Ένα κατάστημα τροφίμων στο κέντρο της Αθήνας αλλάζει την αντίληψη για τα εδωδιμοπωλεία
Το 1879 ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού της πρωτεύουσας (21%) ήταν οι αποκαλούμενοι «βιομήχανοι» –στους οποίους συγκαταλέγονταν βιοτέχνες και εξειδικευμένοι εργάτες–, ενώ ένα επίσης σημαντικό μέρος αποτελούσαν οι ιδιωτικοί υπάλληλοι (14%), οι έμποροι (14%) και οι εργάτες (13%). Ταυτόχρονα είχε ήδη συρρικνωθεί αισθητά ο αριθμός των απασχολούμενων στον πρωτογενή τομέα (αγρότες στο 5% και κτηνοτρόφοι στο 1% του πληθυσμού).
Την ίδια εποχή στην Αθήνα, που, εκτός από πρωτεύουσα, ήταν και το διοικητικό κέντρο της χώρας, κατοικούσε κατά προσέγγιση το 15% των δημοσίων υπαλλήλων της Ελλάδας.
Αυτά τα στοιχεία δείχνουν καθαρά την ολοένα διευρυνόμενη πελατεία των σχετικών με την καθημερινή σίτιση επιχειρήσεων της πρωτεύουσας, καθώς η αυτοκατανάλωση ήταν περιορισμένη και ανίκανη να καλύψει ποιοτικά και ποσοτικά τις ανάγκες της τοπικής αγοράς. Όπως όμως προαναφέρθηκε, εκείνη την εποχή το λεγόμενο βιομηχανικό τομέα της πρωτεύουσας αποτελούσαν μεγάλες βιοτεχνίες, όπως εργαστήρια κατασκευής διακοσμητικών αντικειμένων, κοσμημάτων, επίπλων, αμαξών, ενδυμάτων και υποδημάτων, αρωμάτων, υφαντήρια κ.ά. Στο χώρο της σίτισης λειτουργούσαν επίσης εργαστήρια ζαχαροπλαστικής, παραγωγής μπίρας και οινοποιεία.
Το καλάθι του «οψοκομιστή»
Η πρώτη αγορά της Αθήνας, το λεγόμενο Πάνω Παζάρι, που λειτουργούσε από την εποχή της Τουρκοκρατίας, ήταν ένα συγκρότημα από ξύλινες παράγκες ανατολικά της Βιβλιοθήκης του Αδριανού στο Μοναστηράκι. Κατά τα οθωμανικά χρόνια λειτουργούσε επίσης το Κάτω Παζάρι, το λεγόμενο «Τσαρσί», στη σημερινή θέση των Αγίων Ασωμάτων, ενώ και μετά την οθωμανική περίοδο συνέχισε να λειτουργεί το εποχιακό σταροπάζαρο δίπλα στη Ρωμαϊκή Αγορά.
Το «Μέγα εδωδιμοπωλείον» του Παναγιώτη Θανόπουλου
Η κατάσταση στο λιανικό εμπόριο τροφίμων έμελλε να αλλάξει χάρη στο προσωπικό όραμα και το επιχειρηματικό ταλέντο κάποιων εμπόρων της εποχής, με πρωτοπόρο τον Παναγιώτη Θανόπουλο. Ξεκινώντας το 1877 από τις παράγκες της Παλιάς Αγοράς, η επιχείρηση που δημιούργησε στη συνέχεια αποτέλεσε πρότυπο εφαρμογής των ευρωπαϊκών δεδομένων στην υγιεινή των προϊόντων, στις πρακτικές πώλησης και στην αισθητική της προώθησής τους.
Η πορεία του Θανόπουλου ακολουθεί παράλληλη τροχιά με ένα μεγάλο μέρος όχι μόνο του αγροτικού πληθυσμού του νεαρού ελληνικού κράτους, αλλά και των νέων επαρχιωτών άλλων ευρωπαϊκών χωρών της εποχής. Ένας από αυτούς ήταν ο Γάλλος παντοπώλης Φελίξ Ποτέν (1820-1871), γνωστός για τις νεωτεριστικές επιχειρηματικές του μεθόδους στον κλάδο της εμπορίας τροφίμων.
