Στις 17 Ιανουαρίου 1803, ένας νεαρός άνδρας με το όνομα Τζορτζ Φόστερ εκτελέστηκε στη φυλακή του Νιούγκεϊτ στο Λονδίνο. Είχε καταδικαστεί για τον φόνο της γυναίκας και του παιδιού του, εγκλήματα που ο ίδιος αρνήθηκε επίμονα ότι είχε διαπράξει, και για τα οποία, παρόλες τις καταθέσεις υπεράσπισης οι ένορκοι τον έστειλαν στην αγχόνη.
Μάλιστα, είχαν αποφασίσει πως, όπως προέβλεπε ο νόμος για όσους είχαν διαπράξει ιδιαζόντως ειδεχθή εγκλήματα, αντί να ταφεί, η σορός του να καταλήξει στα χέρια φοιτητών ιατρικής ή κάποιου ερευνητή για τα πειράματά του. Η Αγγλία είχε ψηφίσει εξάλλου ήδη από το 1751 τον νόμο που επέτρεπε να χρησιμοποιούνται τα σώματα των εκτελεσμένων για πειραματικούς σκοπούς. Τα πειράματα αυτά παρουσιάζονταν και εν είδει παραστάσεων στην κεντρική αίθουσα του αγγλικού Βασιλικού Κολεγίου των Χειρουργών.
Το σώμα του Φόστερ το διεκδίκησε με επιτυχία ο Ιταλός επιστήμονας Τζοβάνι Αλντίνι, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι μπορούσε να κατορθώσει το αδύνατο, να το φέρει πίσω στη ζωή. Ο Τζοβάνι Αλντίνι ήταν ανιψιός του Ιταλού φυσιολόγου Λουίτζι Γκαλβάνι, ο οποίος είχε ανακαλύψει το «ζωικό ηλεκτρικό ρεύμα» το 1780, όταν είδε ότι μπορούσε να κάνει τους μυς των νεκρών βατράχων να κινούνται με τη βοήθεια του ρεύματος. Από αυτόν αναπτύχθηκε ο τομέας του γαλβανισμού.
Με το άψυχο σώμα του Φόστερ μπροστά του, ο Τζοβάνι Αλντίνι και οι βοηθοί του άρχισαν να πειραματίζονται. Όπως αναφέρεται και στο δημοσίευμα του Conversation, η βρετανική εφημερίδα Times δημοσίευσε τότε: «Κατά την πρώτη εφαρμογή της διαδικασίας στο πρόσωπο, το σαγόνι του αποθανόντος εγκληματία άρχισε να τρέμει, οι γειτονικοί μύες ήταν τρομακτικοί και το ένα μάτι άνοιξε. Στο επόμενο μέρος της διαδικασίας, το δεξί χέρι σηκώθηκε και έσφιξε, και τα πόδια και οι μηροί τέθηκαν σε κίνηση. Φαινόταν σαν να ήταν έτοιμος να επανέλθει στη ζωή».
Μέχρι τη στιγμή που ο Αλντίνι πειραματίστηκε στον Φόστερ, η ιδέα ότι υπήρχε κάποια στενή σχέση μεταξύ ηλεκτρισμού και των διαδικασιών της ζωής διακινούνταν επί έναν αιώνα και αρκετοί επιστήμονες πειραματίζονταν με αυτήν. Ο Ισαάκ Νεύτωνας από τις αρχές του 1700. Το επόμενο αποφασιστικό βήμα στην μελέτη του Ηλεκτρισμού υπήρξε η ανακάλυψη των αγωγών και των μονωτών, από τον Άγγλο φυσικό και αστρονόμο Στίβεν Γκρέι.
Στη Γαλλία το 1746 ο κληρικός και φυσικός Ζαν Αντουάν Νολέ συγκέντρωσε γύρω στις 2.000 μοναχούς που έκαναν έναν κύκλο σε ακτίνα 1,6 χλμ συνδέοντάς τους με κομμάτια από σιδερένια καλώδια. Στη συνέχεια απελευθέρωσε μια μπαταρία των δοχείων Λέιντεν μέσω της ανθρώπινης αλυσίδας και παρατήρησε ότι κάθε άντρας αντέδρασε ταυτόχρονα στην ηλεκτροπληξία, δείχνοντας ότι η ταχύτητα της διασποράς του ηλεκτρισμού ήταν πολύ υψηλή.
