Μια ιστορία από την Κατοχή

Μια ιστορία από την Κατοχή. Μια ιστορία σαν παραμύθι…

Φτωχά τα χρόνια του πόλεμου. Ακόμα πιο φτωχά τα χρόνια της Κατοχής. Φτωχά και δύσκολα. Πείνα, αρρώστιες, θάνατος. Η μυρωδιά του θανάτου καθημερινή. Άνθρωποι πεσμένοι εδώ κι εκεί. Στο δρόμο, στα πεζοδρόμια. Κι ένα καρότσι να μαζεύει τα πτώματα… Παιδιά σκελετωμένα, παιδια με φουσκωμένες τις κοιλιές από την πείνα, ξυπόλυτα γυρνούν στους δρόμους της Αθήνας για να βρουν ένα κομμάτι ψωμί. Κάτι που θα ξεγελάσει το στομάχι τους μήπως και σταματήσει να παραπονιέται…

Γιατί στο σπίτι τους δεν υπάρχει τίποτα. Όσα από αυτά τα παιδιά έχουν ένα σπίτι…

Μανάδες πηγαίνουν στα συσσίτια. Στέκονται στις ουρές με πονεμένο βλέμμα. Μια χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια μαρτυρά την πίκρα και την οδύνη που γεύτηκαν. Στα μάτια τους θλίψη. Θλίψη και αγωνία. Όχι για αυτές. Για τα παιδιά τους. Τι θα απογίνουν αυτά τα παιδιά; Πόσες ακόμα στερήσεις θα υποστούν; Ναι, έχουν μάθει να στερούνται. Ποτέ δεν ζήτησαν πλούτη. Ποτέ δεν ζήτησαν κάτι παραπάνω από το αναγκαίο. Πολλά από αυτά ποτέ δεν ζήτησαν τίποτα… Μα πόσο θα αντέξουν ακόμα χωρίς να τρώνε;

Γυρίζουν σπίτι φοβισμένες. Κοιτούν συνεχώς πίσω τους, γύρω τους. Ποτέ δεν θα νιώσουν ασφαλείς. Ακόμα κι όταν η χώρα απελευθερωθεί. Πώς θα μπορέσουν να ξεπεράσουν αυτή τη φρίκη που τόσα χρόνια ζουν; Πώς αλήθεια μπορεί κανείς να ξεπεράσει τον πόλεμο; Τους ξαφνικούς κρότους από τους βομβαρδισμούς; Τις φωνές, τις εικόνες, τον τρόμο; Κι έπειτα την Κατοχή… Τις στερήσεις, την πείνα, την αγωνία;

Αυτή την αγωνία είχε και η Μαρία. Μητέρα τεσσάρων παιδιών. Τεσσάρων μικρών κοριτσιών. Μόνη της. Ο άνδρας της χάθηκε ξαφνικά. Κανείς δεν ήξερε πού βρίσκεται, αν ζει… Το μόνο που ήξερε ήταν φήμες. Άλλοι έλεγαν πως σκοτώθηκε, άλλοι πως πήγε στα Τρίκαλα στο πατρικό του σπίτι, άλλοι πως τρελάθηκε και τον έκλεισαν είτε σε φυλακή είτε σε τρελοκομείο. Μα πώς η Μαρία να μάθει την αλήθεια. Ήταν μόνη με τέσσερα παιδιά! Τέσσερα όμορφα κορίτσια που τα πρόσωπά τους είχαν παραμορφωθεί από την στέρηση. Η Μαρία δεν μπορούσε να τα βλέπει να υποφέρουν. Μια εβδομάδα τώρα τους έδινε να φάνε το φαγητό της. Το φαγητό που έπαιρνε από το συσσίτιο. Έπαιρνε πέντε φέτες ψωμι. Μια φέτα για κάθε μέλος. Αυτό ήταν το καθημερινό τους φαγητό. Το δικό της μερίδιο το μοίραζε στα τέσσερα και το έδινε στα παιδιά της. Ήταν ό, τι περισσότερο μπορούσε να τους προσφέρει… Εκείνη έμενε νηστική. Εκείνη θα άντεχε, έλεγε… Εκείνη δεν το χρειαζόταν…

Μα δεν άντεξε. Ήταν κι αυτή σκελετωμένη..

Κοιμούνταν και οι πέντε μαζί σε ένα παλιό στρώμα. Όλες μαζί κι η μάνα τους τις κρατούσε πάντα στην αγκαλιά της. Και τις τέσσερις! Ένα πρωινό τα κορίτσια ξύπνησαν. Τους έκανε εντύπωση που η μάνα τους ακόμα κοιμόταν. Την σκούντησαν απαλά. Της μιλούσαν γλυκά. Τίποτα. Ύστερα άρχισαν να φωνάζουν «Ξύπνα, μάνα! Για τον Θεό! Σε παρακαλούμε!». Μα δεν τους έκανε τη χάρη. Ξαπλωμένη στο στρώμα, με την κοιλιά φουσκωμένη…είχε ήδη φύγει.

«Την ασπάστηκε ο Θεός, παιδιά μου», τους είπε μια γειτόνισσα… «Κουράστηκε η φουκαριάρα να ‘ναι μόνη. Έκανε πολλά για τα παιδιά της. Τι θ’ απογίνουν τώρα τα ορφανα;», την άκουσαν να λέει αργότερα σε έναν άλλο γείτονα.

Τα ορφανά! Έφυγε ο πατέρας… Τώρα έφυγε κι η μάνα… Πράγματι, τι θα έκαναν τώρα;

Ντύθηκαν στα μαύρα. Μαύρα τα ρούχα τους, μαύρη κι η ψυχή τους… Πριν πεθάνει η μητέρα τους μπορεί να μην είχαν χρήματα, είχαν όμως η μία την άλλη…

Η Νόρα, η μεγάλη, το αποφάσισε! Θα φροντιζε εκείνη τώρα την οικογένεια. Θα προστάτευε τις αδερφές της! Δεν ήθελαν άλλωστε να χωριστούν. Την περίοδο εκείνη όμως κανείς δεν μπορούσε να κάνει αυτό που ήθελε…

Κι έτσι χωρίστηκαν… Δόθηκαν όλες για υιοθεσία… Υιοθεσία; Για υπηρέτριες δηλαδή σε κάποιες πλούσιες οικογένειες…

Έφτιαξαν η καθεμία από ένα βαλιτσάκι με τα ελάχιστα πράγματα που είχαν και μοιράστηκαν. Η Τασία, η δεύτερη μεγαλύτερη σε ηλικία, πήγε ως υπηρετρια στην πιο πλούσια οικογένεια του Πειραιά. Ήταν μια οικογένεια με τέσσερα επίσης παιδιά, πάνω κάτω στην ηλικία της. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Ο «κύριος» της είχε στην ιδιοκτησία του εκτάσεις ολόκληρες, είχε άλογα, άμαξες, υπηρέτες…κι ένα πολύ μεγάλο σπίτι. Για καλή της τύχη οι άνθρωποι αυτοί ήταν πολύ φιλόξενοι. Της παραχώρησαν ένα δωμάτιο και της έδωσαν ένα μπαούλο για να βάλει μέσα τα πράγματά της. Δύο ρούχα όλα κι όλα και ένα φυλαχτό, που της είχε κάποτε δώσει η μάνα της.

Συνήθισε γρήγορα στην οικογένεια. Είχε πάει, βέβαια, ως υπηρέτρια, όμως ελάχιστα βοηθούσε στις δουλειές! Κλεισμένη στο δωμάτιό της, κάθε φορά που την φώναζαν για να κάνει κάτι, εκείνη απαντούσε πως δεν μπορεί γιατί συγυρίζει το μπαούλο της! Εκείνοι γελούσαν με τη δικαιολογία της, όμως την άφηναν στην… ησυχία της!

Η Τασία μέσα σε λίγα χρόνια μεγάλωσε κι έγινε μια όμορφη δεσποινίδα! Ο Αντώνης, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, ήταν ο πρώτος που την πρόσεξε. Την αγάπησε, χωρίς να έχουν ανταλλάξει πολλές κουβέντες. Κι εκείνη όμως ήταν κρυφά ερωτευμένη μαζί του. Πώς να μην ήταν άλλωστε; Ο Αντώνης ήταν ψηλός, μελαχρινός και πολύ όμορφος. Κι είχε ένα βλέμμα επιβλητικό. Λεβεντόπαιδο τον φώναζαν όλοι.

Ο Αντώνης αποφάσισε πως η Τασία θα είναι η γυναίκα της ζωής του. Δεν τον ένοιαζε αν είναι ορφανή, αν είναι φτωχή… Τι αξία έχουν αυτά;

Όλα ξεκίνησαν με ένα βλέμμα… Ύστερα, η Τασία εβρισκε λουλούδια έξω από την πόρτα της. Ήξερε βέβαια από ποιον ήταν! Κάποτε βρήκε ένα γράμμα… Δεν ήξερε όμως καλά να διαβάζει. Μα σε ποιον να το πήγαινε; Όποιος της το διάβαζε θα μάθαινε για τον έρωτά της. Έτσι, το κράτησε χωρίς να το διαβάσει! Σκεφτόταν με τη φαντασία της τι μπορεί να έγραφε… και ήταν όλα τόσο γλυκά!

Τελικά, ο Αντώνης ανακοίνωσε στους γονείς του ότι σκοπεύει να παντρευτεί την Τασία. Ο πατέρας του, ένας άνθρωπος γλυκός κι ευγενικός, δεν είχε αντίρρηση. Χάρηκε μάλιστα γιατί το συμπαθούσε αυτό το κορίτσι! Η μητέρα του όμως δεν μπορούσε να το δεχτεί! Ο γιος της, το λεβεντόπαιδο, θα παντρευόταν μια ορφανή υπηρέτρια; Κι όμως, μετά από πολλες συζητήσεις και τσακωμούς, κι αφού ο κυρ Ηλίας το είχε δεχτεί, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς!

Ο γάμος τους έγινε σύντομα. Απέκτησαν μαζι τέσσερις κόρες! Δημιούργησαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Και ήταν κι οι δύο ευτυχισμένοι μέχρι το τέλος!

Η Τασία διηγήθηκε την ιστορία της στα παιδιά της κι αυτά στα εγγόνια τους κι έτσι έφτασε και στα δικά μου τα αφτιά!

Μια ιστορία από την Κατοχή. Μια ιστορία σαν παραμύθι…
https://fylada.gr

Recommended For You