Ο Παναγιώτης Θανόπουλος, γεννήθηκε το 1852 στα Μαγούλιανα, κοντά στη Βυτίνα, τα οποία αποκαλούσαν «μπαλκόνι της Πελοποννήσου» γιατί ήταν το ψηλότερο κατοικούμενο χωριό της περιοχής, σε υψόμετρο 1.320 μ. Ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών όταν το 1866 άφησε την ορεινή Αρκαδία αναζητώντας, όπως και άλλα φτωχά παιδιά από την επαρχία, ένα καλύτερο μέλλον στην πρωτεύουσα, χωρίς ποτέ να ξεχάσει τη γενέτειρά του.
Πολλοί νέοι χωρίς καμία προηγούμενη εμπειρία και μόρφωση έβρισκαν τότε δουλειά ως μπακαλόγατοι στα παντοπωλεία της Αθήνας. Επρόκειτο για παραγιούς που διεκπεραίωναν όλες τις δουλειές του καταστήματος, και κυρίως την επίπονη μεταφορά των μη τυποποιημένων προϊόντων και την παράδοση των εμπορευμάτων στις κατοικίες. Έτσι μάθαιναν τη δουλειά στην πράξη, με τις χιλιάδες τεχνικές λεπτομέρειες και τα τρικ του εμπορίου, απαραίτητα για την πώληση των χύμα προϊόντων και την οργάνωσή τους μέσα στο κατάστημα.
Ένας παραγιός ακόμα και μικρού παντοπωλείου, ασκούμενος πρακτικά, κατακτούσε προοδευτικά την «εμπειρική επιστήμη» της σχέσης με τους πελάτες, μάθαινε να προσαρμόζει τα αποθέματα και να κανονίζει τα περιθώρια κέρδους ανάλογα με τις απαιτήσεις τους. Στοχεύοντας στη δημιουργία μιας σταθερής πελατείας που θα εμπιστευόταν την τιμιότητα του καταστήματος, ο παραγιός έπρεπε να είναι σε θέση να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με τα προϊόντα και όχι απλά να τα παραδίνει. Ακολουθώντας την κοινή διαδρομή πολλών από τα παιδιά της επαρχίας, ο νεαρός Παναγιώτης Θανόπουλος βρήκε στην Αθήνα δουλειά και στέγη κοντά στον Χρήστο Καραλή.
Δουλεύοντας σκληρά ως μπακαλόγατος στο μικρό μπακάλικο του συντοπίτη του –πιθανόν στην οδό Ακαδημίας–, έμαθε πολλά γύρω από το λιανεμπόριο τροφίμων και τη λειτουργία του μαγαζιού. Έτσι, όταν το αφεντικό, χτυπημένο από τη φυματίωση, χρειάστηκε να νοσηλευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, ανέθεσε τη λειτουργία του παντοπωλείου στον έμπιστο παραγιό του. Διαψεύδοντας προβλέψεις και στατιστικές της εποχής, ο παντοπώλης κατόρθωσε να ξεπεράσει το σοβαρό πρόβλημα υγείας του και, επιστρέφοντας στο σπίτι και τη δουλειά του, διαπίστωσε με ικανοποίηση ότι κατά την απουσία του ο νεαρός βοηθός τον είχε αναπληρώσει άψογα, αποδίδοντάς του τακτικά όλους τους λογαριασμούς. Εντυπωσιασμένος από την εργατικότητα και την τιμιότητά του, έσπευσε να τον κάνει συνέταιρο στο μικρό μπακάλικο.
Το 1877, έχοντας ήδη αποκτήσει πείρα στο εμπόριο τροφίμων, ο εικοσιπεντάχρονος Παναγιώτης Θανόπουλος αποφάσισε να ανοίξει το πρώτο δικό του κατάστημα «εκεί κάπου εις το Βαρβάκειον», στην οδό Αιόλου. Επρόκειτο για ένα τολμηρό βήμα που ο νεαρός επαρχιώτης αποφάσισε να κάνει γεμάτος όχι μόνο όνειρα, αλλά και συγκεκριμένες επιδιώξεις για την αναβάθμιση όλων των παραμέτρων στο λιανεμπόριο τροφίμων του χώρου, της συμπεριφοράς, της προώθησης, της υγιεινής και της αισθητικής.
