Μια από τις πρώτες πατρόνες της Παλιάς Αθήνας, προς το τέλος του 1878, ήταν και η ξακουστή κυρά-Παλούκαινα. Μαζί με το γιο της, άνοιξαν ένα από τα πρώτα καφέ-σαντάν της Αθήνας στην αρχή της οδού Προαστείου (σημερινή Εμμ. Μπενάκη), το «Γκαιτέ». (προσοχή στον τονισμό: Άλλο η γαλλική λέξη για την ευθυμία κι άλλο ο Γερμανός φιλόσοφος!) Με «περπατημένες» αρτίστες από Ιταλία, Γερμανία και Ουγγαρία έκανε τη διαφορά στο σκηνικό της νύχτας.
Το καφωδείο, το ανέλαβε βεβαίως ο γιος. Μια περίεργη κι επιβλητική φυσιογνωμία με μακριά γενειάδα που, με τη ρεντιγκότα και το γιλέκο με τη χρυσή αλυσίδα που φορούσε, θύμιζε μάλλον αυλικό παρά παράγοντα του υποκόσμου.
Όπως γράφει και ο Βασίλης Αττικός στην «Εύθυμη ηθογραφία της Παληάς Αθήνας, τόμος Β´»:
«Η Αρτίστες του “Γκαιτέ” έβγαιναν σε ένα παληοπαλκοσένικο της κακιάς ώρας, τραγούδαγαν και χόρευαν, σηκώνοντας κάπως την άκρη της φούστας τους. Μετά δε από κάθε τραγούδι τους, κατέβαιναν και γύριζαν με το δίσκο στο χέρι ανάμεσα στους θαμώνες.
»Μερικοί τους ρίχναν χάλκινες πεντάρες, επωφελούμενοι δε της ευκαιρίας τούς έκαναν κι “απλοχεριές”. Άλλοι πάλι αντί για πεντάρα τις φιλοδωρούσαν, τις δύστυχες, με ερωτική εκδήλωση θαυμασμού. Με μια άγρια τσιμπιά στις σωματικές τους καμπυλότητες!
»Η ξένες εκείνες Αρτίστες φαίνεται ότι ήταν ασυνήθιστες σε τέτοιες αισθηματικές “φιλοφρονήσεις”. Πονούσαν απ’ τις τσιμπιές, μαύριζε το κορμί τους, και δυσανασχετώντας, αναγκάζονταν πολλές φορές να χειροδικήσουν κατά των “ευγενικών” θαμώνων.
»Πρέπει επίσης να σημειωθή ότι γενικά όλες αυτές η Αρτίστες των καφέ σαντάν ήξεραν περίφημα τη δουλειά τους. Ειδικά δε του “Γκαιτέ”, δασκαλεμένες κατάλληλα απ’ τον πολύπειρο Διευθυντή τους, ήταν μεγάλες “κόφτρες”. Πουλούσαν τα θέλγητρά τους σε υπέρογκες τιμές. Για να ενδώσουν δε σε κάποιoν εραστή, έπρεπε πρώτα να του αδειάσουν εντελώς το πορτοφόλι και να τον γδάρουν κυριολεκτικά.
»Η διαβολικές όμως “Συλφίδες” των καφέ σαντάν έφθαναν στην Αθήνα φορτωμένες και με διαφόρων ειδών δώρα. Φιλοδωρούσαν στους “άβγαλτους” Αθηναίους με το “Μεγαλόσταυρο” κι άλλα μικρότερα παράσημα. Απ’ την εποχή εκείνη, εξαπλώθηκε στην Πρωτεύουσα η συφιλίδα κι η λοιπές αφροδίσιες αρρώστιες. Τότε, δεν είχε ακόμα εφευρεθή ούτε φάρμακο για την σύφιλη.
»Στα χρόνια εκείνα, υπήρχε στην Αθήνα ένας ιδιόρρυθμος τύπος νέων, οι “Λιμοκοντόροι”. Οι νεαροί αυτοί ανήκαν σε καλές αθηναϊκές οικογένειες. Οι γονείς τους όμως δεν τους έδιναν χαρτζιλίκι, παρά μόνον μία δεκάρα την ημέρα, από φόβο μήπως μπερμπαντέψουν. Έτσι βρίσκο-νταν διαρκώς απένταροι.
»Κάποια παρέα άψιλων Λιμοκοντόρων, βλέποντας ότι τους ήταν αδύνατον να απολαύσουν τα θέλγητρα των γυναικών του “Γκαιτέ”, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Τα οικονομικά τους δεν τους επιτρέπανε να πλησιάσουν από κοντά τις προκλητικές εκείνες Σειρήνες. Αποφάσισαν λοιπόν οπωσδήποτε να τις κατακτήσουν μ’ άλλου είδους μέσα, με “Δούρειο” σύστημα.
»Κάναν σύσκεψη μεταξύ τους και “ρεφενέ”. Συγκεντρώσανε κάπου δέκα δραχμές τις οποίες παραδώσανε στον Αρχηγό της παρέας. Αυτός, εφαρμόζοντας το σχέδιο, μπήκε το βράδυ στο “Γκαιτέ” σοβαρός και με πόζα Αμερικάνου Κροίσου. Πήρε ένα ποτό, κι όταν μετά το τραγούδι τους η δύο Γερμανίδες γύρισαν να μαζέψουν χρήματα με τον δίσκο, τους έρριξε μέσα από μια χάρτινη δραχμή.
»Το κόλπο πέτυχε. Εκείνες κυριολεκτικά τα χάσανε. Φαντάστηκαν ότι ο απεσταλμένος των Λιμοκοντόρων ήταν κανένας ζάπλουτος Αθηναίος. Στο τέλος της παράστασης, ο Λιμοκοντόρος μας τους πρότεινε “για βολ σπατσίρεν;” (Είχε μάθει πως έτσι λένε στα γερμανικά το “Θέλετε να κάνουμε έναν περίπατο;”).
»Οι δυο Γερμανίδες ευχαρίστως δεχτήκανε την πρότασή του. Τις έμπασε σε κλειστό αμάξι “λαντώ” και τις παράσυρε σε κάποια απόμερη μπύρα. Εκεί, αφού τις μέθυσε, εμφανίστηκαν κ’ οι υπόλοιποι Λιμοκο-ντόροι της παρέας του κ’ επωφελήθηκαν της ευκαιρίας. Και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Φυσικά, όπως ήταν απένταροι, δεν τους έδωσαν κανένα χρηματικό αντάλλαγμα. Η τελευταία αυτή παράλειψη των Λιμοκοντόρων τις έκανε έξω φρενών. Την άλλη μέρα, συνοδευόμενες απ’ το μεγαλόπρεπο Διευθυντή του “Γκαιτέ” πήγαν και κάναν παράπονα στην Πρεσβεία τους.
»Σε λίγο ο Γερμανός Πρεσβευτής διαμαρτυρήθηκε στον Υπουργό μας των Εξωτερικών. Ευτυχώς που η Γερμανική Πρεσβεία δεν ζήτησε να πληρώση το Κράτος μας στις “Παρθένες” του “Γκαιτέ” τα… χρωστήμια των Λιμοκοντόρων».
Πηγή: paliathina.com
Βεβαίως, αν οι Γερμανίδες τούμπλες είχαν ακούσει το σχετικό σύνθημα της εποχής…
Κορίτσια μην πιστεύετε εις τους λιμοκοντόρους
Γιατί τα ρούχα που φορούν χρωστούν εις τους εμπόρους
…θα ήταν πολύ πιο προσεκτικές.