Οι μικροί Γαβριάδες του λιμανιού (Τα παιδιά του Πειραιά)

Το λιμάνι του Πειραιά από το 1860 και ύστερα αποτέλεσε ένα πόλο έλξης για γρήγορο μεροκάματο αλλά και συνάμα ένα λαμπρό πεδίο παιδικής εργασίας και εκμετάλλευσης. Παιδιά που δούλευαν στο δρόμο, που κοιμόντουσαν όπου και όπως εύρισκαν, σε κασόνια και σε βάρκες που τις άφηναν παρατημένες τη νύχτα στην αποβάθρα. Αποτελούσαν μια γνώριμη εικόνα του λιμανιού.

Ιδρύματα όπως το “Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων” υπήρξαν μια κάποια σανίδα σωτηρίας. Ωστόσο ο αριθμός των παιδιών που παρέμεναν στους δρόμους ήταν δραματικός ως προς το μέγεθός του. Ολοένα περισσότερα παιδιά εμφανίζονταν στο λιμάνι, καθώς οι γονείς τους μετακόμιζαν στον Πειραιά για να βρουν εργασία σε κάποια φάμπρικα, ο μισθός των οποίων όμως, αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειας. Παιδιά ορφανά από γονείς, παιδιά πρόσφυγες, παιδιά από οικογένειες που αδυνατούσαν να τα συντηρήσουν, κατέφευγαν στο λιμάνι να βρουν το δικό τους δρόμο.

Όμως και αυτά τα παιδιά του λιμανιού είχαν δικαιώματα. Επιθυμούσαν ένα πιάτο φαγητού, ένα παιχνίδι, μια γωνιά να κοιμηθούν.

Ήταν οι μικροί Γαβριάδες, από τον μικρό ήρωα Γαβριά του Βίκτωρος Ουγκώ στο έργου του “Οι Άθλιοι”, που ενέπνευσε πολλούς λογοτέχνες και δημοσιογράφους της προπολεμικής εποχής να τους αποδώσουν αυτόν τον χαρακτηρισμό. Όλη τη δεκαετία του 1920 και του 1930 τα αλάνια του λιμανιού, τα παιδιά του Πειραιά, είχαν αποκτήσει το λογοτεχνικό χαρακτηρισμό “μικροί Γαβριάδες”.

Τα παιδιά του Πειραιά ήταν όντως παιδιά!

Για τους υπόλοιπους που αγνοούσαν τόσο τον Ουγκώ όσο και τους “Άθλιους” ήταν απλώς τα αλητόπαιδα ή αλλιώς τα χαμίνια του λιμανιού. Ήταν οι μικροί φτωχοδιάβολοι που άλλοτε ως λούστροι, άλλοτε ως μικροπωλητές με την τάβλα να κρέμεται με ιμάντα από το λαιμό τους, πωλούσαν κουλούρια, παστέλια ή άλλα μικροαντικείμενα.

Κηδεία παιδιού σε προσφυγικό συνοικισμό

Ο Πειραιάς κατείχε την θλιβερή πρώτη θέση στον τομέα της παιδικής εργασίας. Το λιμάνι, τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες είχαν ανάγκες, για την κάλυψη των οποίων προσλάμβαναν και παιδιά.

Η “Λέσχη εργαζόμενου παιδιού” προσπαθούσε τις Κυριακές να προσφέρει παιχνίδι, ξεγνοιασιά και διασκέδαση στα παιδιά αυτά, ορίζοντας μάλιστα και ώρες όπως γινόταν με τα μαθήματα.

Το ωρολόγιο πρόγραμμα της Κυριακής ανέγραφε: “Διασκέδαση από 18.00 έως 19.30′ ώρα”.

Στα παιδιά έπρεπε να γίνει γνωστό ότι η Κυριακή ήταν ημέρα αργίας. Η εργασία δεν είχε θέση τις Κυριακές. “Ποτέ την Κυριακή!” το σύνθημα.

Τις υπόλοιπες ημέρες τα πρωινά δούλευαν και τα απογεύματα παρακολουθούσαν μαθήματα. Στο ίδιο κτήριο της Λέσχης υπήρχαν και κρεβάτια. Κοιμόντουσαν μέχρι να εξασφαλίσουν δικά τους μέσα στέγασης.

1938 Βραδυνή Διδασκαλία στη “Λέσχη Εργαζόμενου Παιδιού”. Η Λέσχη αποτελούσε ένα μέρος του ευρύτερου προγράμματος του σωματείου με την επωνυμία “Εθνικό Ίδρυμα Προστασίας Εργαζόμενου Παιδιού”. Στον Πειραιά η Λέσχη βρισκόταν εγκατεστημένη σε ένα κτήριο στην Αγία Σοφία επί της οδού Παλαμηδίου.

