Το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus) είναι το μεγαλύτερο φυτοφάγο ζώο της Ελλάδας και ένα από τα πιο αγαπητά μας είδη στα ελληνικά δάση.
Ως αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής φύσης μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη των οικοσυστημάτων, ειδικά στις μέρες µας όπου η ελεύθερη κτηνοτροφία σταδιακά εγκαταλείπεται.
Η ζωή του Κόκκινου Ελαφιού
Ήδη από τα προϊστορικά χρόνια, το κόκκινο ελάφι αφήνει ανελλιπώς τα ίχνη του στον ελλαδικό χώρο. Ως φυσικός βοσκητής, έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στη βάση της τροφικής πυραμίδας. Μεγάλα αρπακτικά και γύπες –που σήμερα απειλούνται επίσης µε εξαφάνιση- θα μπορούσαν να στηρίζουν την επιβίωσή τους στην ύπαρξη των ελαφιών.
Η ζωή που απειλείται
Το κόκκινο ελάφι ζούσε κάποτε σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα. Μέσα σε λίγες δεκαετίες όμως, οι πληθυσμοί του συρρικνώθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε το είδος να θεωρείται πλέον «Κρισίμως κινδυνεύον», σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (Αθήνα, 2009).
Στα τέλη του 20ου αιώνα τα ελάφια είχαν περιοριστεί στη χερσόνησο της Σιθωνίας, στην ορεινή περιοχή της Ροδόπης και στην Πάρνηθα. Σήμερα, ο πληθυσμός της Σιθωνίας έχει εξαφανιστεί. Ο προστατευμένος πληθυσμός της Πάρνηθας με περίπου 590 άτομα (2015) είναι ο πιο ακμαίος της χώρας. Μικρός πληθυσμός βρίσκεται στη Ροδόπη, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία, ενώ ίσως επιβιώνουν ακόμη και λίγα ζώα στους Ραφταναίους στα Πράμαντα της Ηπείρου, από προηγούμενο εμπλουτισμό. Τέλος, μικροί αριθμοί φυλάσσονται σε εκτροφεία.
Το λαθραίο κυνήγι είναι η κυριότερη απειλή για το ελάφι στην Ελλάδα. Οι πληθυσμοί που έχουν απομείνει αποτελούν απομονωμένα «νησιά». Η δυνατότητα φυσικής επέκτασής του σε νέες περιοχές εμποδίζεται από την απώλεια κατάλληλων βιοτόπων εξαιτίας της εντατικοποίησης της γεωργίας, της επέκτασης των οικιστικών εκτάσεων. Η πρόσφατη επανεμφάνιση του λύκου σε περιοχές της Πάρνηθας δεν μας ανησυχεί, αλλά αντίθετα αναμένεται να έχει θετικά αποτελέσματα στον πληθυσμό των κόκκινων ελαφιών, καθώς οι θηρευτές στοχεύουν κυρίως ασθενικά ή γέρικα άτομα. Ωστόσο χρειάζεται συστηματική παρακολούθηση του πληθυσμού πριν εξαχθούν συμπεράσματα.