Καθ’ οδόν: Σε ρεμπέτικα μονοπάτια…

Μήτσος Σέμσης (βιολί), Αγάπιος Τομπούλης (ταμπούρ) και η Ρόζα Εσκενάζυ το 1932

Για δύο Κυριακές, λέμε να διακόψουμε τα …επίγεια ταξίδια και να φύγουμε μακριά, με «οχήματα» τις νότες και τους στίχους ρεμπέτικων τραγουδιών. Μέσα από κείμενα για γνώριμα ακούσματα που επιμελήθηκε η συνάδελφος Νικολέττα Διολή, θα προσεγγίσουμε βαθύτερα κάποια από τα τραγούδια, που έχουν να μας διηγηθούν τη δικιά τους ιστορία, με μια δυναμική βγαλμένη μέσα από τη ζωή των απλών ανθρώπων του λαού.

Το ρεμπέτικο τραγούδι μέχρι σήμερα συνεχίζει να κατακτά ανθρώπους τόσο αισθητικά όσο και συναισθηματικά. Αντεξε στο χρόνο, γιατί είναι μέρος της λαϊκής μας παράδοσης και όσους τρόπους και αν εφηύρε η αστική τάξη για να το απομακρύνει από το λαό δεν τα κατάφερε. Τα ρεμπέτικα ανήκουν στα λαϊκά τραγούδια, γιατί δεν άφησαν κανένα κοινωνικό φαινόμενο που να μην το καταγράψουν. Η θεματολογία τους πηγάζει από τη ζωή των λαϊκών μαζών, τη φτώχεια, τον έρωτα, την πάλη της εργατικής τάξης, την κοινωνική αδικία, χωρίς όμως να δίνουν λύσεις.

Με λίγα λόγια, οι ρεμπέτες με τα κομμάτια τους γίνονται χρονογράφοι της εποχής τους. Δυστυχώς, θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε τραγούδια λόγω έλλειψης χώρου. Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα σε τραγούδια που λίγο πολύ όλοι έχουμε σιγοτραγουδήσει.

Μικρασιατική Καταστροφή και Μεσοπόλεμος

Το 1929 η Ρόζα Εσκενάζυ ερμηνεύει το τραγούδι «Δική μου είναι η ΕΛΛΑΣ». Το τραγούδι αυτό καλύπτει ολόκληρη την πολιτική σκηνή του Μεσοπολέμου (Βενιζέλο, βασιλιά, δικτάτορες). Σκιαγραφεί την Ελλάδα που με την Μικρασιατική Εκστρατεία θέλησε τα δυο της πόδια να πατάνε σε δυο Ηπείρους (Ευρώπη και Ασία) έτσι όπως είχαν οραματιστεί οι τότε πολιτικοί. Για να περάσει το κομμάτι ο δημιουργός (Σ. Ψαριώτης ή Ν. Δέλτας) από τη λογοκρισία χρησιμοποιεί ως τέχνασμα ότι όλα αυτά είναι φαντασίωση που τα δημιουργεί η ηρωίνη.

Στο κέντρο της φωτογραφίας ο Γιώργος Μπάτης σε κάποιο απ’ τα καφενεία του που είχε ανοίξει στου Καραϊσκάκη, τη δεκαετία του 1930

Από το βράδυ ως το πρωί /με πρέζα στέκω στη ζωή
κι όλο τον κόσμο κατακτώ/ την άσπρη σκόνη σαν ρουφώ.
Ολος ο κόσμος είναι θύμα μου /σαν έχω πρέζα και ρουφάω
κι οι πολιτσμάνοι όταν θα με δουν/ μελάνι αμολάω.
Σαν μαστουρωθείς/ γίνεσαι ευθύς
βασιλιάς, δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας.
Πρέζα όταν πιεις /βρε θα ευφρανθείς
κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις.
Δική μου είναι η Ελλάς/και στην κατάντια της γελάς,
της λείπει το ‘να της ποδάρι/ ρε και το παίξανε στο ζάρι.
Εγώ θα είμαι ρε δικτάτορας /κι ο κόσμος στάχτη αν θα γίνει
ο ένας θα μ’ ανάβει τον λουλά/ κι ο άλλος θα τον σβήνει.