Τα χαμίνια του λιμανιού, οι μικροί Γαβριάδες αποτελούσαν ρημάδια της θλιβερής μοίρας που περιφέρονταν στο λιμάνι, αναζητώντας τρόπους να επιβιώσουν. Περιφέρονταν σαν χαμένα στις αποβάθρες, κρατώντας στην αγκαλιά τα μεγαλύτερα παιδιά, τα μικρότερα στην ηλικία αδέλφια τους.

Γαβριάδες υπήρχαν και στην Αθήνα και στις άλλες μεγαλουπόλεις. Όμως στον Πειραιά ο αριθμός τους υπερέβαινε κάθε προηγούμενο. Οι Γαβριάδες ταύτισαν την ύπαρξή τους με το μεγάλο λιμάνι, κατά συνέπεια με τον Πειραιά!

Άπορα παιδιά επιστράτων των Βαλκανικών Πολέμων 1912 – 13

Ο αριθμός των παιδιών – χαμινιών είχε φτάσει σε τόσο μεγάλο αριθμό, ώστε οι ταξιδιώτες που έφταναν στο λιμάνι του Πειραιά, τα θεωρούσαν πλέον ως μέρος της τοπογραφίας του λιμανιού, ένα “αναγκαίο κακό” για το οποίο δεν θα μπορούσαν να κάνουν κάτι για να το μεταβάλουν. Αυτά ήταν τα “Παιδιά του Πειραιά” στην πραγματική ζωή, πριν χρόνια αργότερα γίνουν τραγούδι και ταινία.

Και φυσικά αυτά τα παιδιά, όταν δεν έβρισκαν νόμιμη εργασία, “επιστρατεύονταν” να επιτελέσουν ένα ρόλο, σε κάποια από τις πολυάριθμες ομάδες του περιθωρίου, που δεν έχαναν την ευκαιρία της εκμετάλλευσης. Οι δουλείες του “ποδαριού” απαιτούσαν γρηγοράδα, ευκινησία και πρόδηλη αθωότητα. Και αυτά τα χαρακτηριστικά τα διέθεταν τα παιδιά.

Ρακένδυτα παιδιά περιφέρονταν στις προβλήτες αναζητώντας τρόπους επιβίωσης

Τα παιδιά του Πειραιά, οι μικροί Γαβριάδες, αποτελούσαν το ένα μέρος του σκηνικού. Το άλλο μέρος του ήταν οι αχθοφόροι, οι βαρκάρηδες, οι γεμιτζήδες, οι αραμπατζήδες και οι ναυτικοί.

Μεγάλος αριθμός από τα παιδιά του Πειραιά δούλευαν στα δεξιά όπως βλέπει ο επισκέπτης το λιμάνι, προς του Ξαβέρη τα καρνάγια. Άλλα στα Καρβουνιάρικα κατάμαυρα από τη σκόνη, ήταν πολύ εύκολο να τα καταλάβεις.

Αυτά της Πλατείας Καραϊσκάκη και του Τζελέπη ήταν περισσότερα ευάλωτα στην ανομία καθώς εκεί σύχναζαν οι “περίεργοι” του λιμανιού. Όπου πολύς κόσμος και οι ευκαιρίες…

Άλλα εργάζονταν έξω από το λιμάνι, στα εργοστάσια και στις βιοτεχνίες. Τα πιο τυχερά γίνονταν μπακαλόγατοι. Εκτός από τα τελευταία, όλα τα υπόλοιπα είχαν κοινά γνωρίσματα. Περιφέρονταν με βρομισμένα ή σχισμένα ρούχα, ξυπόλητα, χλωμά, κακομοιριασμένα.

Μετακίνηση των Γαβριάδων με το Τραμ

Η περίθαλψη και η περισυλλογή αυτών των παιδιών του λιμανιού, δεν αποτελούσε μόνο καθήκον της Λέσχης του εργαζόμενου παιδιού. Υπήρξαν πολλά σωματεία, ενώσεις, σύλλογοι και ιδρύματα που προσπάθησαν να προσφέρουν ό,τι μπορούσε το καθένα για την ανακούφιση των παιδιών του λιμανιού.

Η εικόνα αυτή, είχε μεταφερθεί και στο εξωτερικό. Το 1934 η Λαίδη Κρόσφιλντ δημιούργησε στον Πειραιά την “Παιδική Στέγη” τη διαχείριση της οποίας είχε αναλάβει η Κική Παπαστράτου.

