Από το παράθυρο του τρόλεϊ, αν τύχει και διασχίζω την Πατησίων, σαν να βρίσκομαι σε ένα ποταμόπλοιο, το αναζητώ. Και όταν το εντοπίζω και βεβαιώνομαι ότι υπάρχει ακόμη, αισθάνομαι μια κρυφή ικανοποίηση. Γιατί το μικρό σπίτι της πλατείας Κολιάτσου είναι, με τον δικό του τρόπο, ένα έμβλημα. Ενας μικρός θυρεός μιας ορισμένης ταπεινότητας. Το προσέχω πάντα αυτό το δίπατο, λευκό σπίτι, στη γωνία της Πατησίων με την οδό Σίφνου.
Μου θυμίζει πράγματα που δεν γνωρίζω, αντλώντας από μία δεξαμενή υποθέσεων, και μου προκαλεί ασύντακτους συνειρμούς, μέσα στους οποίους βλέπω ακόμη και τον εαυτό μου μικρό παιδί. Είναι ένα από τα παιχνίδια της αστικής σκηνογραφίας, μόνο που στην περίπτωση του μικρού σπιτιού της πλατείας Κολιάτσου, η ύπαρξή του δηλώνει το μεγαλείο μιας θνητότητας σε διαρκή παράταση.
Ετσι λευκό που είναι, σαν κύβος ζάχαρης, πασπαλισμένος με κεραμιδένια σκόνη, και με μια γιρλάντα ακροκέραμα σαν αιμάτινα ζαχαρωτά, είναι καταχωνιασμένο στις θυρίδες μνήμες χιλιάδων Αθηναίων, που με δυσκολία όμως θα μπορούσαν να το ανακαλέσουν καθώς αυτό, φαινομενικά, δεν έχει τίποτε το ξεχωριστό. Είναι ένα σπίτι τόσο απλό, όσο και η ύπαρξη ενός ανθρώπου που σκεπάστηκε από τη λήθη.
Ομως, με τα χρόνια που πέρασαν, με την Αθήνα που άλλαξε, με την Πατησίων που ρηγματώθηκε και που βαθαίνει και αυτή σαν ένας τεράστιος αστικός βυθός, με ανάκατα υπολείμματα διαδρομών και προσδοκιών, αυτό το μικρό σπίτι το βαραίνει πλέον ένας νέος ρόλος. Με την ψευδαίσθηση ενός παράγωνου σπιτιού, στην παλιά οικοδομική γραμμή της Πατησίων, όταν σκόρπια δίπατα σπίτια παρόμοιας ταπεινής μορφής δίπλα σε άλλα περισσότερο αστικά και λιγότερο σεμνά, όριζαν το ύφος της γειτονιάς, το λευκό σπίτι της πλατείας Κολιάτσου θυμίζει σημαιοφόρο σε οπισθοφυλακή.
Περισσότερο συγκινεί αυτός ο ανεπίσημος χαρακτήρας της πλατείας Κολιάτσου. Ομως μέσα στα στενά, πάνω και κάτω από την Πατησίων, υπήρχαν και υπάρχουν, σκόρπια πια, εκείνα τα ωραία σπίτια, που, αν και ήταν σύμβολα της μικροαστικής φιλοπρόοδης τάξης της περιόδου 1920-1970 –μισός αιώνας πυκνών μετακινήσεων, συγκλίσεων και επιδράσεων–, σαρώθηκαν, υποτιμήθηκαν και καθαιρέθηκαν. Οταν τα εντοπίζω, σε κάποιες γωνίες προβολής ή ανάμεσα σε εξαώροφες πολυκατοικίες, γερασμένες και αυτές, ή σε μια συστάδα να σχηματίζουν ευγενές μέτωπο μορφολογικής ποικιλίας, φέρνω τη γεύση και τη μυρωδιά όχι εκείνων των χρόνων, αλλά εκείνης της ζωής, που ίπταται πέρα από συντεταγμένες χρονικών πλαισίων.
Ετσι, αυτό το μικρό λευκό σπίτι, έχει πάρει τον ρόλο ενός σεμνού σημαιοφόρου. Φοράει γάντια λευκά, γαριασμένα στις ραφές και έχει τα γόνατα φαγωμένα και το πουλόβερ μπαλωμένο. Είναι όμως εκεί, σε μία κόψη ανυπαρξίας, στέκει αμήχανο, αλλά ίσως λόγω του μικρού του οικοπέδου, συνεχίζει να είναι το ακρόπρωρο της πλατείας Κολιάτσου. Ολόγυρα οι κάποτε απαστράπτουσες πολυκατοικίες που επιχειρούσαν να μιμηθούν το περιβάλλον της περιζήτητης πλατείας Αμερικής, έχουν μελώσει στον χρόνο.
Τις παρατηρώ και μου προκαλούν νοσταλγία για το μέλλον που κάποτε φιλοξένησαν. Είναι ήδη 60 ετών οι περισσότερες, και σε 40 χρόνια, αν επιζούν, τα παιδιά που γεννιούνται σήμερα, θα τις βλέπουν σαν απολιθώματα ενός μακρινού και ακατανόητου, εν πολλοίς, παρελθόντος. Το μικρό σπίτι στην πλατεία Κολιάτσου ακουμπάει πάνω σε μια τέτοια πολυκατοικία. Εχουν σχέση αίματος πια, και σχηματίζουν μια εικόνα σύμπλευσης ενός πρώιμου και ενός ώριμου 20ού αιώνα. Είναι μια εικόνα πολύτιμη μέσα στην αθηναϊκή της μοναδικότητα. Στέκει εκεί και θροΐζει. Εκπέμπει. Ο καθένας μπορεί να προσπεράσει.