Η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των οικογενειών καθόριζε και τα διατροφικά τους πρότυπα. Δεδομένου ότι οι τιμές των ειδών διατροφής ήταν ιδιαίτερα υψηλές για τα χαμηλά εισοδήματα, πολλές οικογένειες κάλυπταν τις ανάγκες με την αυτοκατανάλωση. Αντίθετα, οι ευκατάστατες οικογένειες απολάμβαναν καθημερινά εδέσματα τόσο της ανατολίτικης όσο και της υψηλής ευρωπαϊκής κουζίνας.
Στα τραπέζια υπήρχαν ψάρι με διάφορες σάλτσες, κρέατα, πουλερικά και κυνήγι με λαχανικά της εποχής, γλυκά, φρούτα, κομπόστες, ζαχαρωτά και ασφαλώς τα αντίστοιχα κρασιά.Ανάλογη αφθονία θα έπρεπε να έχει και ένα επίσημο πρόγευμα, όπου στα πιο πάνω εδέσματα μπορούσαν να προστεθούν άφθονα επιδόρπια, αυγά, τουρσιά και χαβιάρι, ροφήματα και ηδύποτα! Μεταξύ των ειδών διατροφής αναφέρονται και τα «εκλεκτά», δηλαδή αυτά που καταναλώνονταν σε ειδικές περιπτώσεις και όχι σε καθημερινή βάση, όπως λουκούμια, εγγλέζικο και ρώσικο τσάι, μπισκότα, σταφίδα, αλκοολούχα ποτά κ.ά.
Το εδωδιμοπωλείο του Θανόπουλου έσπευσε από την αρχή της λειτουργίας του να καλύψει με εισαγόμενα είδη το ιδιαίτερα απαιτητικό αυτό εδεσματολόγιο και δεν άργησε να γίνει συνώνυμο ειδών διατροφής πολυτελείας που παρέπεμπαν στα ευρωπαϊκά δεδομένα. Το όνομα του «γνωστού παντοπώλου» αναφερόταν συχνά ακόμα και σε κοινωνικά σχόλια του Τύπου της εποχής. Φυσικά από τα ράφια δεν έλειπε κανένα από τα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα και είδη που απευθύνονταν σε όλα τα βαλάντια.
Η διάθεσή τους όμως γινόταν πάντα με τον ίδιο εκλεπτυσμένο τρόπο που είχε εισαγάγει το κατάστημα, όπως μας πληροφορεί και έμμετρη καταχώριση στην εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα που εξέδιδε ο Γεώργιος Σουρής Ο Ρωμηός:
- Στου ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΥ το λαμπρόν αυτό παντοπωλείον,
- που είναι στο βασιλικόν εκεί Φωτογραφείον,
- χαβιάρι αριστούργημα και όλα τ’ άλλα είδη,
- κι εκτός αυτών για όρεξι ρακί με πάγο δίδει.
Δέκα χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του καταστήματος Θανόπουλου, οι παντοπώλες της Αθήνας ήταν 427, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 9% των 5.360 καταγεγραμμένων επαγγελματιών της πρωτεύουσας. Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις ο πελάτης αντιλαμβανόταν ότι βρισκόταν κοντά σε μπακάλικο «όπου ωσφραίνετο περισσοτέραν βρώμαν λαδιού, σαρδελλών, τυριού»,είχαν πληθύνει οι προσπάθειες αναβάθμισης των κεντρικών τουλάχιστον παντοπωλείων. Ο μεταξύ τους ανταγωνισμός είχε κάνει επιτακτική την ανάγκη προβολής, και ήδη από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του εδωδιμοπωλείου του Θανόπουλου είχαν αρχίσει να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους οι πρώτες εμπορικές διαφημίσεις στον καθημερινό τύπο.
Η μεγάλη πυρκαγιά στο κέντρο της Αθήνας
Στις αρχές του 20ού αιώνα, μία σχεδόν εικοσιπενταετία από την ίδρυσή του, το κατάστημα του Θανόπουλου λειτουργούσε ήδη με πολύ ανώτερες του μέσου όρου προδιαγραφές. Ωστόσο μια τρομερή πυρκαγιά που το κατέστρεψε ολοκληρωτικά, μαζί με μεγάλο μέρος του εμπορικού κέντρου της Αθήνας, πυροδότησε μια αλυσίδα γεγονότων και, αντί να βάλει λουκέτο στην επιχείρηση, επιτάχυνε την εξέλιξη και τον εκμοντερνισμό της.
