Ο Μαύρος Χειμώνας 1941-1942

«Προσοχή, προσοχή! Η πρωτεύουσα περιέρχεται εις χείρας των κατακτητών. Επάνω εις τον ιερόν βράχον της Ακροπόλεως δεν κυματίζει πλέον υπερήφανος και μόνη η Γαλανόλευκος. Παραπλεύρως της εστήθη το λάβαρον της βίας…». Η δραματική αυτή ανακοίνωση του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, ήταν η τελευταία ελεύθερη φωνή που ακούστηκε, καθώς οι σιδηρόφραχτες στρατιές του Χίτλερ έμπαιναν μέσα στην έρημη πρωτεύουσα. Σε λίγες μέρες ορκίζεται η πρώτη κατοχική κυβέρνηση του Γ. Τσολάκογλου. Η ζωή στην Αθήνα άλλαξε. Τα δεινά του πολέμου θα έχουν τραγικές επιπτώσεις στον λαό, και το μεγαλύτερο βέβαια ήταν η πείνα. Η εξαθλίωση απλώνεται παντού. Στην Αθήνα, οι ελλείψεις και οι στερήσεις άρχισαν πριν από την εχθρική εισβολή. Για μερικές εβδομάδες, αν είχε κανείς πόρους χαρτονομίσματος, κάτι έβρισκε στην λευκή αγορά. Στα εστιατόρια, το προϊόν της εποχής ήταν αγγινάρες με ίχνη λαδιού στο ζουμί τους.
Βρεφοδόχος. Αθήνα 1941 – 1944. Το άλλο βουβό και σπαραχτικό δράμα μιας χώρας που ψυχορραγεί κατακτημένη: το δράμα των γονέων που αποχωρίζονται τα σπλάχνα τους για να τα σώσουν από την πείνα που κατατρώει τους ίδιους. Χάρη σε ψυχές σαν τη Β. Παπαϊωάννου, η μνήμη των Ελλήνων έχει σήμερα που να στηριχθεί για να πολεμήσει τη λήθη.

Στα ζαχαροπλαστεία εμφανίστηκαν ειδικής συνθέσεως κατασκευάσματα, και οι τιμές ανέβαιναν. Στην αγορά βρισκόταν ακόμα κανένα φυτικό προϊόν. Γρήγορα όμως τα καταστήματα άδειασαν και άρχισε το κλείσιμο με τη σειρά. Μόνο τα καφενεία λειτούργησαν ως το τέλος της Κατοχής, με το ρεβιθοκαφέ τους. Με λουκέτο τα περισσότερα εργοστάσια. Λειτούργησαν μόνο όσα μπορούσαν να παράγουν πρώτες ύλες για τους κατακτητές. Τραγικό ήταν και το θέαμα με τις συγκοινωνίες. Ατελείωτες οι ουρές των εξαθλιωμένων ανθρώπων σε στάσεις και αφετηρίες. Γρήγορα οι λεωφορειακές γραμμές νέκρωσαν. Μόνο τα τραμ δούλεψαν αρκετό διάστημα. Έτσι άρχισαν και οι ποδαρόδρομοι. Η μαύρη αγορά συνυπήρχε με τη φανερή, για μερικούς μήνες. Ύστερα η δεύτερη νεκρώθηκε. Μόνο η μερίδα με τα 50 δράμια ψωμί διατηρήθηκε για 3 μήνες και το αλάτι με τα σπίρτα του δελτίου, μέχρι το τέλος. Η επισιτιστική κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Κανένας όμως δεν μπορούσε να διανοηθεί, εκείνο το πρώτο καλοκαίρι της κατοχής, το κακό που θ’ ακολουθούσε το χειμώνα. «Παγώνεις… Φέρνεις μια βόλτα στην Αθήνα, βλέπεις τους γυμνούς σκελετούς να μελανιάζουν, κι’ ακούς θρήνους που βγαίνουν απ’ τους δρόμους, αλήτες, ανθρωπάκους, γυναικούλες, πιτσιρίκια: Πεινάω! Πεινάω», θα γράψει ο Δημήτρης Ψαθάς για την πεινασμένη και παγωμένη Αθήνα, στο βιβλίο του ΧΕΙΜΩΝΑΣ 41.

Χιλιάδες χήρες και ορφανά δημιούργησε ο πόλεμος και η πείνα στην κατεχόμενη Ελλάδα. Στην Αθήνα, που δοκιμάστηκε περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή της χώρας, στα συσσίτια απόρων λιγότερο από το ένα τέταρτο του πληθυσμού, που είχε ανάγκη από τέτοια αρωγή, έβρισκε τροφή. Οι μερίδες τους είχαν ελάχιστη θρεπτική αξία ή λίπη.

Ο χιτλερικός στρατός ήρθε εδώ, χωρίς τη στοιχειώδη επιμελητεία. όλες οι αποθήκες τροφίμων κατασχέθηκαν και επιτάχθηκαν ενώ εργοστάσια κονσερβοποιίας μετέτρεπαν σε διατηρημένες τροφές ό,τι δεν μπορούσαν να καταναλώσουν επί τόπου οι Γερμανοί. Ο άλλοτε υπουργός και Πρόεδρος του Ερυθρού Σταυρού κατά την Κατοχή, ο Αλέξανδρος Ζάνας έγραφε στις αναμνήσεις του: «Από την πρώτη στιγμή που οι στρατιώται του Χίτλερ κατέλαβαν τας Αθήνας, φάνηκε η βαρβαρότης των… Δεν εσεβάσθησαν την Διεθνή Σύμβαση του 1926, ούτε την Σύμβαση του 1929 και έφθασαν στην Ελλάδα χωρίς να έχουν επιμελητεία. Δηλαδή ολόκληρη η στρατιά των έπρεπε να ζήσει εκ των πόρων της καϋμένης της Ελλάδος.

