Αγίου Διονυσίου. Μέρος του περιβόλου που αποτελούσε το παλαιό νεκροταφείο κατεστράφη και κατελήφθη από πρόσφυγες.

Μια ακόμη εκκλησία που δεν ήταν προσφυγική και που προϋπήρχε ήταν στον λόφο κοντά στον μικρό όρμο της Δραπετσώνας ένα μικρό εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονος. Ήταν τρισυπόστατο καθώς γιόρταζε και της ημέρα της Αγίας Βαρβάρας και του Αγίου Φανουρίου. Αυτό είχε κτιστεί το 1903 από έναν ιερέα του Αγίου Σπυρίδωνα Πειραιώς τον Παναγιώτη Κοντέα. Πάνω από αυτήν την μικρή εκκλησία υπήρχαν ακόμη λατομεία σε ενέργεια. Παραλιακά υπήρχε επίσης ένα πυροβολείο του Ναυστάθμου που καλείτο “πυροβολείο Δραπιτζόνας” και όλη η περιοχή εκεί έφερε το τοπωνύμιο “Ντάπια”. Είχε λάβει την ονομασία αυτή από τρία παλιά κανόνια (καιρό επανάστασης) που ήταν εγκατεστημένα ακριβώς στην ίδια θέση.

Μετά την Μικρασιατική καταστροφή κάθε ελεύθερος χώρος καλύφθηκε από ξυλόσπιτα, καμωμένα αυθημερόν με μονωτικό υλικό ξηραμένο πηλό και σκεπή από σανίδια. Άλλα ασβεστωμένα, άλλα πάλι με παράξενα για την Ελλάδα χρώματα κόκκινα, πράσινα, μπλε. Τέτοια σπίτια κάλυψαν ξαφνικά όλο τον ορίζοντα της αλλοτινής έρημης περιοχής, τόσο γρήγορα που ένας επισκέπτης θα νόμισε ότι ένα τεράστιο ναυάγιο, μια τραγωδία εξελίχθηκε δίπλα στις ακτές, που ξέβρασε κατά εκατοντάδες του παγωμένους ναυαγούς που γκαζοτενεκέδες και μαδέρια έφτιαξαν στα γρήγορα πρόχειρα καταλύματα για να ζεσταθούν.

Μόνο που στην περίπτωση της Δραπετσώνας η έννοια “πρόχειρα”, είχε μόνιμο χαρακτήρα. Η επιβίωση δεν άφηνε περιθώρια θαυμασμού των υπολειμμάτων των αρχαίων πύργων που κάποτε φιλούσαν την είσοδο του αρχαίου πειραϊκού λιμανιού. Το γνωστό “Καστράκι”. Ούτε αυτό αποτέλεσε εξαίρεση καθώς τα δομικό του υλικό υπήρξε πολύτιμο για την στερέωση προσφυγικών κατασκευών. Το ίδιο συνέβη με όλη την οχύρωση της Ηετιωνείας Ακτής, με τα τείχη, τους ναούς, τους αρχαίους πύργους και τάφρους, τα βάθρα και τους ενυπόγραφους λίθους που η οικοδομική δραστηριότητα χρησιμοποίησε καθώς η ανάγκη ήταν επιτακτική.

Το γνωστό “Καστράκι” Δραπετσώνας. Πάνω του κάθονται παιδιά, ενώ δεξιά κι αριστερά διακρίνονται οι πρόχειρες κατοικίες.

Η ίδια η βάση της αρχαίας κατασκευής είναι ασβεστωμένη

Ανάμεσα στις χιλιάδες κατασκευές δαιδαλώδη δρομάκια γεμάτα από ακαθαρσίες και λιμνάζοντα ύδατα δημιουργούσαν έναν λαβύρινθο με αδιέξοδα ή βιαίως διακοπτόμενα σημεία από χαντάκια και γκρεμνούς ή από τα ίδια τα σπίτια.

Πάνω σε εκείνες τις πρασινωπές λίμνες ακαθαρσιών ριγμένες πέτρες προεξείχαν που έμοιαζαν με βραχάκια στη θάλασσα, που πατώντας πάνω τους οι άνθρωποι απέφευγαν να βρέξουν τα πόδια τους.

Όσο για τις κατασκευές που λέγονταν σπίτια, αποτελούνταν από ένα και μόνο δωμάτιο εντός του οποίου μαγείρευαν, έτρωγαν, κοιμούνταν, ζούσαν διαρκώς χειμώνα και καλοκαίρι. Καθώς τα χωρίσματα ανάμεσα στα ξυλόσπιτα ήταν μονοσάνιδα οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να μιλάνε χαμηλόφωνα όχι μόνο για να μην ενοχλούν τους διπλανούς, αλλά για να κρατούν καλά κρυμμένα τα μυστικά τους καθώς από περηφάνια δεν ήθελαν η δυστυχία τους να γίνει γνωστή στους δίπλα. Η δυστυχία στην Δραπετσώνα μιλούσε ψιθυριστά.

Η έλλειψη αποχωρητηρίων καθιστούσε την υγιεινή αλλά και την ηθική προβληματική. Ορίζονταν σημεία που απείχαν ελάχιστα -που να βρεθεί άλλωστε ελεύθερος χώρος- τα οποία χρησίμευαν ως κοινά αποχωρητήρια. Εκεί οι κάτοικοι ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν με βροχή, με κρύο, μέρα ή νύχτα για τις ανάγκες τους. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος τις ιδιαίτερες δυσκολίες που είχε ένα τέτοιο εγχείρημα, όταν νερό τρεχούμενο δεν υπήρχε, κι όταν έπρεπε να περπατήσεις μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, για να πας σε ένα μέρος στο οποίο η χολέρα, ο τύφος και η φυματίωση θέριζε, πέρα της βρωμιάς που αναδύετο εκεί.

Οι δρόμοι στη Δραπετσώνα το 1930 γεμάτοι νερό, όμοιοι με λίμνες. Μια μικρή βροχή ήταν αρκετή

Ανάμεσα στα στενά δρομάκια της Δραπετσώνας που μετά δυσκολίας μπορούσαν να περάσουν δύο άνθρωποι, έτρεχαν αδιάκοπα ρυάκια ακαθαρσιών

Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι, σαράντα χιλιάδες προφυματικοί! Έτσι καταγραφόταν ο πληθυσμός που επιβίωνε κάτω από συνθήκες που οδηγούσαν στην φυματίωση. Και εκεί ανάμεσα η μοίρα ήθελε να έχουν στήσει την έδρα τους τα μεγαλύτερα εργοστάσια στην Ελλάδα που υπερέβαιναν τα σαράντα στον αριθμό αλλά και τα σφαγεία του Πειραιά που από το 1884 λειτουργούσαν εκεί!

Το Υπουργείο Υγιεινής ωστόσο ουδέποτε παρέμβει στην περίπτωση της Δραπετσώνας. Οι ανήμποροι μέσα στην αδυναμία τους να κατασκευάσουν έστω και ένα παράπηγμα ζούσαν ακόμη και μέσα στα δημόσια αποχωρητήρια τα οποία δεν διέθεταν τρεχούμενο νερό, απλά ήταν καθορισμένα ως σημεία τα οποία εξυπηρετούσαν 30 και 40 άτομα που ζούσαν πέριξ αυτών. Γνωστή η περίπτωση στην Δραπετσώνα της Αργυρώς Απ…. η οποία ζούσε εντός δημοσίου αποχωρητηρίου. Η ίδια πριν την καταστροφή ήταν πλούσια, ανωτέρας κοινωνικής τάξης, με υπηρέτες και προσωπικό.

