Αν έφτιαχνε κόμμα θα «χτυπούσε» έως και αυτοδυναμία στις εκλογές. Εάν εμφανιζόταν για να δώσει μια διάλεξη, η αμοιβή του Γιάνη Βαρουφάκη για μία ολόκληρη τέτοια δεν θα αρκούσε για ένα δικό του δεκάλεπτο. Υπάρχει άραγε εν ζωή Έλληνας που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί μαζί του στο υποθετικό ερώτημα «ποιος είναι πιο δημοφιλής»;
Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες. Το brand του ψευδωνύμου του έχει γίνει ανάρπαστο σε μπλουζάκια, ρολόγια και τσάντες. Και όμως ελάχιστοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο τον έχουν γνωρίσει δια ζώσης. Ένα φαινόμενο πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα, καθώς το μυστήριο με την ταυτότητα του κοντεύει τη συμπλήρωση 40 χρόνων.
Από το 1981 που ο Αρκάς έκανε πρεμιέρα με τον «Κόκορα» στο περιοδικό «Βαβέλ», μόνο φήμες ή «ενδείξεις» απειλούν την ανωνυμία του κορυφαίου κομίστα. Η δαιμόνια πένα του έχτισε το μύθο, το «τρικ» της αφάνειας τον σφυρηλάτησε. Θα ήταν εξίσου μεγάλη η επιτυχία του αν ο Αρκάς ήταν ένα δημόσιο πρόσωπο; Αν ήταν οικείος τηλεοπτικά, αν έδινε συνεντεύξεις και εξέφραζε άποψη στο δημόσιο λόγο; Προφανώς όχι, το μυστηριώδες και πρωτοφανές που διέπουν την (αδιαφανή) υπόσταση του απηχεί ένα μεγάλο κομμάτι της γοητείας του. Συμπληρώνοντας το παζλ της τεράστιας απήχησης των χαρακτήρων του.
Μοιάζει με προιόν ευφάνταστου σεναρίου ότι αυτή η τόσο προβεβλημένη φυσιογνωμία, που έχει ανάγει το best-seller σε ρουτίνα για οτιδήποτε έχει εκδώσει, κυκλοφορεί, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, ανάμεσα μας. Σε μια εποχή καταιγιστικής ροής πληροφορίας, που θεωρητικά ουδέν μένει κρυφό υπό τον ήλιο του διαδικτύου, οι βιογραφικές πληροφορίες είναι ελάχιστες για τον άνθρωπο που δημιούργησε τη δική του σχολή χιούμορ. Όλως παραδόξως το internet κρατά το «στόμα» του ερμητικά κλειστό, ενώ ούτε η δημοσιογραφική, άπληστη, τάση να ξεσκεπάζει τα πάντα τον «αγγίζουν».
Για φωτογραφία του φυσικά ούτε λόγος, ενώ την ίδια ώρα ελάχιστοι μπορούν να ισχυριστούν ότι τον γνωρίζουν προσωπικά.
Από το 1982 κιόλας, όταν μέσα από τη «Βαβέλ» ήταν γνωστός σε λίγους και «καλούς», το αναγνωστικό κοινό αξίωσε να μάθει την ταυτότητα του. Ο Αρκάς υιοθέτησε τότε το στίγμα που θα τον συνόδευε για πάντα.
«Πολλοί αναγνώστες μας ζήτησαν επίμονα μια παρουσίαση του Αρκά, πιστεύοντας πως μετά από ένα χρόνο και ένα μήνα ζωής στις σελίδες της Βαβέλ είναι καιρός να γίνουν οι συστάσεις. Εμείς πιστεύουμε πως το αίτημα είναι λογικό και δίκαιο. Όμως ο Αρκάς είναι τύπος εξαιρετικά συνεσταλμένος για να δεχτεί οποιαδήποτε προβολή του. Χρειάστηκε ιδιαίτερη επιμονή για να υπερνικήσουμε αυτή την έμφυτη σεμνότητά του και ιδού το αποτέλεσμα», ανέφερε η ανακοίνωση του περιοδικού, συνοδευόμενη από μια φωτογραφία ενός γενειοφόρου άνδρα, που είχε στον ώμο του το διάσημο κόκορα.