Σκελετωμένο παιδί στην Κατοχή. Ίσως και να μην επέζησε, όπως πολλά από τα 340.000 ορφανά, που χωρίς καμία προστασία πάλεψαν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους, το διάστημα 1940 – 1944.

Άρπαζε όσα τρόφιμα ήθελε χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν πως υπήρχε και ο ελληνικός λαός που έπρεπε να ζήσει. Οι Ιταλοί ενώ είχαν επιμελητεία στην αρχή, ακολούθησαν έπειτα το παράδειγμα των Γερμανών… Η κατάστασις χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, γιατί η Ελλάς είχε το ατύχημα να έχει τρεις διαφόρους κατακτητάς: τον Γερμανό, τον Ιταλό και τον Βούλγαρο…». Οι αριθμοί των στατιστικών – όσο κι’ αν είναι ελλιπείς – είναι ενδεικτικοί. Από 1228, κατά τον Απρίλιο του 1941, οι θάνατοι στην περιοχή της Διοικήσεως της πρωτευούσης έγιναν 6615 τον Δεκέμβριο. Αργότερα, ο Ερυθρός Σταυρός κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να βοηθήσει να μετριασθεί η τραγωδία του πληθυσμού.

Αθήνα 1941 – 1942. Υποσιτισμένη όπως όλες οι μανάδες της Κατοχής, που προτιμούσαν όση τροφή έβρισκαν να τη δίνουν στα παιδιά τους, η μητέρα της φωτογραφίας θηλάζει το εξαντλημένο παιδί της, με το γάλα της στέρησης.

Ένα ειδικό νοσοκομείο εγκαταστάθηκε στην Ριζαρειό Εκκλησιαστική Σχολή, ιδρύθηκαν σταθμοί Α’ βοηθειών και ειδικά αυτοκίνητα περιμάζευαν τα θύματα της πείνας για να τους προσφέρουν στοιχειώδη βοήθεια. Χωρίς την κρατική συνδρομή, γρήγορα η βοήθεια αυτή απεδείχθη ανεπαρκής. Το νοσοκομείο της Ριζαρείου, όπως και όλα σχεδόν τα νοσοκομεία της πρωτεύουσας, γέμισε σε βαθμό αφάνταστο. Το θέαμα μέσα στη Ριζάρειο, όπου σε κάθε κρεβάτι έπρεπε να νοσηλεύονται τρία και τέσσερα παιδάκια, ήταν τρομερό. Κάθε πρωί έβλεπε κανείς στις γωνιές του δρόμου, εγκαταλελειμμένα πτώματα, και περνούσαν ώρες ολόκληρες μέχρι να περισυλλέγουν.

Με κουρελιασμένο παλτουδάκι, κοντό παντελόνι και χωρίς κάλτσες, το αγόρι της φωτογραφίας φέρει έντονα τα σημάδια του λιμού που έπληξε την Αθήνα τον χειμώνα 1941 – 42. Και ήταν ασυνήθιστα σκληρός και παρατεταμένος εκείνος ο χειμώνας.

Τα αυτοκίνητα των σκουπιδιών του Δήμου, γέμιζαν από πτώματα που τα μετέφεραν στα νεκροταφεία. Χαρακτηριστικές σκηνές για το δράμα του αθηναϊκού λαού εκείνο τον τραγικό χειμώνα, δίνει η Ρίτα Μπούμη-Παπά στο διήγημα της ΣΤΙΣ ΣΚΑΡΕΣ ΤΗΣ ΟΜΟΝΟΙΑΣ: «Ένα καρότσι φτιαγμένο από κάσες, που το σπρώχναν κάτι ξυπόλητοι, μισόγδυτοι και πεινασμένοι άγγελοι.

Παιδί αποκαμωμένο σε δρόμο της Αθήνας 1941 – 1944

Τα παιδιά. Μ’ ένα τέτοιο καρότσι πολέμαγαν το θάνατο, τα πιτσιρίκια. Και καμιά φορά, μάλιστα, τον νικούσαν! Με το καρότσι κουβαλούσαν πεθαμένους, σκέλεθρα και ό,τι άλλο λάχαινε… Ήταν αληθινή η κουβέντα του, πως στις σκάρες της Ομόνοιας πεθάνανε τουλάχιστο ζεστά. Γι’ αυτό πολλοί σαν φτάνανε στο νυν και αεί, τρέχαν να πάρουν θέση. Να ξαπλώσουν. Μα δεν χωρούσαν κι όλοι. Και κράταγαν σειρά. Σαν πέθαινε κανένας, έτρεχε ευθύς ο αστυφύλακας και φρόντιζε για τη μεταφορά του. Ερχόταν το καρότσι και τον έπαιρνε. Τότε η θέση άδειαζε. Την έπιανε εκείνος που είχε σειρά. Εκτός, αν ήτανε νέος πολύ και ο κατοπινός γέροντας. Τότε υποχωρούσε ο μπροστινός…» Μαύρα χρόνια… Μια εποχή που ο θάνατος καραδοκούσε σε κάθε σου βήμα. Συγχρόνως μια εποχή που μέσα από τη δυστυχία ξεπήδησε η μεγάλη ανάταση, η ανάσταση ονείρων με την Εθνική Αντίσταση… Πιο εύστοχα την χαρακτήρισε ο Τάσος Λειβαδίτης με τον στίχο του: «Ω, μεγάλη ακατανόητη εποχή, που άξαφνα ο ένας καταλαβαίνει τον άλλο…».

Γ. Α. ΛΕΟΝΤΑΡΙΤΗΣ
ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
1995

Recommended For You