Η Αθήνα της Κατοχής

Η ιστορία της Αθήνας στην κατοχική περίοδο είναι μεγάλη και περίπλοκη. Οι σαράντα δύο μήνες δεν ήταν μόνο πλούσιοι σε γεγονότα, σε αλλαγές, σε ανατροπές καλύτερα, σε απρόσμενες καταστάσεις: και οι εμπειρίες των ανθρώπων υπήρξαν έντονες, οριακές και διαρκώς μεταβαλλόμενες σε τρόπο που να θυμίζουν αρχαία τραγωδία. Η ίδια η αίσθηση του χρόνου είχε ανατραπεί. Η ιστορία κυλούσε γρήγορα, η αβέβαιη ζωή των ανθρώπων όμως κυλούσε βασανιστικά αργά. Οι γρήγορες αλλαγές στον τρόπο ζωής, συμπεριφοράς, σκέψης και αντίληψης, βάρυναν στη συνείδηση και στη μνήμη και έκαναν τους σαράντα δύο αυτούς μήνες βαρύτερους από όλους τους υπόλοιπους της ζωής τους.

Πόσες φορές δεν ακούσαμε τους παλαιότερους να επικαλούνται και να ανακαλούν στη μνήμη τους τον καιρό της κατοχής! Με τρόπους απλούς, όπως οι γιαγιάδες που μιλούν στα εγγόνια τους, οι γενιές που έζησαν τα χρόνια εκείνα διεκδίκησαν την καταγραφή της εμπειρίας τους στη συλλογική μνήμη: «Στην κατοχή εμείς παιδάκι μου…».Κυριακή 27 Απριλίου 1941. Έξω από το καφενείο «Παρθενών», στο τέρμα Αμπελοκήπων, ο στρατιωτικός διοικητής Αττικής υποστράτηγος Χ. Καβράκος παραδίδει στον πρώτο Φρούραρχο – συνταγματάρχη φον Σέφεν την Αθήνα ως πόλη ανοχύρωτη (συλλογή Μ. Γ. Τσαγκάρη).

Πώς να μιλήσει ο ιστορικός για μια ιστορία που διάβηκε το κατώφλι του θρύλου…

Η ΑΘΗΝΑ ΥΠΟΔΟΥΛΗ

Στα τέλη του Απριλίου 1941, η Αθήνα ήταν ήδη μια «παλαίμαχη» πρωτεύουσα. Έκλειναν ακριβώς έξι πολεμικοί μήνες και η πόλη, αν και «ανοχύρωτη» κάτω από τη σκέπη των αρχαίων της μνημείων, είχε αποκτήσει πλούσιες εμπειρίες. Είχε γνωρίσει τον ενθουσιασμό και τη μέθη της νίκης, την υποδοχή των αιχμαλώτων εχθρών, τη συσκότιση, τους συναγερμούς και τα αυτοσχέδια καταφύγια, τους τραυματίες, τους κρυοπαγημένους, τους Άγγλους συμμάχους. Μέσα σε λίγες μέρες, τον Απρίλιο, γνώρισε τον πόλεμο στην πλέον απόλυτη, για εκείνους τους καιρούς, εκδοχή του: το ανελέητο καθημερινό σφυροκόπημα του Πειραιά από τη γερμανική αεροπορία, την καταστροφή του λιμανιού από την τρομερή έκρηξη του φορτωμένου με πυρομαχικά αγγλικού μεταγωγικού και την άφιξη τρομαγμένων βομβόπληκτων προσφύγων. Στο τέλος, γνώρισε τους άνεμους της ήττας, την αυτοκτονία του πρωθυπουργού Κορυζή και την αναχώρηση Επιτελείου, βασιλιά και κυβέρνησης. Η κατοχή άρχισε για την Αθήνα στις 27 Απριλίου.





Μάιος του 1941. Επίσκεψη ανώτατων αξιωματικών του γερμανικού στρατού κατοχής στην Ακρόπολη. Μόνο στους πρώτους οκτώ μήνες της Κατοχής, 120.000 Γερμανοί επισκέφθηκαν την Ακρόπολη, σύμβολο του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και της Δημοκρατίας, σύμβολο, επίσης, μιας πόλης και μιας χώρας, που οι ίδιοι βύθισαν σε ψυχικό σκότος (συλλογή Μ. Γ. Τσαγκάρη).