Αυτό που θεωρείται βέβαιο για τον Αρκά είναι ότι κατάγεται από την Αρκαδία, κατά τα άλλα οι φήμες δίνουν και παίρνουν. Ένα από τα πιθανά ονόματα που έχει αναφερθεί είναι το Άρης Καστρινός, εξού και το «ΑΡ-ΚΑΣ», ενώ κάποια – λίγα – κόμικ του φέρουν την υπογραφή «Γεράσιμος Σπανοδημήτρης». Τόσο αυτό όμως όσο και το επικρατέστερο «Αντώνης Ευδαίμων» θεωρούνται ψευδώνυμα.
Με το δεύτερο υπογράφεται κείμενό που αποδόθηκε σε αυτόν εν έτει 1984, στη «Βαβέλ», κάτι που επιβεβαιώθηκε ένα χρόνο αργότερα, καθώς το χρησιμοποιεί στην εικονογράφηση του διηγήματος «Ένα παιδί και ο σκύλος του». Το εν λόγω κείμενο ήταν μια απάντηση στο σπουδαίο ζωγράφο Γιάννη Τσαρούχη και στην επιστολή που είχε αυτός δημοσιεύσει στη «Βαβέλ», με αφορμή την πρώτη απόπειρα του (μετέπειτα διάσημου σκηνοθέτη και δημιουργού της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας) Δημήτρη Παπαϊωάννου στον κόσμο των κόμικ.
Ο «Αντώνης Ευδαίμων» είχε διαφωνήσει με κάποιες από τις απόψεις του μεγάλου εικαστικού περί κόμικ, χαρακτηρίζοντας τα «μια καινούργια, εντελώς αυτόνομη τέχνη». Σα να είχε ψυχανεμιστεί την επανάσταση που οι δικοί του «ήρωες» θα ενσάρκωναν στην ελληνική σκιτσογραφία, ανέφερε τότε στον επίλογο τα εξής: «Τα κόμικ έχουν προ πολλού αποδείξει ότι δεν είναι ο φτωχός συγγενής των άλλων τεχνών. Είναι μια ρωμαλέα αυτοδύναμη τέχνη με τεράστιες εκφραστικές ικανότητες…»
Αυτές οι τεράστιες εκφραστικές ικανότητες, που εκδηλώθηκαν μέσα από τον Ισοβίτη, τον Καστράτο, το θρυλικό σπουργίτι και τόσες άλλες εμβληματικές μορφές της φαντασίας του, μεγάλωσαν γενιές και γενιές, αναδεικνύοντας το αισθητήριο του δικού του χιούμορ του σε μέτρο σύγκρισης για μια ολόκληρη χώρα. Τα ευφυολογήματα του έγιναν πρότυπο για κάθε επίδοξο κυνικό ευθυμολόγο, καθώς οι κυκλοφορίες των συλλογών του έσπαγαν η μία μετά την άλλη τα ταμεία.
Κάποιοι απ’ αυτούς που μπορούν να καυχηθούν ότι τον γνωρίζουν προσωπικά είναι ο συγγραφέας Πέτρος Χατζόπουλος (κατά κόσμον Αύγουστος Κορτώ), ο πρώην εκδότης της «Βαβέλ» και ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου «Παρά Πέντε» Γιώργος Μπαζίνας και η εκδότρια Άννα Πατάκη. Στενοί φίλοι του είναι ο συγγραφέας και φίλος του Πέτρος Μαρτινίδης (ο οποίος έχει γράψει μάλιστα δύο βιβλία για το έργο του) και ο Βαγγέλης Τρικεριώτης, εκδότης και ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου «Πρωτοπορία».
Εστω και αν γνωρίζεται προσωπικά με τους εκδότες με τους οποίους κλείνει συμφωνίες για την έκδοση ενός βιβλίου, όπως έχει διαβεβαιώσει ο κ. Μαρτινίδης, κανείς ποτέ δεν μπήκε στον πειρασμό να δώσει έστω μία πληροφορία για την ταυτότητα του. Η επιθυμία του έχει γίνει σε αξιοθαύμαστο βαθμό σεβαστή από το περιβάλλον δράσης του και έτσι τα στεγανά παρέμειναν ανθεκτικά.
