Πώς τραγουδούσαν τον έρωτά τους στο 1990 στους δρόμους της παλιάς Αθήνας
Όταν πεθάνω ρε παιδιά
να μη με θάψετε έτσι.
Να μούχεται για στέφανα
πλεξούδες κοκορέτσι
«Χθες την νύκτα από τας εννέα έως την μίαν μετά τα μεσάνυκτα, συνέβησαν τα εξής πράγματα απέναντι εις το παράθυρόν μου.
Τρεις άνθρωποι σκυμμένοι επάνω εις το τραπέζι του μπακάλικου, εσιγοτραγουδούσαν τόσο σιγά, ώστε να διαφεύγουν την δικαιοδοσίαν της αστυνομικής περιπόλου. Ακουμπισμένοι εις τα χέρια των, έχοντες καθένας εμπρός του ένα ποτήρι και όλοι εις το μέσον ένα τενεκεδένιο εκατοσταράκι, με τα μάτια βαρειά και ημίκλειστα, έλεγαν:
-Ωωωχ!… Τι μ’ωφελεί να σ’α…
τι μ’ωφελεί να σ’αγαπώ…
Ολόκληρον το τραγούδι δεν είχε περισσοτέρας από είκοσι πέντε λέξεις. Είχεν όμως τουλάχιστον εξ χιλιάδες στεναγμούς βαθείς, οδυνηρούς, σπαρακτικούς, τραγικούς.
Το ήρχιζεν ο πρώτος αναστενάζων, το έπερνε ο δεύτερος, αφήνων από το στήθος του κραυγήν πληγωθείσης υαίνης, το ετελείωναν ο τρίτος εν μέσω οδυρμών. Μίαν στιγμήν έγινεν απόπειρα ν’απομακρυνθούν από το τραγούδι αυτό και ένας ήρχισε:
-Αναστενάζω βγαίνει αχνός… αααχ!
Αλλά φαίνεται ότι το ποίημα δεν ευρέθη επαρκώς θλιβερόν και μετά διαφόρους λυγμούς, επανεστράφη εις το ίδιον τραγούδι το τερτζέττο των τριών ανθρώπων:
-Ωωωχ! Τι μ’ωφελεί να σ’α…
Μίαν στιγμήν απηυδισμένος από τους αναστεναγμούς και από τα δάκρυα, εφώναξα το παιδί του μπακάλη.
-Δεν μου λες σε παρακαλώ, του είπα. Θα εξακολουθήση πολύ αυτή η ιστορία;
-Μα ξέρω κ’εγώ;
-Μα τι συμβαίνει επί τέλους; Τι έπαθαν αυτοί οι άνθρωποι;
Ο μικρός άνοιξε τα μάτια του με έκπληξιν, μ’εκύτταξε καλά ως να ήθελε να μ’ελεεινολογήση και μου είπε:
-Τι έπαθαν; Τι ήθελες να πάθουν; Να, γλεντάνε οι άνθρωποι.
-Α, γλεντάνε! Και γιατί γλεντάνε;
Ο μικρός μου έδειξε τον ένα από τους τρεις.
-Εκείνος εκεί, επληρώθηκε απόψε κάτι παράδες που είχε να λάβη και ήρθανε εδώ να το ρίξουνε έξω, να ξεσκάσουνε λιγάκι…
Εκύτταξα πάλι τους ανθρώπους που ήλθαν εις το μπακάλικο να “το ρίξουν έξω”, να γλεντήσουνε, να ξεσκάσουνε λιγάκι.
Ακριβώς ο ένας απ’αυτούς την στιγμήν εκείνην ύψωσε το κεφάλι του, που το είχε βυθισμένον εις το χέρι του, και είπε:
-Μωρέ παιδιά, αυτό είνε δηλαδής η ζωή!… Να το γλεντάει κανείς κάπου-κάπου… Όξω κακή καρδιά λοιπόν• τι διάολο δηλαδής, θα μαραζώσουμε… Γεια σου Χρίστο ανοιχτόκαρδε, ποτέ να μην πεθάνης μωρέ. Άμα βρίσκομαι μαζή σου, έτσι δηλαδής, πετάει η καρδιά μου, γιατί είσαι ανοιχτόκαρδος μωρέ, λεβέντης, ρέχτης που λένε, που να σου πάρη ο διάβολος τα ρέστα. Πες το μωρέ εκείνο το τραγούδι που ανοίγει καρδιές και της κάνει μπουμπούκι!
Ο Χριστάκης ενθουσιασθείς ήρχισε αυτήν την φοράν από την τελευταίαν στροφήν:
Αααχ! και βάααχ! και πίκρες
αχ και καϋμούς πούχει η καρδιά μου».
(Μάιος 1910, εφημερίς “Καιροί”, υπογράφει ο Φιλέας Φογγ)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)