Ο γερμανικός στρατός μπήκε σε μια πόλη που έδειχνε έρημη, ελάχιστοι περίεργοι βγήκαν στους δρόμους. Δύο μέρες μετά, μέσα σε γενική ψυχρότητα και καχυποψία, ορκίστηκε νέα κυβέρνηση, της ελληνικής πολιτείας, με επικεφαλής τον στρατηγό Τσολάκογλου. Η κατοχή πήρε την τελική της μορφή τον Ιούνιο, όταν οι Γερμανοί επέτρεψαν την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στη χωρά και την εγκατάσταση τους στα δύο τρίτα του εδάφους της. Ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε τη Θράκη και τμήμα της ανατολικής Μακεδονίας. Στην Αθήνα, μαζί με τις ιταλικές αρχές, παρέμειναν γερμανικές μονάδες, υπηρεσίες και προσωπικό της αεροπορίας και του ναυτικού κυρίως.

Αθήνα 3 Μαΐου 1941. Η επινίκια στρατιωτική παρέλαση των κατακτητών στην πρωτεύουσα των κατακτημένων. Μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Μοναδικοί θεατές, οι φαιοχίτωνες του ναζισμού. Ούτε ένας Αθηναίος (συλλογή Μ. Γ. Τσαγκάρη).

Οι παραινέσεις των κατοχικών αρχών για επάνοδο στην καθημερινότητα δύσκολα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην ηττημένη πόλη. Στους δρόμους κυκλοφορούσαν πλήθη αποκλεισμένων από τις νησιωτικές πατρίδες τους φαντάρων (από την Κρήτη κυρίως), καθώς και πρόσφυγες από επικίνδυνες ζώνες. (Αρκετοί από τους 100.000 πρόσφυγες που δημιούργησε η βουλγαρική κατοχή στην Ανατ. Μακεδονία και Θράκη, έφθασαν, για παράδειγμα, στην Αθήνα). Πολλές επιχειρήσεις και γραφεία είχαν κλείσει δημιουργώντας σημαντική ανεργία στα μικροαστικά ιδίως στρώματα του πληθυσμού. Τα γερμανικά δημόσια έργα που σιγά σιγά ξεκίνησαν, ο καθαρισμός και η αποκατάσταση του λιμανιού του Πειραιά, η επέκταση και η βελτίωση του αεροδρομίου του Χασανίου ― Ελληνικού, οι εγκαταστάσεις στην Αμφίαλη ― Σκαραμαγκά κ.λπ., απορρόφησαν μεν τμήμα της ανεργίας αλλά με δυσμενείς όρους (ευκαιριακή, απασχόληση, κακή πληρωμή κ.λπ.).