Στις 18 Ιουλίου 1902, γύρω στις 8:00 το βράδυ, βρισκόταν στο ισόγειο του καταστήματος της οδού Αιόλου, όταν ξαφνικά πετάχτηκε από το υπόγειο αλλόφρων, με φλεγόμενη ποδιά και τσουρουφλισμένα μαλλιά, ένας από τους παραγιούς, ουρλιάζοντας «Βοήθεια. Βοήθεια. Καιόμαστε». Ο Θανόπουλος, όπως διηγήθηκε αργότερα στους δημοσιογράφους, έσπευσε ψύχραιμα να πάρει όσα χρήματα υπήρχαν στο χρηματοκιβώτιο και τα σημαντικότερα από τα βιβλία του καταστήματος. Λίγο μετά τις 8:00 το βράδυ οι αραιοί διαβάτες αντιλήφθηκαν μια στήλη πυκνού καπνού να υψώνεται από το εμπορικό κέντρο της Αθήνας. Σε μερικά λεπτά οι ήχοι της καμπάνας της Χρυσοσπηλιώτισσας έστειλαν στους σαστισμένους Αθηναίους το μήνυμα για την πυρκαγιά. Γρήγορα οι φλόγες που άρχισαν να ξεπηδούν από το κτίσμα φώτισαν το σκοτεινό ουρανό. Το φιλοθέαμον κοινό άρχισε να κατευθύνεται προς το φλεγόμενο σημείο, και μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας χιλιάδες κόσμου80 είχαν κατακλύσει ασφυκτικά τους γύρω δρόμους. Η πρώτη πυροσβεστική αντλία που έσπευσε από το υπουργείο Ναυτικών με ένα βυτίο νερού έμοιαζε με σταγόνα στον ωκεανό, και επιπλέον δεν μπόρεσε να φτάσει στις φλόγες, καθώς μετά από λίγο η σωλήνα της αντλίας έσπασε. Κατατρώγοντας βιβλία και χαρτιά από τα γραφεία της εφημερίδας Νεολόγος, η φωτιά συνέχισε να θεριεύει, και μπροστά στα μάτια του συγκεντρωμένου πλήθους πέρασε γρήγορα τη στενή θολωτή στοά που χώριζε το κατάστημα του Θανόπουλου από το κυρίως τετράγωνο της αγοράς.
Από τα «Εδώδιμα-Αποικιακά» στα σούπερ μάρκετ
Κι ενώ το παντοπωλείο του Θανόπουλου έκανε κατ’ οίκον διανομή με μοντέρνα επαγγελματικά αυτοκίνητα, τα κάρα με τα γαϊδουράκια κυκλοφορούσαν ακόμα στους δρόμους, και τα οπωροπωλεία και κρεοπωλεία ήταν σε οικτρή κατάσταση. Όπως διαπίστωνε η εφημερίδα Εμπρός, σ’ αυτούς τους τομείς δεν είχαν βρεθεί ακόμη «οι ορμητικοί ανακαινισταί, οι αληθείς μεταρρυθμισταί οι οποίοι να αλλάξουν με την φλογεράν επέμβασίν των τας ενοχλητικάς συνηθείας του αθηναϊκού βίου» – αυτή τη φλογερή επέμβαση που είχε μετατρέψει το μπακάλικο σε «καθαρόν, ευπρεπές εδωδιμοπωλείον»…
Το πρώτο πολυμορφικό Εδωδιμοπωλείον
Το 1914, όταν πέθανε ο Παναγιώτης Θανόπουλος, ο μοναχογιός του Παντελής ήταν μόλις εννέα χρονών και τη διαχείριση της περιουσίας των ανήλικων παιδιών ανέλαβε το συγγενικό συμβούλιο, με επίτροπο τη μητέρα τους Ελένη και παρεπίτροπο τον οικογενειακό φίλο Παναγιώτη Οικονόμου.
Μόλις το 1923 ο Παντελής συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του, η μητέρα του Ελένη έκανε αίτηση για τη χειραφέτησή του. Είχε εργαστεί στο οικογενειακό εδωδιμοπωλείο, αποκτώντας τις αναγκαίες θεωρητικές και «πραγματικές» γνώσεις που θα του επέτρεπαν να αναλάβει τη διεύθυνσή του, ενώ συγχρόνως ήταν και φοιτητής της Νομικής. Το ειρηνοδικείο Αθηνών αποφάσισε ότι ο Παντελής Π. