Το πρόβλημα ύδρευσης στην Αθήνα και οι παλίες δημόσιες Βρύσες της

Κώστα Ηλιάδη, Πρωινό στα Πατήσια, 1935

Η Αθήνα δεν ήταν ποτέ ονομαστή για τα άφθονα νερά της. Ο μύθος της φιλονικίας του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την προστασία της πόλης γύρω από το στοιχείο του νερού και το σύμβολο της ελιάς φαίνεται ότι είναι η εξήγηση των αρχαίων Αθηναίων για την περιορισμένη ποσότητα του νερού της γης τους. Η προνοητικότητα και η δίκαιη κατανομή του νερού (νομοθεσία Σόλωνα, αυστηρές διατάξεις και κυρώσεις) δεν έφερε ποτέ λειψυδρία.




Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, αλλά και κατά τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το πρόβλημα της ύδρευσης απασχολούσε έντονα την πρωτεύουσα. Οι κάτοικοί της προμηθεύονταν πόσιμο νερό από το ένα και μοναδικό υδραγωγείο της, το Αδριάνειο υδραγωγείο, το οποίο μετέφερε νερό από τους πρόποδες της Πάρνηθας στον Λυκαβηττό. Εκεί, στην Αδριάνειο δεξαμενή αποθηκεύονταν τα νερά. Το υδραγωγείο, κατασκευασμένο από τα χρόνια των Ρωμαίων, είχε περιέλθει σε κακή κατάσταση και χρειαζόταν επισκευή και καθαρισμό. Επί δημαρχίας Παναγή Κυριακού (1870-1874 και 1874-1879), το υδραγωγείο ανακαινίστηκε, η Αδριάνειος δεξαμενή καλύφθηκε από θόλο και εφαρμόστηκε νέο σύστημα μεταφοράς του νερού σε όλη την πόλη με υπόγειους σωλήνες. Την ίδια περίοδο επισκευάστηκαν πολλές από τις παλαιότερες βρύσες της πόλης και κατασκευάστηκαν καινούργιες. Κατά το τέλος του έτους 1879 υπήρχαν σε διάφορα σημεία των Αθηνών συνολικά 55 δημοτικές βρύσες για την εξυπηρέτηση των κατοίκων τους. Τις ανάγκες κάλυπταν και οι πλανόδιοι υδροπωλητές που έπαιρναν νερό από πηγές που βρίσκονταν στα χωριά της Αττικής.

Άποψη της Αθήνας με το Αδριάνειο υδραγωγείο

Εκτός από το Αδριάνειο υδραγωγείο υπήρχαν μερικά ακόμα υδραγωγεία μικρής χωρητικότητας, όπως το παλιό υδραγωγείο «Τσακουμάκου», του οποίου οι πηγές βρίσκονταν κοντά στον Ιλισό, το υδραγωγείο του «Σταδίου» που βρισκόταν κοντά στη γέφυρα του Σταδίου, το υδραγωγείο του «λουτρού» στη συμβολή του Ιλισού και του Ηριδανού, που ονομάστηκε έτσι γιατί διοχέτευε νερό στο λουτρό της οδού Αδριανού, το υδραγωγείο «Βούρου», κοντά στο παλιό θέατρο Μπούκουρα, πίσω από τη σημερινή Αγορά της οδού Αθηνάς, σε οικόπεδο που ανήκε στην οικογένεια Βούρου από τη Χίο και τέλος το υδραγωγείο του «Ιππικού», που τροφοδοτούνταν από μικρή πηγή, η οποία ανέβλυζε από τα «Πινακωτά», δηλαδή τον σημερινό λόφο Στρέφη. Υπήρχαν επίσης και άλλα υδραγωγεία έξω από την πόλη που χρησίμευαν για το πότισμα των αγρών και των περιβολιών.




Η Αθήνα είχε όμως και πολλά πηγάδια. Όλα σχεδόν τα παλιότερα σπίτια διέθεταν πηγάδι που ικανοποιούσε τις ανάγκες των κατοίκων τους σε νερό. Συνήθως είχαν βάθος 6-12 μέτρα, ήταν περίτεχνα και στόλιζαν την αθηναϊκή αυλή της εποχής εκείνης. Τον στολισμό συμπλήρωνε η απαραίτητη γαζία, σύμβολο αποτροπής του γεροντοκορισμού, τα γεράνια και οι βασιλικοί.