Η ΕΠΙΣΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ

Το κέντρο της Αθήνας άλλαζε γρήγορα μορφή καθώς οι δυσκολίες, όσο κι αν τις απάλυνε το καλοκαίρι, πολλαπλασιαζόντουσαν. Οι κεντρικοί δρόμοι γέμισαν μικροπωλητές στο μέτρο μάλιστα που άδειαζαν οι προθήκες των καταστημάτων. Αυτοσχέδια επαγγέλματα κάθε είδους εμφανίστηκαν, ενώ κουρεία και δικηγορικά γραφεία αποκτούσαν προοδευτικά νέες ιδιότητες. Μπορούσε να βρει κανείς εκεί κανένα τενεκέ λάδι, ίσως κάποιο κεφάλι τυρί, ίσως ένα σακί αλεύρι. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα επί μέτρων, όριζε με αυστηρότητα τιμές και απειλούσε τους κερδοσκόπους. Οι ελλείψεις όμως πολλαπλασιαζόντουσαν χωρίς οι κυβερνητικοί εξορκισμοί να τις αντιμετωπίζουν. Οι υποσχέσεις για σύντομη επίλυση του επισιτιστικού έπειθαν ολοένα και λιγότερους και οι Αθηναίοι άρχισαν να παίρνουν πρωτοβουλίες για να αντιμετωπίσουν εκ των ενόντων το αδιέξοδο. Τα συσσίτια που οργανώθηκαν από επιτροπές, ενώσεις, οργανισμούς, υπηρεσίες ή τον Ερυθρό Σταυρό δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν την κατάσταση, καθώς οι αντικειμενικές δυσκολίες υπερέβαιναν τις προθέσεις. Πολύ λίγα από τα τρόφιμα της «συγκέντρωσης» ή τις μικρές εισαγωγές τροφίμων από την Τουρκία, την Ουγγαρία και την Ιταλία, έφθαναν ως τα συσίτια και τις διανομές. Στις αρχές Δεκεμβρίου, η Εκκλησία Ίδρυσε τον Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (ΕΟΧΑ) που, σε συνεργασία με τις αρχές, ανέλαβε να οργανώσει την πρόνοια. Αποτελέσματα υπήρξαν πολύ αργότερα, όταν αποκαταστάθηκαν κάπως οι επισιτιστικές ισορροπίες. Το φθινόπωρο οι ελλείψεις μετατράπηκαν σε πείνα που προοδευτικά απειλούσε ολοένα και περισσότερα τμήματα του πληθυσμού της πόλης. Οι ελπίδες για διοικητικές πρωτοβουλίες που θα αντιμετώπιζαν την κρίση εξανεμίστηκαν πλήρως και η επιβίωση στηρίχθηκε στην επινοητικότητα των Αθηναίων και στη γενίκευση της μαύρης αγοράς.

Αθήνα 1941-42. Υποσιτισμένη όπως όλες οι μανάδες της Κατοχής, η μητέρα της φωτογραφίες θηλάζει το εξαντλημένο παιδί της με το γάλα της στέρησης. Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου (1898 – 1990) της κατ’ εξοχήν γνωστής φωτογράφου της Κατοχής. Με το φακό της απαθανάτισε την αναχώρηση των στρατευμένων Ελλήνων για το αλβανικό μέτωπο, τους πρώτους τραυματίες στα νοσοκομεία της Αθήνας και μετά τη γερμανική εισβολή, το φοβερό λιμό του χειμώνα 1941-42.

Από τον Οκτώβριο άρχισε τα ταξίδια του το «Κουρτουλούς», το τουρκικό ατμόπλοιο που έφερνε στην Αθήνα τα αγορασμένα στην Τουρκία τρόφιμα. Τον Ιανουάριο του 1942, στην αιχμή της κρίσης, στο πέμπτο του μόλις ταξίδι ναυάγησε έχοντας φέρει μόνο 6.700 τόννους τροφίμων στην Αθήνα ― σταγόνα στον ωκεανό των αναγκών της. Ακόμα και σήμερα είναι δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια ο αριθμός των θυμάτων που προκάλεσε η πείνα στην Αθήνα. Ο αριθμός των 300.000 νεκρών που έγινε γενικά δεκτός αμφισβητείται πλέον έντονα στις μέρες μας. Οι ενδείξεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα θύματα της πείνας ανήκαν κυρίως στο χώρο των πρόσκαιρων κατοίκων της πόλης (η θνησιμότητα ήταν ιδιαίτερα μεγάλη ανάμεσα στους αποκομμένους Κρήτες φαντάρους), των φτωχών ― που δεν είχαν τίποτε να πουλήσουν ή να ανταλλάξουν ― των μη ενταγμένων στον κοινωνικό ιστό (και κατ’ επέκταση στις πολύμορφες οργανωτικές πρωτοβουλίες με στόχο την επιβίωση). Επίσης σε όσους λόγω υγείας (φυματικοί κ.λπ.) δεν μπόρεσαν να αντέξουν τις συνθήκες υποσιτισμού, στα βρέφη ή τους γέροντες. Η περίοδος της πείνας ήταν μία σκοτεινή εποχή που, στις μνήμες του πολέμου, χαρακτήρισε τελικά όλη την κατοχική περίοδο των Αθηναίων.




