Τα γλυκατζίδικα της Ομόνοιας

Δεν ξέρω για τους γενναίους της ηδονής, αλλά οι γενναίοι της γεύσης δεν τη χάνουν από τα μάτια τους την πλατεία Ομονοίας. Ιδίως εκείνοι και εκείνες που έχουν πουλήσει σώμα και ψυχή στο σορόπι. Θυμούνται με ευλάβεια το γαλατάδικο Βρετάνια, προσκυνούν τους λουκουμάδες του Κτιστάκη. Θα μπορούσα να λείπω εγώ από αυτό το πανηγύρι της γεύσης; Οχι βέβαια, και καταθέτω ακολούθως το μίνι προσωπικό μου οδοιπορικό.

Τον Κτιστάκη και το Βρετάνια, τα έμαθα πριν από 30 χρόνια. Μόλις είχα αφιχθεί στην Αθήνα, κοτοπουλάκι από την επαρχία, και ανέλαβαν οι μεγαλύτεροι στη σχολή να με ξεναγήσουν. Ημασταν Κέντρο τότε οι δύο μεγάλοι πόλοι της γνώσης και της επανάστασης. Νομική και Φιλοσοφική από τη μία, Φυσικό και Χημικό από την άλλη. Λίγο πιο πάνω, λίγο πιο κάτω στη Σόλωνος. Οπότε πού θα καταλήγαμε, πού αλλού από την Ομόνοια;

Πρώτος μπήκε ο Κτιστάκης στο μενού. Με πήρε ο φίλος και συναγωνιστής Αντρέας από το χέρι και μου είπε: «Σου έχω έκπληξη». Ηξερε την αδυναμία μου για τα γλυκά, γνώριζε πολύ καλά ότι μπορούσα να μείνω νηστικός, αλλά όχι και αζαχάρωτος. Από το χέρι με πήρε, κατεβήκαμε την Αγίου Κωνσταντίνου και εκεί, σχεδόν απέναντι από το τσοντάδικο το Star (σημαδιακό;), μπήκαμε στο μαγαζάκι. Ζούσε ακόμη ο παππούς, με τα αυτιά που κόντευαν να φτάσουν στο πάτωμα συν το βοηθό του που αργότερα κληρονόμησε την επιχείρηση.

Οι λουκουμάδες Χανίων σερβιρίστηκαν, ο υπογράφων δοκίμασε και μετακόμισε πάραυτα σε έναν από εκείνους τους παραδείσους που οι κοινωνιολόγοι συνηθίζουν να αποκαλούν «τεχνητούς». Απόλαυση χωρίς όρια! Ετσι όπως έσκαγαν στο στόμα αυτές οι μίνι χειροβομβίδες και το σορόπι πλημμύριζε τον ουρανίσκο, η ζωή έμοιαζε καλύτερη, ο κόσμος γέμιζε υποσχέσεις, η συνείδηση μετακόμιζε στο σεράι του πασά. Αλλο τίποτε δεν ήθελα, μέρα μεσημέρι μέσα στη φασαρία και στο καυσαέριο.

Εκτοτε πέρασαν έτη πολλά, ο παππούς χάθηκε από το προσκήνιο (θέλω να πιστεύω ότι κάπου ησυχάζει και κάποιο πιτσιρίκι ταΐζει), ο Κτιστάκης μετακόμισε από την Αγίου Κωνσταντίνου στη Σωκράτους. Δίπλα στην παλιά έδρα της «Καθημερινής». Εκεί τους απολαμβάνει πια κανείς τους λουκουμάδες Χανίων και το χειμώνα στην Κρήτη φυσικά, γιατί το καλοκαίρι δεν τους σερβίρουν. Ο λόγος; Δεν ξέρω, δεν έχω μάθει, αλλά υποπτεύομαι ότι δεν τους ενδιαφέρουν τα στίφη των τουριστών και τα συμπαρομαρτούντα αυτών. Μπουγάτσα στον Ιορδάνη και πολύ τους πάει!

Οσο για το κατάστημα της οδού Σωκράτους, κρατάει καλά. Χωρίς παστούλες και λοιπά γλυκίσματα στο ψυγείο, που είχε μια φορά και έναν καιρό. Οι λουκουμάδες είναι υπεραρκετοί και, εφόσον δεν έχει αλλάξει η συνταγή, τίποτε άλλο δεν χρειάζεται. Θα τους φας εκεί ζεστούς να καίνε ή θα τους πάρεις μαζί σου με τρυπημένη στρατηγικά τη χάρτινη συσκευασία για να μην «παπαριάσουν». Και η εξυπηρέτηση πάντα με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα. Του χρόνου γιορτάζουν έναν αιώνα ζωής και, αν συνεχίσουν έτσι, διόλου δεν το αποκλείω να τα χιλιάσουν.

Μην λησμονήσω όμως και το Βρετάνια. Πέρναγα καμιά φορά στην αρχή της δεκαετίας του ’80, όταν κατεβαίναμε με την παρέα για αθλητικές εφημερίδες τα χαράματα. Σε βάση τακτική, όμως, έγινα πελάτης το ’87. Γυρνάγαμε τότε μεταμεσονυκτίως από τους Θρακομακεδόνες, από τις εκπομπές μας σε παράνομο ερασιτεχνικό σταθμό. Παίρναμε το λεωφορείο στις δύο το πρωί που κατέβαινε από το Καζίνο της Πάρνηθας και βγαίναμε Ομόνοια μαζί με τους κατεστραμμένους τζογαδόρους. Εκείνοι ψάχνανε ψιλά για να γυρίσουν στο σπίτι και εμείς αναζητούσαμε ζάχαρες για να έρθουμε στα ίσα μας μετά το ντέρτι το ερτζιανό. Το Βρετάνια στη γωνία της Αθηνάς μάς περίμενε με ανοιχτές αγκάλες. Εικοσιτετράωρη εξυπηρέτηση γαρ!

Μας άνοιγε την πόρτα και μας σέρβιρε ανθόγαλο με μέλι. Και κρέμα οπωσδήποτε και ρυζόγαλο και λοιπές αμαρτίες, αλλά το ανθόγαλο ήταν το δικό μου το μαράζι. Στο τσίγκινο το κουπάκι με το πόδι, έντεχνα «χτυπημένο» από την κάτω μεριά για να χωράει μικρότερη ποσότητα και να ξεγελάει τον πελάτη. Πράγμα όχι και τόσο δύσκολο, για να είμαστε ειλικρινείς, μια και οι θαμώνες του Βρετάνια (τόσο οι περιστασιακοί όσο και οι μόνιμοι) δεν ήταν σε κατάσταση να διακρίνουν τέτοιες λεπτομέρειες.

Εντάξει, πολλά πρεζόνια δεν είχε εκείνο τον καιρό. Και οι ρέκτες των «ενισχυμένων» στριφτών τσιγάρων προτιμούσαν αναφανδόν το διανυκτερεύον ψιλικατζίδικο ψηλά στην οδό Ιπποκράτους, όπου έστεκαν απλωμένα τα ταψιά με τους μπακλαβάδες και τα κανταΐφια. Πρόσφεραν πιο εύκολο στανιάρισμα, αναμφιβόλως. Στην Ομόνοια πάλι, είχε πόρνες, είχε μεθυσμένους, είχε χαμένα κορμιά, είχε καμένα χαρτιά, είχε επαρχιώτες, είχε μπαρόβιους, είχε και κάτι 20χρονα με ανοιχτά τα μάτια και ένα σωρό δίσκους υπό μάλης. Βινύλια βαριά κι ασήκωτα, αφού το CD δεν είχε ακόμη κατακτήσει τον κόσμο.

Στου Βρετάνια τα τραπέζια πέρασα νύχτες και νύχτες. Ωρες επί ωρών, κάτω από τα φώτα τύπου νέον που μας έκαναν όλους να μοιάζουμε με φυματικούς. Με συζητήσεις για τη μουσική, για τα συγκροτήματα, για τις indie και mainstream επιτυχίες, εκεί με τη Γωγώ, τον Γιάννη, τον Αλκη και λοιπούς ερασιτέχνες εραστές του ραδιοφώνου. Υστερα μεσολάβησαν γεγονότα, για άλλους θλιβερά και για άλλους ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτα, χαθήκαμε, κόψαμε, σχόλασε η εκδρομή τις πρώτες πρωινές ώρες στην Ομόνοια. Στο Βρετάνια κατέληγα πλέον πολύ αραιά, μετά από κάτι βράδια χαρτοπαιξίας που σου αφήνανε το κεφάλι κουδούνι. Ημουνα ξένος.

Η τελευταία του αναλαμπή; Σε κάποια από εκείνες τις απανωτές εκλογές του ’89-’90, όταν μεταμορφώθηκε σε εκλογικό κέντρο του τότε ενιαίου Συνασπισμού. Οπως μου είχαν αφηγηθεί οι συναγωνιστές, παραλαμβάνοντας το μαγαζί βρήκαν στα ψυγεία δεκάδες κρεμούλες και ρυζόγαλα να τους περιμένουν. Ηταν μια γλυκιά, πολύ γλυκιά αρχή για μια περιπέτεια με μάλλον πικρό τέλος. Λίγο καιρό αργότερα, μαζί με την ενότητα του κόμματος αποχαιρέτησε τα εγκόσμια και το πιο rock ’n’ roll γαλατάδικο της Αθήνας…

YΓ: Αχ «Στάνη»! Ευτυχώς που υπάρχει εκεί παραδίπλα, στον ειρηνικό πεζόδρομο της Μαρίκας Κοτοπούλη, για μια κουταλιά ανθόγαλο με μέλι εν έτει 2011. Και ρυζόγαλο και κρεμούλα της μαμάς και λουκουμάδες τραγανούς ακόμη και βούτυρο με μέλι, ταμάμ, δεν λέω, όταν ανάβει ο καημός στους πολύ μερακλήδες. Συν ιστοσελίδα παρακαλώ, κυρίες και κύριοι κυβερνοναύτες. Θα τη βρείτε στο www.stani.gr με φουλ αγγλική μετάφραση.

http://www.metropolispress.gr

Recommended For You