Παλιό πηγάδι στο πάρκο Γαζία (οδός Αιλιανού), Κάτω Πατήσια

Παρά τα εκτεταμένα και σημαντικά έργα, για τα οποία ο Δήμος Αθηναίων είχε ξοδέψει το ποσόν των 727.000 δραχμών, το πρόβλημα της ύδρευσης δεν είχε λυθεί. Αυτό οφειλόταν στη διαρκή αύξηση του πληθυσμού, ο οποίος το 1879 είχε υπερβεί τις 67.οοο, αλλά και στην γενίκευση της χρήσης του νερού. Τα παράπονα προέρχονταν κυρίως από τις συνοικίες που βρίσκονταν σε υψώματα, γιατί λόγω της μικρής πίεσης το νερό δεν έφθανε μέχρι αυτές. Πάντως, κατά γενική ομολογία, η ύδρευση της πόλης είχε βελτιωθεί αισθητά και το νερό, επί δημαρχίας Κυριακού, ήταν άφθονο, διαυγέστερο και ακίνδυνο για τη μετάδοση ασθενειών.




Ο επόμενος δήμαρχος Δημήτριος Σούτσος (1879-1887) έκανε και αυτός σημαντικά έργα, όπως το εκ νέου καθάρισμα και την αποκατάσταση του Αδριάνειου υδραγωγείου, στο οποίο διοχέτευσε νερά της Πεντέλης, της Κηφισιάς και της Βαρυμπόμπης. Κατασκεύασε επίσης μια νέα δεξαμενή στην πλαγιά του Λυκαβηττού, ένα μικρό διυλιστήριο για τον καθαρισμό του νερού και πολλές βρύσες σε πολλές συνοικίες. Επί Σούτσου το κατά κεφαλήν εισόδημα σε νερό έφτασε για πρώτη φορά στα 31 λίτρα. Δυστυχώς όμως οι Αθηναίοι, είτε νοίκιαζαν στον Δήμο τις πηγές τους, είτε επέτρεπαν να περάσουν κάτω από τα χωράφια τους οι αγωγοί ύδρευσης, ζητούσαν υπέρογκα ποσά και τόσα ανταλλάγματα, ώστε ο δήμαρχος είπε στο δημοτικό συμβούλιο, στις 23/03/1882: «υπερέβησαν πλέον πάντα λογικόν όριον και αναγκάζουσιν τον Δήμον να παύση τας υδραυλικά αυτού εργασίας».

Αργότερα, και ενώ η λειψυδρία ταλάνιζε τους Αθηναίους, επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη (1899-1903 και 1903-1907), έγιναν νέες εργασίες επισκευής και καθαρισμού του Αδριάνειου υδραγωγείου, οι οποίες αύξησαν σημαντικά την ποσότητα του νερού. Την ίδια εποχή αξιοποιήθηκαν τα ιδιωτικά φρεάτια και οι πηγές.

Η βρύση της Μπουμπουνίστρας, πήρε την ονομασία της από τον θόρυβο που έκανε το νερό

Ωστόσο, τα χρόνια περνούσαν και το πρόβλημα της ύδρευσης εξακολουθούσε να ταλαιπωρεί την Αθήνα, η οποία επεκτεινόταν και ο πληθυσμός της αυξανόταν όλο και περισσότερο. Η ανάγκη για νερό καθαρό, συνεχές και τρεχούμενο ήταν άμεση. Όμως, ούτε ο Δήμος ούτε η κυβέρνηση ήταν σε θέση να αναλάβουν την πραγματοποίηση ενός έργου τόσο δαπανηρού. Παρουσιάστηκαν πολλές προτάσεις για τη λύση του προβλήματος, όπως μεταφορά των υδάτων της Λαυρεωτικής, της λίμνης Στυμφαλίας και του βοιωτικού Κηφισού, οι οποίες κρίθηκαν ασύμφορες. Τέλος, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, όταν ο πληθυσμός της Αθήνας ανήλθε στις 300.000, συντάχτηκε από μηχανικούς του Υπουργείου Συγκοινωνιών επίσημη προμελέτη για την κατασκευή τεχνητής λίμνης στον Μαραθώνα, από όπου το νερό θα μεταφερόταν στην Αθήνα.