Ο Παναγιώτης Τούντας ζει σε μια εποχή που το εργατικό κίνημα κάνει τα πρώτα του βήματα. Οι εργάτες ήδη έχουν αρχίσει και οργανώνονται σε σωματεία και ήδη απ’ το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα έχουμε σε πολλά επαγγέλματα μεγάλες απεργίες. Τότε ο Π. Τούντας δημιουργεί τον «Εργάτη» που μέσα απ’ αυτό εκφράζει την περηφάνια του προλεταριάτου όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλη την εργατική τάξη στην οποία ανήκει.

Εκατό δραχμές την ώρα παίρνω τζιβαέρι μου/
πες της μάνας σου πως θέλω βρε αμάν αμάν ωχ/ να σε κάνω ταίρι μου
Θα σου χτίσω ένα σπίτι γύρω με σκαλώματα /
ν’ ανεβαίνεις να μου κάνεις βρε αμάν αμάν ωχ /σκέρτσα και καμώματα
Θα σου τηγανίζω ψάρια και παντζάρια σκορδαλιά/
θα περνούμε όλα τα βράδια βρε αμάν αμάν ωχ/ με ρετσίνα και βιολιά

Απ’ τους πρώτους που ιδρύσανε σωματείο απ’ τον 19ο αι. κιόλας, ήταν οι μηχανικοί και οι θερμαστές του Πειραιά. Οι εργάτες της θάλασσας έπρεπε να παλέψουν με τα κύματα, τις μηχανές, τη φωτιά το κάρβουνο και τ’ αφεντικά τους. Στην απεργία που κάνανε το 1910 πήραν μέρος χιλιάδες ναυτοθερμαστές και μάλιστα ήταν πολύ μαχητική.

1933. Στην πρώτη σειρά καθιστοί: ο Γιάννης ο Αιβαλιώτης με μπαγλαμά , ο Παναγιώτης Δήμας, δύο άγνωστοι με μπαγλαμά, ο Παντέλος και ο Θάνος με κιθάρα. Πίσω τους όρθιοι, ο ταχυδρόμος της γειτονιάς το Αριστειδάκι, ο Βαμβακάρης με μπουζούκι, δίπλα του ο Συριανός. Στο κέντρο με την κιθάρα στον ώμο ο Μπάτης. Ο Αντώνης Μπόγρης δίπλα του με μπουζούκι ο νταής Θανάσης Γκότσης, ο Αντώνης ο θερμαστής με μπουζούκι και ο Κώστας Μπούρας με μαντολίνο. Μπροστά από το μαγαζί του Μπάτη, στου Καραϊσκάκη

Ο Γιώργος Μπάτης (Γιώργος Τσώρος) έρχεται με τον «Θερμαστή» του και μας μιλά για τα βάσανα των ναυτεργατών με τη δική τους γλώσσα.

Μηχανικός στη μηχανή /και ναύτης στο τιμόνι
κι ο θερμαστής στο στόκολο /με έξι φωτιές μαλώνει.
Αγάντα θερμαστάκι μου /και ρίχνε τις φτυαριές σου
μέσα στο καζανάκι σου /να φτιάξουν οι φωτιές σου.
Κάργα ρασκέτα, ωχ, και λοστός /τον Μπέη να περάσουν
και μες στου Κάρντιφ τα νερά /εκεί να πα ν’ αράξουν.
Μα η φωτιά είναι φωτιά /μα η φωτιά είναι λάβρα
κι η θάλασσα μου τα ‘κανε /τα σωθικά μου μαύρα

Η γυναίκα εργάτρια

Η απώλεια των αντρών κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς και η ανάπτυξη της βιομηχανίας αναγκάζουν τη γυναίκα να βγει έξω απ’ το σπίτι και να ζητήσει δουλειά. Στις κλωστοϋφαντουργικές μονάδες το μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων είναι γυναίκες. Χαρακτηριστικά κομμάτια είναι η «Λαναριώτισσα» (Μια μικρή απ’ το Περιστέρι) του Κώστα Ρούκουνα και η «Κλωστηρού» του Μάρκου Βαμβακάρη. Στη «Λαναριώτισσα» δε γίνεται καμία προσπάθεια ωραιοποίησης. Η σατιρική παρομοίωσή της με βρεγμένη κλώσα εξυψώνει την κουρασμένη εργάτρια που πρέπει να αντεπεξέλθει στην πολύωρη δουλειά της στο εργοστάσιο και ταυτόχρονα να ζήσει και τη ζωή της.

Ο Παναγιώτης Τούντας (Σμύρνη, 1886 – Αθήνα, 1942). Ο διασημότερος συνθέτης της Σμυρναίικης Σχολής, ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών που μετά την καταστροφή του 1922, διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι στην Ελλάδα

Μια μικρή απ’ το Περιστέρι/ μεσ’ του Λαναρά δουλεύει.
Ολη μέρα μασουρίζει/ και το βράδυ μου γυρίζει.
Βάζει πούντρα και κραγιόνι/ κι έρχεται και μ’ ανταμώνει.
Στην ταβέρνα ξεκινάμε/ και τη σούρα αρχινάμε.
Σα σουρώσει η μικρούλα/ μου φωνάζει αχ, μανούλα,
το μυαλό μου μασουρίζει/ και σαν αργαλειός γυρίζει.
Τότε φεύγουμε για σπίτι/και στο δρόμο, σαν μαγνήτης
με τραβάει στην αγκαλιά της/ και μου δίνει τα φιλιά της.
Το πρωί βαλαντωμένη/ σαν την κλώσα τη βρεγμένη
μεσ’ του Λαναρά πηγαίνει/ και στον αργαλειό της φαίνει.

Βέβαια, υπάρχουν δεκάδες κομμάτια που περιγράφουν την εργαζόμενη γυναίκα της εποχής. Ενδεικτικά αναφέρουμε: την «Πλύστρα» του Δημήτρη Σέμση, η «Καπνουλού» του Μπαγιαντέρα (Δημήτρη Γκόγκου), την γκαρσόνα «Μπολσεβίκα» του Π. Τούντα.
Κατοχή.

Στην κατοχή οι κατακτητές είχαν αντικαταστήσει το μάρκο της κατοχής με πληθωριστικές δραχμές. Η αγοραστική αξία της δραχμής κατρακυλούσε. Ετσι, όταν κάποιος πήγαινε να ψωνίσει στην αγορά κουβάλαγε μαζί του μια τσάντα με πάρα πολλά χαρτονομίσματα. Το τραγούδι του Μάρκου «Ματσάκια πεντοχίλιαρα» μάς δίνει την καθαυτή εικόνα:

Ματσάκια πεντοχίλιαρα θες για να την περάσεις /
κι όταν καλά καλά σκεφτείς βρε τα μυαλά θα χάσεις./
Ματσάκια πεντοχίλιαρα θες για να την περάσεις /
Στην αγορά όταν θα πας βάστα πουγκί μεγάλο /
κι αν είσαι ο δόλιος φουκαράς τράβα από δρόμο άλλο/
στην αγορά όταν θα πας βάστα πουγκί μεγάλο {…}

Η Ρίτα Αμπατζή, ερμηνεύτρια πολλών γνωστών τραγουδιών των Τούντα, Σκαρβέλη, Β. Παπάζογλου, Κ. Καρίπη, Γρ. Ασίκη, Σ. Γαβαλά, μέχρι τους Μάρκο Βαμβακάρη και Βασίλη Τσιτσάνη. Μαζί με τη Ρόζα Εσκενάζυ απετέλεσαν τις κυρίαρχες γυναικείες φωνές του είδους τους στη δισκογραφία στα χρόνια 1930 – 1940

Κομπανία το 1930

Ο Μπαγιαντέρας (Δημήτρης Γκόγκος)με την οικογένεια του και μια μαυροφορεμένη γειτόνισσα, στην Καλλιθέα στα μέσα του ’60


Πειραιώτες μάγκες αρχές του ’30

Στελάκης Περπινιάδης, Ανέστος Δελιάς και κάποιο ζευγάρι, στην Κοκκινιά στα τέλη του ’30

Επιμέλεια: Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ – http://www.rizospastis.gr
ΠΗΓΕΣ: Νέαρχος Γεωργιάδης: «Ρεμπέτικο και Πολιτική», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».

Recommended For You