Ο Alexander von Humboldt πειραματίστηκε με μπαταρίες κατασκευασμένες εξ ολοκλήρου από ζωϊκό ιστό. Ο Johannes Ritter πραγματοποίησε ακόμη και ηλεκτρικά πειράματα στον εαυτό του για να διερευνήσει πώς επηρεάστηκε η ηλεκτρική ενέργεια από τις αισθήσεις.
Έτσι και τα πειράματα του Αλντίνι με τους νεκρούς προσέλκυσαν ιδιαίτερη προσοχή, για την ιδέα ότι η ηλεκτρική ενέργεια θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη ζωή, καθώς πίστευε ότι ο γαλβανισμός ήταν «μια ενεργοποιητική αρχή, η οποία αποτελεί τη γραμμή της διάκρισης ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, που αποτελεί τη μεγάλη αλυσίδα της δημιουργίας, τον παρεμβαλλόμενο δεσμό μεταξύ της σωματικής ουσίας και της ζωτικότητας».
Να ξεκαθαρίσουμε ότι σήμερα γαλβανισμός ονομάζεται το φαινόμενο κατά το οποίο όταν δύο αγώγιμα υλικά έρθουν σε επαφή, τότε υπάρχει μεταφορά ηλεκτρικού φορτίου από το ένα υλικό στο άλλο. Έτσι, ως αποτέλεσμα το ένα υλικό φορτίζεται θετικά και το άλλο αρνητικά.
Η ιδέα ότι το ηλεκτρικό ρεύμα ήταν πραγματικά το υλικό της ζωής και ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επαναφέρει τους νεκρούς ήταν σίγουρα γνωστό στα είδη των κύκλων στους οποίους σύχναζε η συγγραφέας Μαίρη Σέλεϊ.
Η Μαίρη Σέλεϊ και το «τέρας»
Το καλοκαίρι του 1816 η Μαίρη Σέλεϊ έγραψε το θρυλικό μυθιστόρημα «Φρανκενστάιν: ο Σύγχρονος Προμηθέας».
Εκδόθηκε το 1818 και θεωρείται το πρώτο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας, αφού μέχρι τότε, οι φανταστικές ιστορίες περιείχαν στοιχεία μαγείας και μυστικισμού, ενώ στον Φρανκενστάιν υπερισχύει η επιστήμη και η έρευνα.
Η Μαίρη προερχόταν από μια αστική οικογένεια με δυο σημαντικούς γονείς που επηρέασαν τη σκέψη της. Η μητέρα της ήταν η Μαίρης Γουόλστονκραφτ, συγγραφέας του πρωτοποριακού κειμένου «Η Δικαίωση των Δικαιωμάτων της Γυναίκας» (1792) και ο πατέρας της ήταν ο αναρχικός φιλόσοφος Ουίλιαμ Γκόντουϊν.
Η γοτθική και ρομαντική νουβέλα της αφηγείται την ιστορία του νεαρού φοιτητή ανατομίας και χειρουργικής, Φρανκενστάιν, που ανακαλύπτει το μυστικό του πώς να δίνει ζωή σε άψυχα πράγματα μέσω αλχημείας, αλλά και τους κινδύνους της γνώσης.
Γι΄αυτό και το «τέρας» που έφτιαξε ο Φρανκενστάιν στο βιβλίο της Σέλεϊ μαθαίνει μόνο του γραφή και ανάγνωση και μελετά κορυφαία λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα, ενώ το ίδιο αποδίδει την εγκληματική του δράση στις συνθήκες στις οποίες μεγάλωσε: «Με απομακρύνατε από τη χαρά χωρίς να έχω κάνει τίποτα κακό. Βλέπω παντού γύρω μου την ευδαιμονία από την οποία εγώ είμαι αποκλεισμένος. Ημουν καλός και αγαθός και ήταν η δυστυχία αυτή που με μετέτρεψε σε δαίμονα. Κάνε με ευτυχισμένο και θα γίνω και πάλι ηθικός».