Υπάρχει όμως μία, χαμένη στο βάθος του χρόνου αναφορά, που μπορεί να κρύβει τη λύση του μυστηρίου…
Ένας από τους φίλους του Αρκά ήταν και ο αείμνηστος Σάκης Μπουλάς, όπως ο ίδιος αποκάλυψε σε τηλεοπτική συνέντευξη του στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Ερωτηθείς τότε για ποια πράγματα είναι περήφανος, υπέδειξε μεταξύ άλλων: «Ένα απ’ αυτά είναι και το ότι γνωρίζω τον Αρκά. Και μάλιστα ο Αντώνης είχε κάνει και ένα σκίτσο προσωπικά για μένα, πάνω σε χαρτοπετσέτα, στην ταβέρνα που ήμασταν».
Ο «Αντώνης» λοιπόν… Λίγοι το είδαν, ακόμη λιγότεροι το θυμούνται. Ειπώθηκε όμως και ήταν αυθόρμητο πάνω στην εκφορά του λόγου. Που σημαίνει ότι το ένα σκέλος από το «Αντώνης Ευδαίμων» ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αν δεν έμοιαζε τόσο πολύ το δεύτερο με προϊόν φαντασίας, μοιραία δεν θα είχαμε καμία αμφιβολία για το αν έχουμε να κάνουμε με ψευδώνυμο ή όνομα!
Ένα περιστατικό που καταδεικνύει πόσο πρόσεχε και προσέχει ο Αρκάς να μην εκτεθεί έστω σε ελάχιστη δημοσιότητα, είναι μια εμπειρία που είχε o συγγραφέας του βιβλίου «Παρθένος με Καρκίνο» και μεγάλος θαυμαστής του Κώστας Σεμερτζάκης. Συνέβη σε ένα Kannabishop, που πουλούσε τα γνωστά μπλουζάκια με λογότυπο χαρακτήρων του Αρκά. Έτυχε να βρίσκεται εκεί ο ιδιοκτήτης της αλυσίδας και στην ερώτηση του κ. Σεμερτζάκη αν γνωρίζει τον κομίστα, απάντησε ότι «πρόκειται για έναν εξαιρετικό, αλλά δύσκολο άνθρωπο, που δεν θέλει να ξέρει κανείς ποιος είναι».
Διηγήθηκε μάλιστα και ένα περιστατικό, όταν είχαν πάει παρέα στο κατάστημα που θα τύπωνε τις στάμπες στα t-shirt. Εμφανίστηκε ο ίδιος ο Αρκάς, αλλά ως βοηθός του… εαυτού του. Κατά την επιλογή των χρωμάτων, ο ιδιοκτήτης των Kannabishop διαφώνησε ευγενικά με την πρόταση του ανθρώπου που έφτιαχνε τις στάμπες. «Έχω την αίσθηση πως στον κύριο Αρκά δεν θα άρεσε αυτό το χρώμα», είπε και με την απάντηση που έλαβε αναγκάστηκε να δαγκωθεί για να μην ξεσπάσει σε γέλια: «Να πεις του Αρκά ότι είναι μαλ…ας!»
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καταγεγγραμένο προηγούμενο για το φαινόμενο της «ανωνυμίας», φυσικά ωστόσο δεν είναι πρωτόγνωρο σε παγκόσμιο επίπεδο. Πιο χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Πορτογάλου ποιητή και συγγραφέα Φερνάντο Πεσσόα, ο οποίος κυκλοφορούσε τα έργα του με διάφορα ψευδώνυμα. Ο κόσμος τον θαύμαζε χωρίς να ξέρει ποιος είναι και μόνο μετά θάνατον προβλήθηκε, δημοσιεύτηκαν φωτογραφίες του και γνώρισε το κοινό ποιος ήταν.
«Υπάρχει μία διάθεση να μην ανακατεύεται πολύ με τον κόσμο. Φαντάζομαι ότι είναι ένας άνθρωπος ο οποίος δεν θα στριμωχνόταν σε ένα λεωφορείο, δεν θα «πατιόταν» σε μία ουρά για να βγάλει εισιτήρια για μια καλή παράσταση ή κάτι τέτοιο. Προτιμάει να κρατάει μία απόσταση, να μην τον αναγνωρίζουν στο δρόμο ή να μην τον αναγνωρίζουν ως ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Πρόκειται για μία πιο φιλοσοφική στάση ζωής», έχει πει για αυτόν ο κ. Μαρτινίδης.
