Απόγευμα Δευτέρας, 25 Ιουλίου 1983. Η παραλιακή μποτιλιαρισμένη από τη Βουλιαγμένη μέχρι τη λεωφόρο Συγγρού. Πολλή ζέστη, κορναρίσματα αλλά και γιορτινή διάθεση. Οι Αθηναίοι πάνε σε πάρτι. Και όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Βουλιαγμένη. Είναι το πολυδιαφημισμένο πάρτι του Λουκιανού Κηλαηδόνη. Μια βραδιά που χαρακτηρίστηκε ως το «Woodstock της Αθήνας».
Ο κόσμος κολυμπούσε και τραγουδούσε μαζί με τους καλλιτέχνες που βρίσκονταν πάνω σε πλωτή εξέδρα. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης προετοίμαζε το πάρτι πολλούς μήνες. Τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς πηγαίνει στα γραφεία του ΕΟΤ και ζητά να τού παραχωρηθεί η πλαζ της Βουλιαγμένης για να κάνει ένα αξέχαστο-όπως έλεγε- πάρτι. Και μάλιστα ζήτησε τη βραδιά που θα του δώσουν την πλαζ να έχει πανσέληνο. Είχε ψάξει στο ημερολόγιο και είχε δει ότι εκέινο το βράδυ ήταν της 25ης Ιουλίου.
Σκεφτόμουν πάντα ότι θα ήταν πολύ ωραίο να μαζευτούμε όλοι μια βραδιά με φεγγάρι, να ξαπλώσουμε στην αμμουδιά και να ακούμε μουσική όπου θα έρχεται από τη θάλασσα, να τα ψιλολέμε ενώ θα σκάζουν κάθε τόσο πυροτεχνήματα γύρω μας. Κι αν μας αρέσει, να σηκωθούμε και να χορέψουμε. Θα ήθελα μάλιστα να πετούσαν και χιλιάδες πυγολαμπίδες γύρω μας, αλλά δυστυχώς αυτό θα ήταν δύσκολο να γίνει, έλεγε ο Κηλαηδόνης.
Κι όλα έγιναν όπως τα είχε ονειρευτεί, εκτός από τις πυγολαμπίδες. Μέχρι το απόγευμα της 25ης Ιουλίου είχαν πουληθεί πάνω από 25.000 εισιτήρια – στην τιμή των 300 δραχμών- αλλά υπολογίζεται ότι στην πλαζ βρέθηκαν σχεδόν 100.000 άνθρωποι. Ερωτευμένα ζευγάρια, οικογένειες με καροτσάκια και μωρά, αντροπαρέες, γυναικοπαρέες. Όλοι άπλωσαν την πετσέτα τους στην άμμο, έκαναν βραδινό μπάνιο, ζαλίστηκαν με τις μπύρες, τραγούδησαν και χόρεψαν μέσα στο νερό.
Περίπου 4.000 άνθρωποι γύρισαν στο σπίτι τους το επόμενο πρωί με το λεωφορείο της γραμμής. Ο Κηλαηδόνης με τους μουσικούς του, τους ηχολήπτες και τους φωτιστές βρίσκονταν από νωρίς στο χώρο. Το ίδιο και τεχνικοί της τηλεόρασης, αφού η συναυλία μεταδόθηκε απευθείας. Όλα έπρεπε να είναι τέλεια. Άλλωστε το στήσιμο εξέδρας μέσα στη θάλασσα δεν ήταν κάτι εύκολο. Επιστρατεύτηκαν ακόμα και οι ασύρματοι της τροχαίας ώστε να γίνουν οι τεχνικές συνεννοήσεις. Όλοι μιλούσαν με όλους. Καλώδια, όργανα, μικρόφωνα, ηχεία και φώτα πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα με βάρκες. Στις 7 το απόγευμα οι πόρτες άνοιξαν και η παραλία άρχισε να γεμίζει με κόσμο. Όλη τη νύχτα δεν σταμάτησαν να καταφθάνουν από κάθε γωνιά της Αθήνας. Άκουγαν τη συναυλία από το ραδιόφωνο αλλά τους αρκούσε. Ήθελαν να είναι εκεί. Πολλοί πήδηξαν τα κάγκελα της πλαζ, αγνοώντας τους μόλις 80 φύλακες που την περιφρουρούσαν. Τελικά οι πόρτες άνοιξαν και όσοι βρίσκονταν απ’ έξω εισέβαλαν στην αμμουδιά.
«Καλωσορίσατε στο πάρτι μας» είπε στο μικρόφωνο ο Κηλαηδόνης και η συναυλία άρχισε
Οι περισσότεροι είχαν ήδη βουτήξει και παρακολούθησαν τους αγαπημένους τους καλλιτέχνες που έπαιζαν στην πλωτή εξέδρα που στήθηκε σε απόσταση περίπου 20 μέτρων από την ακτή.
Οι υπόλοιποι μπαινόβγαιναν στη θάλασσα, έπαιζαν ρακέτες, χόρευαν στην άμμο, έκαναν πικ νικ, έπιναν. Κι όλα αυτά κάτω από το ολόγιομο φεγγάρι που πολλές φορές μείωνα την λάμψη του τα δεκάδες πυροτεχνήματα. Η συναυλία άρχισε στις 9 και τελείωσε στις 2 τα ξημερώματα. Ακούστηκαν δεκάδες τραγούδια από τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τους φίλους του που βρέθηκαν στην πλωτή εξέδρα.
Βαγγέλης Γερμανός, Διονύσης Σαββόπουλος, Αφροδίτη Μάνου, Γιώργος Νταλάρας, Μαργαρίτα Ζορμπαλά και Μαντώ. Όσοι βρέθηκαν στο πάρτι της Βουλιαγμένης ακόμα θυμούνται τη συναυλία που άλλαξε τη νοοτροπία και έβγαλε τους καλλιτέχνες από τα στάδια. Έτσι ξεκίνησαν να γίνονται συναυλίες σε φυσικούς χώρους όπως λόφοι, ποτάμια και κάστρα. Το πρωί εκείνης της ημέρας το ραδιόφωνο έλεγε: «σήμερα είναι Δευτέρα 25 Ιουλίου, Κοίμησις Αγίας Άννης, Ευπραξίας, Ολυμπιάδος, Ανατολή Ηλίου στις 6.22′ Δύση στις 20.41′, Πανσέληνος». Στις δύο τα ξημερώματα της επομένης, από την πλωτή εξέδρα ο «φτωχός και μόνος καουμπόι»τραγουδούσε: «όσοι πηγαίνουν στη Βουλιαγμένη λέει ένας νόμος παλιός, νύχτα με φεγγάρι και είναι λίγο φτιαγμένοι, πάντα τη βρίσκουν αλλιώς». Και όσοι βρήκαν τη δύναμη, μετά από τέτοιο ξεφάντωμα, να φύγουν από την παραλία, αποχώρησαν έχοντας στον μυαλό τους τον στίχο που άκουσαν από τον Νιόνιο: «να μας έχει ο Θεός γερούς, πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε».
πηγή: mixanitouxronou