Η γηραιά κυρά Αργυρώ η οποία στην αδυναμία της να φτιάξει δικό της ξυλόσπιτο, ζούσε στο ήμισυ κατασκευής προορισμένης για δημόσιο αποχωρητήριο. Η Αργυρώ ήταν πλούσια πριν την καταστροφή και καλής κοινωνικής τάξης. Αφού φιλοξενήθηκε μαζί με δύο τρεις οικογένειες σε ένα δωμάτιο, κατέληξε να μένει σε δημόσιο αποχωρητήριο.

Η γεωγραφία της Δραπετσώνας στην αρχή της δεκαετίας του ’30 περιελάμβανε σαράντα χιλιάδες ετερόκλητες ψυχές, με διαφορετικές πατρίδες καταγωγής, ανάμεσά τους και Πόντιους και Αρμένιους που καταλάμβαναν μια περιοχή που νοητά χωριζόταν σε τέσσερις συνοικίες. Των Λιπασμάτων, του Κορδελλιού, της Κρεμμυδαρούς και του Αγίου Διονυσίου.

Την τελευταία αποκαλούσαν μάλιστα ως “Ταρσί Αγίου Διονυσίου”, καθώς εκεί στον δρόμο δίπλα από τη γέφυρα ο επισκέπτης μεταφέρεται νοερώς στη Σμύρνη μιας άλλης εποχής.

Τριακόσιοι πενήντα έμποροι λοιπόν σχημάτιζαν το “ταρσί του Αγίου Διονυσίου”με μαγειρεία, παστρουρματζίδικα, χαλβατζίδικα, μπακάλικα, στραγαλάδικα, λουκουματζίδικα, φίρδην μίγδην όλα μαζί. Αυτή ήταν η κεντρική αγορά της Δραπετσώνας.

Οι μικρέμποροι αυτοί, που είναι σίγουρο πως άλλοτε κρατούσαν στα χέρια τους το εμπόριο της Μικράς Ασίας, βρέθηκαν ξαφνικά να αποκαλούνται ως μικρέμποροι του Αγίου Διονυσίου, καθώς έτσι ήθελε η πραγματικότητα που είναι υπαρκτή, η γεννημένη από το άυλο της μοίρας.

1932 – Σύναξη εμπόρων στη συνοικία του Αγίου Διονυσίου υπέρ του υποψηφίου Αθανασίου Μιαούλη (Βενιζελική παράταξη)

Πιο κάτω στη γειτονιά των Αρμενίων στα Λιπάσματα. Αυτοί οι Αρμένιοι που απαριθμούσαν 5.000 οικογένειες, φαίνονταν πιο οργανωμένοι καθώς είχαν στήσει τη δική τους μικροκοινωνία. Εξακόσια Αρμενόπουλα πήγαιναν σε δύο Αρμένικα σχολεία για να μάθουν να μιλάνε ελληνικά. Αρμένικο ιατρείο και αρμένικο φαρμακείο παρείχε δωρεάν φροντίδα και περίθαλψη. Μπροστάρης ο επίσης Αρμένης ιατρός ο Μαρντικιάν που φρόντιζε και αγωνιζόταν όχι μόνο για την περίθαλψη αλλά για την απόδοση της ελληνικής υπηκοότητας στους Αρμενίους πρόσφυγες. Ο νόμος προέβλεπε τα παιδιά και οι έφηβοι μέχρι 18 ετών να λαμβάνουν την ελληνική υπηκοότητα, όχι όμως οι γονείς τους!

Αρμένιοι Πρόσφυγες στον Πειραιά, 1932

Σε αυτές τις οικονομικά ανθηρές νησίδες, τα εργοστάσια της Δραπετσώνας, στηρίχθηκαν 45 πρόσφυγες που πρώτοι την άνοιξη του 1931 έλαβαν την απόφαση να συγκροτήσουν μια επιτροπή και να επισκεφτούν τον Δήμαρχο Πειραιώς τον Τάκη Παναγιωτόπουλο. Ζήτησαν ο προσφυγικός συνοικισμός της Δραπετσώνας, είτε να τεθεί στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής του Δήμου, άλλως να γίνει αυτόνομη κοινότητα. Του ζήτησαν να καταρτιστεί σχέδιο ρυμοτομίας για να γνωρίζουν οι κάτοικοι που να κτίζουν τα σπίτια τους. Σε όλα τα αιτήματά τους ο Δήμαρχος Πειραιώς έδινε την ίδια απάντηση που έδιναν και οι προγενέστεροι από αυτόν. “Τον Μάρτιο θα είμαστε έτοιμοι!”.

Παρόλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν γίνει πολλά καθώς ήταν σε όλους γνωστό ότι τα εργοστάσια της Δραπετσώνας που πλησίαζαν τα σαράντα στον αριθμό, θα μπορούσαν να καλύψουν μέσω των κοινοτικών τελών τα απολύτως απαραίτητα σε έναν πληθυσμό που δεν είχε καν βόθρους. Και ο Δήμος Πειραιώς που παρότι απομυζούσε υπέρογκους φόρους από αυτά τα εργοστάσια, λησμονούσε διαρκώς τις υποσχέσεις του και άφηνε τους δρόμους άστρωτους και τους ανθρώπους παρατημένους στη μοίρα τους. Μια πρόταση ήταν το εργοστάσιο Λιπασμάτων αντί της καταβολής φόρου, να κατασκεύαζε σπίτι όμοια με εκείνα που είχε κατασκευάσει ως κατοικία των εργαζομένων σε αυτό. Κοντά στο εργοστάσιο Λιπασμάτων τα σπίτια διέφεραν καθώς όμορφα διώροφα και τριώροφα οικοδομήματα φιλοξενούσαν τους εργαζόμενους πριν από την έλευση των προσφύγων.

Αυτοσχέδια κουρεία Αρμενίων το 1922 στημένα έναντι του Ξενοδοχείου Κοντινένταλ στην Πλατεία Καραϊσκάκη

Ανάλογη πρόταση είχε γίνει και από τις εγκαταστάσεις πετρελαίων της “Στάνταρτ Όιλ Κόμπανι” που διέθετε δεξαμενές και διυλιστήρια. Όμοια και από το τσιμεντοποιείο “Τιτάν” αλλά και από το Σαπωνοποιείο που ήταν εγκατεστημένο στον όρμο της Δραπετσώνας δίπλα σε ένα βυρσοδεψείο. Αυτές ήταν μονάδες με μεγάλη οικονομική ισχύ που αν και μόνο για ένα ή δύο έτη αντί φορολογίας είχαν προβεί στην κατασκευή οικιών το προσφυγικό στην Δραπετσώνα θα είχε επιλυθεί.

Τέλμα από ακάθαρτα νερά και περιττώματα μπροστά από τα προσφυγικά σπίτια

Έρευνες και στατιστικές μελέτες υγιεινολόγων κατέδειξαν ότι στην Δραπετσώνα εκδηλώνοντας για πρώτη φορά όλη τη δεκαετία του ’20 μετά την Μικρασιατική καταστροφή αλλά και τη δεκαετία του ’30, η ελονοσία, η φυματίωση, ο εξανθηματικός και ο τυφοειδής πυρετός, ενώ ο θάνατος ήταν καθημερινή συνήθεια.

Η μόνη μέριμνα που λήφθηκε σε αυτούς τους δυστυχισμένους ανθρώπους, ήταν είτε από κάποιους πλούσιους ιδιώτες είτε από την Αμερικανική Περίθαλψη της Εγγύς Ανατολής που κατασκεύαζε μικρά δωμάτια ή διοργάνωνε συσσίτια, ιατρική εξέταση και λάμβανε μέριμνα για την εκπαίδευση των παιδιών.

Και η Δραπετσώνα αποσχίστηκε το 1934 από τον Πειραιά όχι επειδή ακούστηκαν οι φωνές των 45 ανθρώπων, ούτε γιατί το Κράτος υλοποίησε κάποιο έργο αποκατάστασης της θλιβερής κατάστασης των προσφύγων, αλλά δια πολιτικούς και μόνο λόγους!

Η Κυβέρνηση Τσαλδάρη έχοντας μελετήσει διάφορα σενάρια για την επικράτηση του Λαϊκού Κόμματος, σε μια πόλη που ήταν γνωστή ως “κάστρο” του Βενιζελισμού στην Ελλάδα, βρήκε έδαφος να τα εφαρμόσει.

Οι πρόσφυγες ψήφιζαν Βενιζέλο. Ο Τσαλδάρης ήθελε έναν Πειραιά αντιβενιζελικό. Έτσι ο τεμαχισμός, ηκαρατόμηση της πόλης, αποφασίστηκε με βάση την εξυπηρέτηση του Λαϊκού Κόμματος του Παναγή Τσαλδάρη. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε τρεις νέους Δήμους με τα ονόματα, Ταμπουρίων, Νέας Κοκκινιάς και Δραπετσώνας και τεσσάρων κοινοτήτων του Αγίου Γεωργίου, του Περάματος, του Ικονίου και του Κουτσικαρίου.

Το σχέδιο της επταετίας για μετονομασία:

Κάτι που δεν είναι γνωστό για την Δραπετσώνα είναι ότι στα τέλη Ιανουαρίου του 1969 μετονομάσθηκε σε Δήμο Θεμιστοκλέους.

Η νέα της ονομασία επιλέχθηκε σε έναν διαγωνισμό ανάμεσα σε εκατοντάδες ονόματα από τα οποία αυτά που επικράτησαν ήταν: Δήμος Αναγέννησης,

Δήμος Φοίνικα,
Δήμος Ποσειδώνος.

Όταν αποφασίστηκε ότι το τελικό όνομα της μετονομασίας ήταν σε Δήμο Θεμιστοκλέους, βραβεύτηκε ο ανάδοχος που ήταν ο Ευάγγελος Πατούσης ο οποίος ήταν κάτοικος Αθηνών και ουδεμία σχέση είχε την Δραπετσώνα. Η νέα αυτή ονομασία φυσικά ουδέποτε επικράτησε.

Περί της ονομασίας Δραπετσώνα:

Φυσικά η αρχική ονομασία Δραπετσώνα απέχει τελείως με τα όσα αναγράφει γνωστή διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια, αφού ούτε αρβανίτικη προέλευση έχει, ούτε από τον κτηματία Τσώνη φυσικά έχει σχέση και φυσικά ούτε με τους δραπέτες των φυλακών των Βούρλων (αν είναι δυνατόν!).

Η ονομασία Δραπετσώνα απαντάται πολλά χρόνια πριν ακόμη ανεγερθούν φυλακές, αναφέρεται στα ημερολόγια των περισσοτέρων αγωνιστών της εθνικής μας ανεξαρτησίας, ειδικά εκείνων που έλαβαν μέρος στις μάχες του Φαλήρου, του Πειραιά, της Καστέλλας, του Χαϊδαρίου.

Προέρχεται από την αρχαία ονομασία “Τραπεζών”, λόγω της έκτασης πάνω στην οποία έχει αναγερθεί το “Καστράκι” που στα παλαιότερα χρόνια ήταν ακόμη πιο έντονη και θύμιζε ένα τραπέζι.

Το “Τραπεζών – Τραπεζώνα – Τραπετσώνα – Δραπετσώνα” είναι μια κοινή περίπτωση ονόματος που στη δημώδη ονομασία του μεταλλάσσεται και προσαρμόζεται στις γλωσσικές συνήθειες της εποχής.

Στέφανος Μίλεσης
http://pireorama.blogspot.gr

Recommended For You