Μερικές από τις ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που έχουν δημοσιευτεί για τη ζωή του Αρκά συνθέτουν έναν εξαιρετικά πολυτάλαντο άνθρωπο. Σύμφωνα με αυτές σπούδασε αρχιτεκτονική και Ιστορία της τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Συνεργάστηκε ως σκηνογράφος στα θέατρα «Στοά» και «Τέχνης Κάρολου Κουν» και παράλληλα ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, πραγματοποιώντας το 1980 μια ατομική έκθεση με την επωνυμία «Ώρα».
Το 1996 έγραψε το λιμπρέτο της όπερας «Το ταγκό των σκουπιδιών», που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής, ενώ είναι και δημιουργός παραστάσεων, έχοντας ανεβάσει στο θέατρο τρία δικά του έργα! Πρόκειται για το «Εχθροί εξ αίματος» (2007), το «Βιολογικός μετανάστης» (2011) και το «Επείγοντα Περιστατικά» (2013).
Είναι αυτοδίδακτος στη σκιτσογραφία και το 1980 αυτοπροτάθηκε για να φιλοξενηθούν τα σκίτσα του στη «Βαβέλ», όπως έχει αναφέρει ο Γιώργος Μπαζίνας. Έχει αποκαλύψει μάλιστα ότι το πρώτο έντυπο στο οποίο απευθύνθηκε ο Αρκάς αρνήθηκε να συνεργαστεί μαζί του!
«Πριν έρθει σε εμάς είχε κάνει μια απόπειρα επαφής με μεγάλο εβδομαδιαίο περιοδικό της εποχής κι εκείνη τον απέρριψαν πανηγυρικώς ως μη συμβατό με τα χρηστά ήθη και τη σεμνοτυφία των αναγνωστών τους! Ο εκδότης της θρυλικής «Βαβέλ» χαρακτηρίζει τη δουλειά του Αρκά «εκτός αποδεκτών πλαισίων της εποχής, ελευθερόστομη και αλογόκριτη στην έμπνευσή της», και τον ίδιο «εξ’ αρχής ολοκληρωμένο, πρωτότυπο και εφευρετικό δημιουργό, τόσο στην τεχνική, όσο και στο διαβρωτικό του χιούμορ». Σε ότι αφορά τη γνωριμία τους, εξηγεί ότι από τότε είχε το χούι να μένει ανεπιφανής. «Ήταν ιδιαίτερα σεμνός, δεν εμφανίστηκε ποτέ ο ίδιος, παρά έστειλε τη δουλειά του με μια φίλη του να μας τη δείξει. Τον γνώρισα όταν εξέφρασα την εκτίμησή μου για τη δουλειά του και ζήτησα την άμεση δημοσίευση των έργων του».
Τις φήμες περί των σπουδών του επιβεβαιώνει εμμέσως πλην σαφώς ο Πέτρος Μαρτινίδης, με ένα σημείωμα στο επίσημο site του σκιτσογράφου (www.arkas.gr). Γραφεί λοιπόν με το «μανδύα» των εικασιών: «Μπορεί να ‘χει σπουδές θεατρολόγου (εάν λάβουμε υπ’ όψιν τις καταιγιστικές ατάκες των διαλόγων τους), ή σπουδές αρχιτέκτονα (επειδή, ακριβώς, τίποτε στο έργο του δεν προϊδεάζει για κάτι τέτοιο). Απίθανο, τέλος, φαίνεται να ‘ναι παντρεμένος, αφού οι ήρωές του προβληματίζονται περί το σεξ χωρίς ποτέ να σχολιάζουν την έγγαμη εκδοχή του».
Ύστερα από 1614 λέξεις πιθανολογίας και απόπειρας αποκρυπτογράφησης πληροφοριών, το ερώτημα που προκύπτει μοιραία είναι το εξής: έχει πραγματικά σημασία να μάθουμε ποιος κρύβεται πίσω από το μύθο με την επιγραφή «Αρκάς»; Ή μήπως είναι πιο σημαντικό να ανακαλύψουμε ποιο… ζώο ξυπνούν μέσα μας οι ήρωες του; Σε ποιους από τους διαλόγους του αναγνωρίζουμε κάτι δικό μας – κρυμμένες η μη πτυχές του χαρακτήρα μας; Το λόγο δηλαδή για τον οποίο έχει «γράψει» στο θυμικό μας ανεξίτηλα ο πιο σουρεάλ δημιουργός της νιότης μας (και βάλε…).
http://menshouse,gr