Η “Παιδική Στέγη” περισυνέλεγε τα παιδιά των βιοπαλαιστών γονέων που περιφέρονταν στους δρόμους και τους προσέφερε τροφή και ψυχαγωγία. Το ίδρυμα αυτό της Λαίδης Κρόσφιλντ λειτούργησε για πρώτη στο τότε νεοσύστατο Δήμο Αγίου Γεωργίου (Κερατσίνι). Μη ξεχνάμε ότι το 1934 ήταν το έτος κατακερματισμού του Πειραιά σε Δήμους και σε κοινότητες. Η “Παιδική Στέγη” είχε επικεντρώσει το ενδιαφέρον της κυρίως στα παιδιά των Ταμπουρίων και της Δραπετσώνας.

Τα χαμίνια του Πειραϊκού Λιμένα τριγυρνούν γυμνά -μόλις έχουν βγει από τη θάλασσα όπου έκαναν μπάνιο- ανάμεσα από τους Γάλλους στρατιώτες. Βρισκόμαστε στην Γαλλική Κατοχή του Πειραιά του 1917

Μόνο όποιος είχε ζήσει αυτή τη ζωή του λιμανιού μπορούσε να εκτιμήσει την αξία ενός ζεστού πιάτου φαγητού, τη θαλπωρή ενός κρεβατιού που προσέφερε προστασία από το κρύο και τις βροχές του χειμώνα.

Πολλά από αυτά τα παιδιά του λιμανιού, μεγαλώνοντας έγιναν πετυχημένοι επαγγελματίες χωρίς να λησμονήσουν όμως ποτέ τη μίζερη ζωή των παιδικών τους χρόνων. Και υπήρξαν σπουδαίοι ευεργέτες, ειδικά για αυτά τα παιδιά του Πειραιά που κάποτε υπήρξαν και οι ίδιοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του Κωνσταντίνου Μπάκαλα. Υπήρξε κι εκείνος ένας Γαβριάς!

Το έργο του στη συνέχεια μεγάλο. Αναλαμβάνει επικεφαλής του Πατριωτικού Ιδρύματος του Πειραιά το οποίο βρίσκεται άνευ στέγης. Διαθέτει ιδιόκτητο μέγαρο στη συμβολή των οδών Μπουμπουλίνας και Καραΐσκου. Δημιουργεί περίπτερα στις εξοχές της Βούλας για να παραθερίζουν τα παιδιά, ενώ διαθέτει και μια έκταση επί της Λεωφόρου Σωκράτους και Ναυάρχου Μπήττυ (Ηρ. Πολυτεχνείου και Καραολή και Δημητρίου σήμερα), στην οποία ανεγείρεται το γνωστό σε όλους μας ΠΙΚΠΑ.

Στο πλευρό των παιδιών του Πειραιά στάθηκε και η Αθηνά Δηλαβέρη καθώς προσέφερε καθημερινώς από 1.300 έως 1.900 γεύματα, ενισχύοντας τα μαθητικά συσσίτια.

Όλες οι παραπάνω αναφορές είναι βεβαίως ενδεικτικές, αφού εκκλησίες και ιδιωτικά ή δημόσια ιδρύματα, σχολεία, προσπαθούσαν προς τον σκοπό αυτό. Τα παιδιά του Πειραιά αποτελούσε φαινόμενο κυρίως της προπολεμικής εποχής.

Η δίνη του αιματηρού Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, δημιούργησε την κατοχική και την μεταπολεμική περίοδο, ανάλογο πρόβλημα σε κάθε ελληνική πόλη.

Τα παιδιά του Πειραιά, του λιμανιού, τα χαμίνια, τα αλητόπαιδα, οι μικροί Γαβριάδες, όπως κι αν τα έλεγαν, όταν κάποτε μεγάλωναν και εντάσσονταν ομαλά στην ελληνική κοινωνία, αποτελούσαν σημείο αναφοράς και θαυμασμού για τις αρχές από τις οποίες διακατέχονταν.

Πολλά από τα παιδιά αυτά στην εφηβεία τους, όσα δεν κατέληξαν στην παρανομία, φοίτησαν σε νυχτερινές επαγγελματικές σχολές, έγιναν σπουδαίοι μηχανικοί, στελέχωσαν το εμπορικό ναυτικό και τις μεγάλες βιοτεχνικές μονάδες. Έγιναν σπουδαίοι μάστοροι.