Η τραγική περίοδος της πείνας έληξε στα τέλη της άνοιξης του 1942 με μοναδικό στην ιστορία του παγκόσμιου πολέμου τρόπο. Οι αντίπαλοι συνασπισμοί αντιμετώπισαν αρχικά την τραγωδία με αλληλοκατηγορίες. Για τους Γερμανούς υπαίτιοι της πείνας ήταν οι Άγγλοι και η στρατηγική του αποκλεισμού που εφάρμοζαν, ενώ για τους Άγγλους υπαίτιοι ήταν οι Γερμανοί που λεηλατούσαν την κατακτημένη χώρα χωρίς να μεριμνούν για την τύχη των κατοίκων της.

Όταν η τραγωδία έφθασε στην αιχμή της οι αντιμαχόμενοι, φοβούμενοι δυσάρεστες εξελίξεις, αποφάσισαν να εφαρμόσουν ένα σχέδιο επισιτιστικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Σουηδικά πλοία και Σουηδοί αξιωματούχοι, κάτω από την σκέπη του Ερυθρού Σταυρού, ανέλαβαν το δύσκολο έργο να μεταφέρουν και να διανείμουν σημαντικές ποσότητες τροφίμων περνώντας μέσα από τις επικίνδυνες θάλασσες και αντιμετωπίζοντας, παρά τις συμφωνίες, τις καχυποψίες των αντιμαχομένων. Η πρώτη διεθνής βοήθεια έφθασε στον Πειραιά το Μάρτιο του 1942, τον Ιούνιο οι αντιμαχόμενοι συμφώνησαν στις λεπτομέρειες και τον Σεπτέμβριο άρχισαν οι κανονικές αφίξεις τροφίμων. Τα πλοία φόρτωναν στον Καναδά, σιτηρά κυρίως. Στην αρχή μεγάλο μέρος των εξόδων καλυπτόταν από οργανισμούς, τον ΔΕΣ ή την καναδική κυβέρνηση. Από τον Ιανουάριο όμως του 1943 η οικονομική συμμετοχή της κυβέρνησης των ΗΠΑ επέτρεψε την σταθεροποίηση του συστήματος και την τελική απομάκρυνση της απειλής της πείνας. Η διανομή αυτών των τροφίμων προκαλούσε από μόνη της ένα κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα, καθώς οι υπάρχοντες μηχανισμοί, κρατικοί κυρίως, εύκολα μπορούσαν να κατηγορηθούν ότι ασκούν πολιτική προς όφελος των κατακτητών. Χρειάστηκαν μεγάλες προσπάθειες από την πλευρά του Ερυθρού Σταυρού για να λειτουργήσουν παράλληλα λαϊκές επιτροπές, σχολικά συσσίτια, κρατικές υπηρεσίες και ο ΕΟΧΑ της Εκκλησίας. Ο τελευταίος επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στα παιδικά συσσίτια της πρωτεύουσας. Οι Σουηδοί αξιωματούχοι του Ερυθρού Σταυρού προέκριναν, προοδευτικά, τη λύση των απευθείας διανομών τροφίμων μέσω των παντοπωλών και των δελτίων, σε αντικατάσταση των συσσιτίων που απορροφούσαν πολύ προσωπικό, προκαλούσαν άσκοπες ουρές και καθυστερήσεις ενώ, συχνά, ξεσπούσαν ολόγυρα τους προστριβές κοινωνικού και πολιτικού χαρακτήρα.




Η «ΟΜΑΛΟΠΟΙΗΣΗ» ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Η έξοδος των Αθηναίων από τη σκοτεινή περίοδο των στερήσεων δεν επανέφερε τους κανονικούς ρυθμούς της ζωής. Η υπόγεια απέχθεια προς τους κατακτητές, που είχε εκφραστεί στις πρώτες κατοχικές μέρες με τη συμβολική και επικίνδυνη πράξη του κατεβάσματος της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, καθώς και με τις εκδηλώσεις συμπαράστασης προς τους Άγγλους αιχμαλώτους ή φυγάδες, πήρε προοδευτικά τη μορφή αντιπαράθεσης. Στις 28 Οκτωβρίου 1941, πρώτη επέτειο του πολέμου της Αλβανίας, έγιναν μερικές πρώτες περιορισμένες εκδηλώσεις. Λίγο αργότερα όμως, στις 25 Μαρτίου του 1942, οι διαδηλώσεις μεγάλωσαν σε μαχητικότητα και συμμετοχή προαναγγέλοντας το ισχυρό διεκδικητικό κίνημα που ακολούθησε. Οι κινητοποιήσεις άρχισαν από τους αποκομμένους νησιώτες φαντάρους, τους φοιτητές και τους στοιβαγμένους στα νοσοκομεία ανάπηρους του αλβανικού πολέμου. Από την άνοιξη του 1942 όμως οι κινητοποιήσεις με στόχο την εξασφάλιση στοιχειωδών όρων επιβίωσης απλώθηκαν στον υπαλληλικό χώρο, σε δημόσιους υπαλλήλους, τραπεζοϋπαλλήλους, στο προσωπικό των νοσοκομείων και των υπηρεσιών. Οι απεργίες και οι διαδηλώσεις κράτησαν ολόκληρο το 1942 και συνεχίστηκαν την άνοιξη του 1943. Προοδευτικά πήραν πολιτικό και αντικατοχικό χαρακτήρα με αποκορύφωμα τις κινητοποιήσεις ενάντια στην πολιτική επιστράτευση, το Φεβρουάριο του 1943. Οι οργανώσεις της αντίστασης, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ιδιαίτερα, πολλαπλασίασαν τις δυνάμεις και τις οργανώσεις τους μέσα από αυτές τις κινητοποιήσεις και σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην ύπαιθρο και τον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα, βρέθηκαν στο κεντρικό προσκήνιο των πολιτικών εξελίξεων. Με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού, το επισιτιστικό πρόβλημα εξομαλύνθηκε. Τα συσσίτια και οι διανομές πολλαπλασιάστηκαν και πρόσφεραν μεγαλύτερες μερίδες και ποικιλία. Οι άνθρωποι δεν πέθαιναν πλέον από την πείνα στην Αθήνα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ζούσαν σε εποχή αφθονίας. Οι στερήσεις ήταν μεγάλες και το δελτίο διανομής τροφίμων παρέμεινε βασικό εργαλείο για την προμήθεια αγαθών. Σε πολλά είδη κυριάρχησε η λογική του ΕΡΖΑΤΣ, του υποκατάστατου. Η έλλειψη καφέ για παράδειγμα, οδήγησε σε πλήθος συνδυασμούς αφεψημάτων που, στην φαντασία τουλάχιστον, θύμιζαν τις παλιές εποχές. Τα μεταχειρισμένα ρούχα γνώρισαν εποχές δόξας, ενώ τα παπούτσια δέχονταν συνεχείς αναπαλαιώσεις με υλικά ΕΡΖΑΤΣ μάλιστα (το σολόδερμα ή το καουτσούκ ήταν δυσεύρετα υλικά). Η κατάσταση των μισθωτών ακολουθούσε τις τύχες της δραχμής. Η τελευταία κράτησε την αξιοπρέπεια της μέχρι το φθινόπωρο του 1943 παρά την οφειλόμενη στην πληρωμή των «εξόδων κατοχής» και στο υποχρεωτικό «δάνειο» στο Ράιχ, δημοσιονομική κατάρρευση.

Δεκέμβριος 1941. Συσσίτιο σε κάποια γειτονιά της κατεχόμενης Αθήνας. Αρχές του φοβερού χειμώνα του ’41-42, τότε που η πείνα μέτρησε τα θύματα της κατά χιλιάδες (φωτ.: Βούλα Παπαϊωάννου)

Το 1944, η αξία της δραχμής κατέρρευσε και μαζί της οι σε χρήμα αμοιβές. Το μόνο αξιόπιστο νόμισμα ήταν η χρυσή λίρα. Η αγωνία για εξασφάλιση χρηματικών πόρων προκαλούσε απίστευτη κίνηση στην αγορά ακινήτων. Υπολογίζονται σε 60.000 οι ιδιοκτησίες (σπίτια, οικόπεδα, διαμερίσματα) που άλλαξαν χέρια στην Αθήνα της Κατοχής. Γνωρίζουμε καλύτερα ποιοι τα πωλούσαν παρά ποιοι τα αγόραζαν. Για τους τελευταίους η αγορά ακινήτων ήταν ένας σίγουρος τρόπος αποθησαύρισης κερδών και «ξεπλύματος» χρήματος που προήλθε από υπόγειες ή ανάρμοστες συναλλαγές. Πηγές μεγάλων εισοδημάτων ήταν η συναλλαγή με τις δυνάμεις κατοχής, τα μεγάλα δημόσια έργα που οι τελευταίες πραγματοποιούσαν (στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αεροδρόμια κ.λπ.), αλλά και η μαύρη αγορά. Παρά τις δυσκολίες, το ξεπέρασμα της φοβερής εμπειρίας του χειμώνα 1941―1942 έφερε στην Αθήνα μία νότα αισιοδοξίας, δίψας για τη ζωή θα λέγαμε. Η άνοιξη και το καλοκαίρι του 1943 ήταν για τους Αθηναίους η κατοχική Μπελ Επόκ. Το τραγούδι, τα θεάματα, τα νεανικά πάρτι πολλαπλασιάστηκαν, έγιναν τρόπος ζωής. Απρόσμενη εξέλιξη όταν, την ίδια ακριβώς περίοδο, φούντωσε στα βουνά το αντάρτικο και κτίστηκαν οι όροι για τις σκληρές αναμετρήσεις του 1944.




Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Η Ιταλία συνθηκολόγησε στις 8 Σεπτεμβρίου του 1943. Στην Αθήνα οι χωρίς αποστολή πλέον Ιταλοί στρατιώτες παραδόθηκαν στους Γερμανούς αφού πρώτα είχαν εκποιήσει στην μαύρη αγορά ό,τι πρόλαβαν από τα προσωπικά και στρατιωτικά τους είδη. Στην ουσία οι Γερμανοί, είχαν αναλάβει τις τύχες της κατεχόμενης Ελλάδας αρκετό καιρό πριν.

Αθήνα, 25 Μαρτίου 1943. Ιταλικό ιππικό εφορμά για να διαλύσει τη μεγάλη διαδήλωση στην πλατεία Συντάγματος. Οι Αθηναίοι πλημμύρισαν τους δρόμους της πόλης μετά την απόλυση της λειτουργίας στις εκκλησίες. Οι κατακτητές χτύπησαν με λύσσα και τα θύματα ήταν πολλά (φωτ.: Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ)

Στις 19 Νοεμβρίου 1942 ο πρωθυπουργός Τσολάκογλου είχε αντικατασταθεί από τον καθηγητή Λογοθετόπουλο, διάσημο για το φιλογερμανισμό του. Στις 7 Απριλίου του 1943 η κλονισμένη από τις κινητοποιήσεις κυβέρνηση του αντικαταστάθηκε από την αντίστοιχη του Ιωάννη Ράλλη. Η τελευταία προανήγγειλε σύντομα την σκλήρυνση του κατοχικού καθεστώτος με την οργάνωση εθελοντικών στρατιωτικών μονάδων, των Ταγμάτων Ασφαλείας, στην υπηρεσία των αρχών κατοχής.




Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Οι ανατριχιαστικές φήμες από την επαρχία που πληροφορούσαν τους Αθηναίους για την καταστροφή ολόκληρων χωριών και τις μαζικές εκτελέσεις των κατοίκων τους (Κομμένο Άρτας, Καλάβρυτα κ.λπ.) προετοίμαζαν τους Αθηναίους γι’ αυτό που θα επακολουθούσε. Οι εκτελέσεις πατριωτών – κάτω από διάφορες κατηγορίες – πύκνωσαν από το φθινόπωρο του 1943. Την Πρωτομαγιά του 1944, 200 κρατούμενοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου, αποκλειστικά περίπου κομμουνιστές, εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, προκαλώντας τρόμο αλλά και αγανάκτηση στους Αθηναίους. Ενδιάμεσα, οι γερμανικές αρχές εφάρμοσαν και στην Αθήνα την «Τελική Λύση». Στις 23 Μαρτίου 1944 χίλιοι με χίλιοι πεντακόσιοι Εβραίοι της Αθήνας συγκεντρώθηκαν στη Συναγωγή και μεταφέρθηκαν στο Χαϊδάρι. Από εκεί, λίγο αργότερα ένα τρένο τους μετέφερε στο Άουσβιτς και στο μαρτυρικό θάνατο. Στην Αθήνα όμως, το ποσοστό των διασωθέντων Εβραίων υπήρξε σημαντικό. Βοήθησε σε αυτό το γεγονός ότι δεν διέφεραν από τους υπόλοιπους Αθηναίους στη γλώσσα και στις συνήθειες, ότι αρκετοί -εκκλησιαστικοί ή κρατικοί παράγοντες και απλοί πολίτες- βοήθησαν την απόκρυψη τους, ότι η εβραϊκή κοινότητα αντιμετώπισε ευέλικτα την απειλή και ότι πολλοί ζήτησαν καταφύγιο στην ύπαιθρο, στα ορεινά, ή διέφυγαν από την Εύβοια προς τα τουρκικά παράλια. Το καλοκαίρι του 1944 η Αθήνα ήταν ένα απέραντο πεδίο μίσους και συγκρούσεων.