Από τότε είναι εκατοντάδες οι αναλύσεις, άλλες απλουστευτικές και άλλες πιο σύνθετες και δεκάδες οι κινηματογραφικές μεταφορές.
200 χρόνια ο Φρανκενστάιν στοιχειώνει την επιστήμη και την τεχνολογία
Συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την έκδοση του βιβλίου-ορόσημου «Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας», το οποίο ιδίως μετά την καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι από τις ατομικές βόμβες το 1945, συνοψίζει τους χειρότερους φόβους μας για τους κινδύνους, τους οποίους εγκυμονεί η έρευνα και ο πειραματισμός σε αχαρτογράφητα νερά. Φόβοι που εντείνονται μάλλον παρά καθησυχάζονται όσο περνάνε τα χρόνια και η «Σίλικον Βάλεϊ» -και κάθε άλλο ερευνητικό εργαστήριο ανά τον κόσμο- βγάζει νέους άσους από το μανίκι του.
Ολοένα αυξάνονται όχι μόνο οι παραδοσιακά τεχνοφοβικοί, αλλά γενικότερα όσοι -καλώς ή κακώς- ανησυχούν ότι οι επιστήμονες δεν έχουν ούτε την ικανότητα να προβλέψουν τις συνέπειες των πειραμάτων και των εφευρέσεών τους, ούτε την αναγκαία ενσυναίσθηση ώστε να νοιαστούν πραγματικά για τις επιπτώσεις των ανακαλύψεων πάνω στους ανθρώπους. Μετά από δύο αιώνες, η ευφάνταστη ιστορία του δημιουργήματος που στρέφεται ενάντια στο δημιουργό του, αποδείχθηκε όχι μόνο ότι έχει ανθεκτική γοητεία στη λαϊκή φαντασία και στην τέχνη, έχοντας εμπνεύσει πάμπολλες κινηματογραφικές και θεατρικές διασκευές, αλλά συνεχίζει επίσης να «στοιχειώνει» τους ίδιους τους επιστήμονες και τους μηχανικούς. Για το ευρύ κοινό, ο επιστήμονας είναι ένα πλάσμα που έχει την τάση να το «παίξει θεός» και να δημιουργήσει ανεξέλεγκτα τέρατα, θέτοντας με την «ύβρι» του σε κίνδυνο την κοινωνία, αν όχι όλη την ανθρωπότητα.
Κάθε φορά που αναδύεται μια νέα τεχνολογία -ατομική/πυρηνική ενέργεια, εξωσωματική γονιμοποίηση, μεταμοσχεύσεις οργάνων ζώων σε ανθρώπους, βιοτεχνολογία/γενετική, νανοτεχνολογία, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη κ.α.- το όνομα «Φρανκενστάιν» έρχεται να τη συνοδέψει. Παρόλο που πολύς κόσμος έχει σύγχυση και δεν γνωρίζει καν ότι δεν ήταν ένας τρελός επιστήμονας που δημιούργησε κάποιον τερατώδη Φρανκενστάιν, αλλά ότι έτσι ακριβώς ονομαζόταν ο επιστήμονας που φαντάστηκε η Σέλεϊ, ενώ το δημιούργημά του ήταν ανώνυμο.
Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες αναλύσεις των ιστορικών και φιλοσόφων της επιστήμης και της τεχνολογίας, όπως ο Λάνγκτον Γουίνερ και ο Χενκ βαν ντεν Μπελτ, το τρομερό παράπτωμα του Βίκτορ Φρανκενστάιν δεν ήταν τόσο ότι έδωσε ψυχή στην άψυχη ύλη, αλλά ότι μετά παράτησε το πλάσμα έκθετο στην τύχη του, χωρίς να το φροντίσει γι’ αυτό και να αναλάβει την ευθύνη του. Μερικοί επιστήμονες δηλώνουν ανοιχτά οπαδοί του Φρανκενστάιν, όπως ο Αμερικανός νομπελίστας και «πατέρας» του μορίου του DNA Τζέημς Ουότσον, ο οποίος έχει πει την περίφημη φράση: «Αν οι επιστήμονες δεν το παίξουν θεοί, ποιος άλλος θα τον παίξει;».