“Τα παιδιά του Λιμανιού” από ΕΛΙΑ

Γίνονταν άνθρωποι αυθεντικοί, απαλλαγμένοι από υποκρισίες και συμπλέγματα, ζυμωμένοι στον δρόμο και στις προβλήτες του λιμανιού. Γνωρίζοντας τη σκληρότητα και τη βία από πρώτο χέρι και μάλιστα στην ιδιαίτερα ευαίσθητη ηλικία των παιδικών χρόνων, είχαν αναπτύξει έντονα αισθήματα και ευαισθησίες, χαρίσματα θα λέγαμε που γενικώς είχαν εκλείψει στον υπόλοιπο κοινωνικό περίγυρο.

Οι μικροί Γαβριάδες αποτελούσαν μόνιμο θέμα στην προπολεμική λογοτεχνία, αρθρογραφία καθώς και στα χρονογραφήματα των εφημερίδων. Τα παιδιά του λιμανιού που παρέμεναν στο κοινωνικό περιθώριο ή στην παρανομία μετατρέπονταν σε “Παιδιά της πιάτσας”.

Κατόπιν αυτών, θεωρώ λανθασμένη την αποδιδόμενη έννοια της λέξης “Γαύρος” για τους φιλάθλους της ομάδας του Ολυμπιακού, που δήθεν κρατά την προέλευσή της από το γνωστό ψάρι.

Τα φρέσκα αλιεύματα, ειδικά την προπολεμική εποχή δεν αποτελούσαν διατροφική προτίμηση και μάλιστα φθηνή όπως κάποιοι νομίζουν. Τα ψάρια τότε δεν μπορούσαν να διατηρηθούν φρέσκα. Δεν υπήρχαν μηχανήματα να τα διατηρήσουν ώστε να φτάσουν φρέσκα από την αλίευση στον καταναλωτή. Αυτό που ισχύει σήμερα δεν ίσχυε τότε! Το ψάρι γαύρος σήμερα είναι φθηνότερο από τα υπόλοιπα ψάρια. Τότε όλα τα φρέσκα αλιεύματα ήταν ακριβά αλλά το σπουδαιότερο δεν αποτελούσαν πρωτεύουσα επιλογή της εργατικής τάξης.

Τα ψάρια προπολεμικά καταναλώνονταν παστά από τους φτωχούς ανθρώπους οι οποίοι τα αγόραζαν από τα μπακάλικα της γειτονίας τους. Ακόμα και η ίδια η ονομασία του ψαριού “γαύρος” δεν βρισκόταν σε χρήση την προπολεμική εποχή, καθώς ο παστός γαύρος λεγόταν τότε αντζούγια. Οι περίφημες και γνωστές αντζούγιες όπως και οι παστές σαρδέλες ήταν στον Πειραιά εδέσματα που συνόδευαν την κατανάλωση ρετσίνας.

Μικρός λούστρος διαβάζει στα σκαλιά της εκκλησίας – 1933

Για να επιστρέψουμε όμως στα παιδιά του λιμανιού, τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των μικρών Γαβριάδων, αποτέλεσαν θέμα και τίτλο κινηματογραφικών ταινιών αλλά και τραγουδιών. Τα παιδιά του Πειραιά μπορεί να έγιναν παγκοσμίως γνωστά από την Μελίνα Μερκούρη στην ταινία “Ποτέ την Κυριακή” με την υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, αλλά για μεγάλη χρονική διάρκεια πριν γίνουν τραγούδι, αποτελούσαν ένα κοινωνικό πρόβλημα που είχε λάβει ανεξέλεγκτες κοινωνικές διαστάσεις.

Την κατοχική περίοδο αλλά και μεταπολεμικά ο όρος “Γαβριάς” ή “Γαβριάδες” χάθηκε, διότι η αθλιότητα λόγω πολέμου γενικεύθηκε και εξαπλώθηκε σε όλες τις ηλικίες. Η φτώχεια έπαψε να αποτελεί “προνόμιο” των παιδιών του λιμανιού. Όλοι πλέον λιμοκτονούσαν. Άλλωστε ποιος γνώριζε τον μικρό Γαβριά του Ουγκώ; Πολύ εύκολα ο “Γαβριάς” έγινε “Γάβρος”.

Οι Γαβριάδες με την κοινωνική ανάπτυξη άρχισαν να χάνονται από το λιμάνι. Συνέχιζαν όμως να παραμένουν στη θύμηση όλων εκείνων που πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια ζώντας στις κασέλες και στα πρόχειρα παραπήγματα του Πειραϊκού λιμένα.

του Στέφανου Μίλεση
http://pireorama.blogspot.gr/

Recommended For You