«Δεν το θέλω. Σκότωσες, τον μπαμπά μου»: σκίτσο του Φωκ. Δημητριάδη από την περίοδο της Κατοχής στην Αθήνα. Το μικρό παιδί αρνιέται την ελεημοσύνη που του προσφέρει Ιταλός στρατιώτης (πηγή: Φωκ. Δημητριάδη, «Σκιά πάνω απ’ την Αθήνα», εκδ. «Μαρή»).

Τα πολλαπλά κληροδοτήματα της κατοχικής περιόδου χώριζαν, καθώς πλησίαζε η ώρα της απελευθέρωσης, την πόλη σε δύο αλληλομισούμενα στρατόπεδα. Χωρισμός πολιτικός και κοινωνικός ταυτόχρονα. Οι προσφυγικές συνοικίες, οι γειτονιές, οι παραγκουπόλεις, ενάντια στο κέντρο, στην εξουσία, σ’ ένα κόσμο που σχεδίαζε την παγίωση των ανισοτήτων πολλές από τις οποίες είχαν δημιουργηθεί στα χρόνια της Κατοχής. Το μίσος ξεπέρασε εύκολα κάθε όριο σε μια κοινωνία που οι αγριότητες του 1944 την είχαν εθίσει στο αίμα και στο θάνατο. Οι κατακτητές, από κοινού με τα Τάγματα Ασφαλείας εγκαινίασαν την άνοιξη τα «μπλόκα», τις επιδρομές δηλαδή σε λαϊκές και προσφυγικές συνοικίες.




Αθήνα, 18 Οκτωβρίου 1944. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου υψώνει τη γαλανόλευκη στον ιστό της στον Ιερό Βράχο. Είναι η στιγμή της συμβολικής κορύφωσης των αισθημάτων λύτρωσης από το βραχνά του φασιστικού μεσαίωνα.

Κουκουλοφόροι υποδείκνυαν αυτούς που έπρεπε να εκτελεστούν, ενώ πολλοί από τους άλλους έπαιρναν τον δρόμο για το Χαϊδάρι και από εκεί για τη Γερμανία, για τα στρατόπεδα υποχρεωτικής εργασίας ή εξόντωσης. Βαρύτατο τίμημα πλήρωσαν περιοχές όπως η Κοκκινιά, ο Υμηττός, η Καισαριανή, η Καλλιθέα, το Δουργούτι. Μεταξύ άλλων ξεκληρίστηκαν οι Αρμένιοι πρόσφυγες από τους οποίους, όσοι επέζησαν προτίμησαν να φύγουν, μετά τον πόλεμο για τη σοβιετική Αρμενία. Σε επιστέγασμα των συμφορών, οι συμμαχικοί βομβαρδισμοί του Πειραιά, το καλοκαίρι του 1944 γέμισαν και πάλι άστεγους την Αθήνα. Η περίοδος της Κατοχής έκλεισε για την Αθήνα με τον ίδιο τραγικό τρόπο που άνοιξε: μέσα στην γενική αβεβαιότητα, τον πόνο και την τραγωδία. Η απελευθέρωση δεν έφερε το τέλος των δεινών. Μετά από λίγες μόνο εβδομάδες ειρήνης και ελευθερίας, η πόλη βρέθηκε και πάλι στη δίνη του πολέμου: στις 4 Δεκεμβρίου του 1944 άρχισε η μάχη της Αθήνας, τα Δεκεμβριανά.

Recommended For You