Στις 22 Δεκεμβρίου 1924 η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε σύμβαση με τον αμερικάνικο Οίκο ULEN και την Τράπεζα Αθηνών για τη χρηματοδότηση, κατασκευή και λειτουργία του νέου δικτύου ύδρευσης των Αθηνών, του Πειραιώς και των περιχώρων. Η σύμβαση επικυρώθηκε την 4 Απριλίου 1925 από την Δ΄Εθνοσυνέλευση. Το έργο (κατασκευή του φράγματος και του υδραγωγείου του Μαραθώνα) θα κατασκεύαζε η Εταιρεία ULEN και θα επόπτευε η Ε.Ε.Υ., η οποία συστάθηκε για αυτόν το σκοπό. Η κατασκευή άρχισε τον Αύγουστο του 1926 και το νερό της λίμνης Μαραθώνα διοχετεύθηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1931. Όλες οι οικοδομές της πόλης, εκτός ενός μικρού τμήματος κάτω από την Ακρόπολη όπου γίνονταν ανασκαφές, συνδέθηκαν με το νέο δίκτυο.

Για αρκετά χρόνια το νερό της λίμνης του Μαραθώνα επαρκούσε για τις ανάγκες ύδρευσης της Αθήνας.Το 1956 λόγω της συνεχιζόμενης αύξησης του πληθυσμού χρησιμοποιήθηκε και το νερό της λίμνης Υλίκης(Ν. Βοιωτίας). Το 1981 κατασκευάστηκε υδραγωγείο και φράγμα στον ποταμό Μόρνο (Ν. Φωκίδας), το οποίο είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και δίνει 300.000 κυβικά μέτρα νερού το χρόνο στην Αθήνα. Το 2002 κατασκευάστηκε και το φράγμα του Εύηνου ποταμού (Ν. Αιτωλοακαρνανίας), του οποίου το νερό μεταφέρεται στον Μόρνο και από εκεί στην Αθήνα διασχίζοντας τέσσερις νομούς.

Οι βρύσες και οι στέρνες της Αθήνας

Όπως ήδη αναφέραμε, η μοναδική πηγή υδροδότησης της Αθήνας ήταν το Αδριάνειο υδραγωγείο, τα αποθέματα του οποίου επαρκούσαν μόνο για την κάλυψη των αναγκών των κατοίκων του κέντρου της πόλης. Οι κάτοικοι των συνοικιών έπαιρναν νερό από δημόσιες βρύσες, πηγάδια, γούρνες και πλανόδιους υδροπωλητές. Όπως αναφέρει ο Κώστας Μπίρης στο βιβλίο του «Αι Αθήναι», σε περιόδους μεγάλης λειψυδρίας η εικόνα παρατεταγμένων Αθηναίων μπροστά σε βρύσες ήταν πολύ χαρακτηριστική.

Οι βρύσες λειτουργούσαν και ως δημόσιοι χώροι κοινωνικής συνεύρεσης και συναναστροφής. Οι περισσότερες ήταν πέτρινες και περίτεχνες με μεγάλους κρουνούς και αποτελούσαν έργα λαϊκών μαστόρων. Έφεραν λιθανάγλυφες παραστάσεις διαφόρων θεμάτων από την αρχαία Αθήνα ή χριστιανικά και βυζαντινά σύμβολα. Πασίγνωστες βρύσες ήταν η βρύση Καλαμιώτη (Ευαγγελιστρίας και Καλαμιώτου), η βρύση Εξέχωρου, η βρύση Λέκκα (Λέκκα και Κολοκοτρώνη), η βρύση του Χασεκή στο Βοτανικό, η βρύση του Ψυρρή, η βρύση Γεράνι, η βρύση του Αλίκοκκου, των Αέρηδων και πολλές άλλες. Ήταν διάσπαρτες σε διάφορα σημεία με τέτοιον τρόπο, ώστε να εξυπηρετούνται όλες οι συνοικίες της πόλης. Δυστυχώς οι περισσότερες από αυτές καταστράφηκαν την εποχή της ανοικοδόμησης της Αθήνας.

Η βρύση των Αέρηδων

Ο Τίμος Μωραϊτίνης, στο έργο του Τα ρομαντικά χρόνια της Αθήνας διηγείται με γλαφυρότητα σκηνές γύρω από τις βρύσες της Αθήνας:
«… Ο δήμος είχε στήσει σε κάθε γωνία μια βρύσι δια τους διψώντας δημότας. Οι περισσότερες από αυτές ήσαν μαρμάρινες με μιάν σιωπηλήν παγεράν μεγαλοπρέπειαν και ένα … ανάγλυφον ψάρι […] στην οδόν Σόλωνος, στην Νεάπολιν, στο Μεταξουργείο, στο Γεράνι και αλλού υπήρχαν τέτοιες μαρμάρινες βρύσες με μεγάλους κρουνούς, σαν να επρόκειτο να περάσουν από εκεί ορμητικοί χείμαρροι […] Η αθηναϊκή δημοτική βρύση έχυνε και αυτή ένα μόνο δάκρυ κάθε δώδεκα ώρες, ένα δάκρυ πόνου δια τους διψώντας κατοίκους της ανύδρου πόλεως. Και είναι ατελείωτοι οι γυναικοκαυγάδες που άναβαν γύρω από τη βρύση μεταξύ των νοικοκυράδων και των δουλικών όταν κατέφθανε η μυριοπόθητος σταγών […] Υπήρχαν και ιδιωτικές των σπιτιών αλλά και αυτέ έσταζαν σαν κεραμίδια μετά την βροχήν. Παλιότερα ήταν και μία κοντά στη Ριζάρειο Σχολή δώρο της δουκίσσης της Πλακεντίας, προς τας διψώσας Αθήνας. Ήταν μαρμάρινη και είχε μια επιγραφή που έλεγε: «τοις διαβάταις». Είπα για τους καυγάδες που άναβαν γύρω από τη δημοτική βρύσι, με κανάτια, σταμνιά, γκαζοντενεκέδες, όταν ερχόταν το νερό. Πολλές φορές οι καυγάδες αυτοί ελάμβαναν διαστάσεις τέτοιες που ανεστάτωναν τη γειτονιά. Στο τέλος κατέφθανε ο αστυνόμος επί κεφαλής των «κλητήρων» με το κόκκινο επιστήθιο. – Τι τρεχει; Ρωτούσε- Μα αν έτρεχε κύριε αστυνόμε δε θα γινότανε το κακό. Έχει τρεις μέρες να τρέξη».

Ο ακαδημαϊκός Δημήτριος Καμπούρογλου στο βιβλίο του Αι παλαιαί Αθήναι αναφέρεται σε μια βρύση της παλιάς Αθήνας:




«Κατηφορίζομεν τώρα από την Σωτήραν του Λυκοδήμου, με διεύθυνσιν προς Δυσμάς και εισερχόμεθα εις την μεταγενεστέραν συνοικίαν του Σκαγιάννη. Είχε κάποτε η συνοικία αυτή και γραφικήν βρύσην, άνωθεν του κρουνού της οποίας είχεν εντοιχισθή μάρμαρον με δύο γραμμάς σταυροειδώς και με τα στοιχεία Φ-Χ, Φ-Π. Ταύτα ηρμηνεύθησαν ως σημαίνοντα «Φως Χριστού, φαίνε πάσι», χωρίς εν τούτοις ν’αποκλείεται και πάσα άλλη μάλλον ευάρμοστος ερμηνεία, ως π.χ. το: «Φίλε χαίρε, φίλε πίνε».

Ο ίδιος στα Απομνημονεύματα μιας μακράς ζωής 1852-1932 περιγράφει τις διακοπές του στα Πατήσια το 1866, στο εξοχικό σπίτι του Άγγελου Βλάχου:

«Το σπίτι του Βλάχου είχε και μίαν μεγάλην στέρνα […] Μία πρωτομαγιά που τριγύριζα στους ρομαντικούς και ποιητικούς δρομίσκους των Κάτω Πατησίων, ήκουσα μουσικήν συμφωνίαν. Εσκαρφάλωσα τότε στον τοίχο και απήλαυσα και σκηνογραφικώς την εικόνα. Οι ευθυμούντες και παίζοντες όργανα νέοι ήσαν: Ο Τατής Κατακουζηνός, ο οποίος έπαιζε το βιολί, ο Παπαρρηγόπουλος το φλάουτο, ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος την κιθάραν και κάποιος άλλος Αργυρόπουλος, πάλιν βιολί. Ετελείωσεν η συναυλία κοντά στην στέρναν του Βλάχου και οι φιλόμουσοι νέοι κατέγιναν τότε να στρώσουν το τραπέζι του φαγητού των – και του πουλιού το γάλα είχε φροντίσει ο Τατής να υπάρχη».

Στο ίδιο έργο ο Καμπούρογλου περιγράφει το σπίτι της θείας του στη συνοικία της Πλάκας:

«Μόλις εισήρχετο κανείς, δεξιά ήτον ο προδέκτης, δηλαδή η στέρνα του νερού της βροχής και μια γούρνα δια την πλύση. […] Αριστερά ήτο το θρυλικόν πηγαδάκι. Από εκεί η ψυχοκόρη της θείας μου έπαιρνε το αμίλητο νερό την πρώτην Μαρτίου και εκεί έρριχνε άνθη από το στεφάνι της Πρωτομαγιάς, δια να είναι δροσερή η ζωή των κυρίων της, είδους θετών γονέων».

Ο Α. Γούδας στο έργο του Έρευναι περί ιατρικής, χωρογραφίας και κλίματος Αθηνών γράφει για τα Πατήσια:

«Το ηδύτερον όμως πάντων εν Πατησίοις είναι μετά τον καθαρόν και τερπνότατον αέρα, το διαυγές, μαλακόν και ψυχρόν ύδωρ πηγαίον τε και φρεάτιον· διότι και πολλά των αυτόθι φρεάτων, βαθύτατα όντα, έχουσιν ύδωρ άριστον και σχεδόν κατά πάντα όμοιον του αυτόθι πηγαίου· το φρεάτιον μάλιστα είναι πολύ ψυχρότερον του πηγαίου».

Νικολαος Ξένος, Συντριβάνι στο Πεδίο του Άρεως, 1938

Τοπωνύμια των Πατησίων και της Κυψέλης σχετικά με το νερό

Η Οδός Πατησίων κατασκευάστηκε το 1841 επί δημαρχίας Δ. Καλλιφρονά. Ήταν ένας εξοχικός χωματόδρομος που ένωνε το κέντρο της πόλης με το χωριό Πατήσια, που αργότερα εξελίχτηκε σε προάστιο. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα Πατήσια έγιναν ο αγαπημένος χώρος παραθερισμού των Αθηναίων, που οργάνωναν ημερήσιες εκδρομές ή νοίκιαζαν σπίτια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Οι ευπορότεροι έκτιζαν εκεί τις εξοχικές κατοικίες τους. Τα αποκαλούσαν «Παραδείσια» γιατί ήταν γεμάτα από ελαιώνες, αμπέλια, κήπους με λουλούδια και περιβόλια με οπωροφόρα δέντρα. Όπως αναφέρει ο Α. Γούδας «Τα Πατήσια είναι τω όντι κατάφυτα υπό διαφόρων οπωροφόρων δένδρων. Ενταύθα μεν υπάρχουσιν ουρανομήκεις κυπάρισσοι, αλλαχού ευμεγέθεις ελαίαι, αλλαχού τερπνόταται την θέαν και την ορμήν πορτοκαλλέαι, αλλαχού ροιαί και εν τοις προσοδοφόροις κήποις τερπνότατον ανάμιγμα πάντων τε τούτων και κατ’εξοχήν βερυκοκιών, ροδακινιών, βυσσίνων, κερασίων και τινων απίων. Εν τοις τερπνοτάτοις φυλλώμασι της λεύκης ή της πλατάνου κελαδεί η αηδών…».




Τα Πατήσια συνδέθηκαν με τη γιορτή της Άνοιξης, καθώς κάθε Πρωτομαγιά οι Αθηναίοι πήγαιναν να «πιάσουν τον Μάη» αρχικά στην πλατεία Ανθεστηρίων (μετέπειτα Αγάμων και Αμερικής) και αργότερα στην Αλυσίδα (Τέρμα Πατησίων), όπου υπήρχαν πολλά κέντρα αναψυχής και εστιατόρια. Τα Πατήσια διέθεταν άφθονο πράσινο γιατί υπήρχε ένα ανεξάντλητο υπόγειο ποτάμι σε μεγάλο βάθος στη σημερινή περιοχή Κυπριάδου, κάτω από το σημείο όπου βρισκόταν παλιά το συγκρότημα ψυγείων Σφακιανάκη. Τα περιβόλια των Πατησίων ποτίζονταν και από τον χείμαρρο Ποδονίφτη, που οφείλει το όνομά του ή στα γειτονικά κτήματα της οικογένειας Ποδονίφτη ή πιθανότερα στο λιγοστό νερό που είχε και ήταν αρκετό για να νίψει μόνο τα πόδια των περαστικών. Υπήρχαν επίσης διάσπαρτες βρύσες, πηγές, στέρνες και υδραγωγεία που έδωσαν το όνομά τους στη θέση που βρίσκονταν. Ελάχιστα από αυτά τα τοπωνύμια χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα.

Δημήτρης Δάβης, Τα παλιά Πατήσια, 1938

Αγά-Βρύση: Παλαιά ονομασία της περιοχής από την ομώνυμη βρύση από πελεκητές πέτρες, η οποία υπήρχε από την εποχή της Τουρκοκρατίας στην ΒΑ γωνία των οδών Αχαρνών και Πιπίνου και διασωζόταν ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τους αθηναιογράφους Δ. Γέροντα και Δ. Σκουζέ, κάθε μέρα παρείχε νερό 30-35 κυβικών μέτρων. Οι ίδιοι πιθανολόγησαν ότι την είχε κατασκευάσει ο Τούρκος Αλή Αγάς μέσα στο εξοχικό κτήμα του.

Στο σημείο που βρισκόταν η βρύση, επί Τουρκοκρατίας, συνηθιζόταν ο νέος βοεβόδας (διοικητής της πόλης), να δέχεται προσκύνημα από τους δημογέροντες και τους επικεφαλής των σιναφιών των Αθηνών. Στη συνέχεια, καβάλα σε στολισμένο άλογο, προχωρούσε αργά προς το διοικητήριο.

Ένα άλλο συμβάν σχετικό με του Αγά τη Βρύση είναι η υποδοχή του Οδυσσέα Ανδρούτσο στις 21 Αυγούστου 1822, από τους προεστούς των Αθηνών. Καθώς πλησίαζε ο έφιππος Ανδρούτσος για να παραλάβει την Ακρόπολη, ένας λαϊκός βιολιτζής θέλοντας να εκφράσει την κοινή χαρά και να καλωσορίσει τον νέο φρούραρχο της πόλης, άρχισε να παίζει και να τραγουδά αυτοσχέδιους στίχους. Τότε ο Οδυσσέας τον παρατήρησε αυστηρά: «Για γυναίκα με πήρες ωρέ και με τραγουδάς;»




Αλλά του Αγά η Βρύση συνδέθηκε και με την λαϊκή μούσα που ύμνησε το παράπονο ενός φτωχού νέου, τον οποίο η μάνα του είχε βάλει στη δούλεψη μίας αρχοντοπούλας.

«Η μάνα μου με ρόγιασε
σ’ αρχοντοπούλας χέργια
να της κουβαλώ νερό
χειμώνα καιρό
απ’ του Αγά τη βρύση.
Να πλένει τα ποδάργια της
τα ξεράδια της
σ’ ολόχρυση λεκάνη
που ο θεός να τα ξεράνη»

Αγά-Βρύση

Λεβί ή χωριό του Λεβί: Ονομασία παλιού οικισμού γύρω από την οδό Λιοσίων. Εκτεινόταν από τη μεσαιωνική εκκλησία του Αγίου Δημητρίου των Όπλων μέχρι την δυτική περιοχή του Κηφισού. Η τοπωνυμία παρέμεινε σε χρήση για πολλά χρόνια, αλλά μετά την κατασκευή των γεφυρών αντικαταστάθηκε από την τοπωνυμία «Τρεις Γέφυρες».

Μεγάλη Βρύση: Παλαιά τοπωνυμία η οποία προήλθε από την βρύση που υπήρχε από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας στην περιοχή της Φωκίωνος Νέγρη, μεταξύ των οδών Σποργίλου και Ευβοίας. Ήτανπέτρινη χτισμένη με πελεκητές πέτρες και είχε πολλούς κρουνούς. Από αυτήν προμηθεύονταν νερό οι πλανόδιοι υδροπωλητές κατά τις περιόδους της λειψυδρίας εκείνων των χρόνων.




Πηγάδα Πατησίων: Η τοπωνυμία προήλθε από το πλατύ και ανεξάντλητο πηγάδι της αθηναϊκής οικογενείας Βεζανή, ανοιγμένο πάνω στη μοναδική φλέβα νερού (ίσως πάνω σε αγωγό αρχαίου υδραγωγείου) στην περιοχή «Πλακάκια», από το οποίο ποτίζονταν όλα τα περιβόλια της βόρειας πλευράς των Πατησίων. Για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας των ετών 1899-1909, ο Δήμος Αθηναίων είχε μισθώσει στα Πατήσια, με ευνοϊκούς όρους, τα νερά των οικογενειών Βεζανή, Ασπρογέρακα, Κυπριάδη και Σφακιανάκη, τα οποία διοχέτευε στο Αδριάνειο υδραγωγείο.

Πλάτανος: Πηγή μέσα σε κτήμα που βρισκόταν στη συμβολή των οδών Καλλιφρονά και Αγίας Ζώνης. Το κτήμα έφερε την ονομασία «Πλάτανος», από τον γέρικο πλάτανο που σώζεται μέχρι σήμερα στην πλατεία που βρίσκεται στη θέση του κτήματος. Το νερό της πηγής προερχόταν από το Γαλάτσι και έτρεχε ρυάκι κατά μήκος της οδού Καλλιφρονά. Αργότερα η πηγή εγκιβωτίστηκε και το νερό της παροχετεύτηκε στον υπόνομο της Καλλιφρονά.

Ο πλάτανος σήμερα

Ροδίνη: Μικρό υδραγωγείο στο σημερινό τέρμα της οδού Αγίας Ζώνης. Κατασκευάστηκε από τον επιχειρηματία Ροδίνη στις αρχές περίπου της δεκαετίας του 1920 και τροφοδοτούσε τα λιγοστά σπίτια της περιοχής Αγίας Ζώνης Κυψέλης με πόσιμο νερό. Όπως αναφέρει ο Αντώνιος Μοσχωνάς στο βιβλίο του Η συνοικία της Αγίας ζώνης της Αθήνας κάποτε, στο τέρμα της οδού Αγίας Ζώνης υπήρχε ένα τεράστιο κιγκλιδόφρακτο μαρμάρινο πηγάδι, με μια μαρμάρινη ταμπέλα με το όνομα του ιδρυτή του υδραγωγείου.

Στέρνα: Τοπωνυμία η οποία συναντάται σε δύο θέσεις της πόλης. Το κτίσμα της πρώτης διατηρήθηκε κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα κοντά στο τέλος της οδού Λυσιμαχείας. Το κτίσμα της δεύτερης διατηρήθηκε και κατά την τρίτη δεκαετία, πίσω από το εργοστάσιο ζυθοποιίας του Φιξ στα Πατήσια.




Στέρνα Γάσπαρη: Παλιά τοπωνυμία που προέκυψε από την στέρνα που υπήρχε στην ΒΔ γωνία των οδών Καλλιφρονά και Αγίας Ζώνης. Συγκέντρωνε το νερό της πηγής που υπήρχε στην περιοχή, με το οποίο ποτιζόταν το περιβόλι του γιατρού και προξένου της Γαλλίας Δημητρίου Γάσπαρη, κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στο περιβόλι αυτό φυτεύτηκαν για πρώτη φορά στην Αθήνα του 1818, η ντομάτα και οι μενεξέδες, με σπόρους που έδωσαν στον Κόνσολα Γάσπαρη οι Καπουκίνοι του Μνημείου του Λυσικράτους. Η Στέρνα του Γάσπαρη σωζόταν μέχρι το 1920.

Στο σημείο αυτό βρισκόταν η Στέρνα του Γάσπαρη

Στέρνα Σκέντερ: Πελώρια στέρνα του κατάφυτου κτήματος Σκέντερ, το οποίο κατελάμβανε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο που περιλαμβάνεται από τις οδούς Δροσοπούλου, Λέσβου, Πατησίων και Καλλιφρονά. Η στέρνα ήταν γεμάτη βατράχια και οι παλαιότεροι κάτοικοι θυμούνται το κόασμά τους, που σηματοδοτούσε τον ερχομό της νύχτας, ιδιαίτερα τα καλοκαιρινά βράδια.

Στο πάρκο Φυτευτής στα Κάτω Πατήσια (οδός Αιλιανού) βρίσκεται ένα αγροτόσπιτο του περασμένου αιώνα, που διαθέτει κήπο με πηγάδι και μεγάλη στέρνα.

Recommended For You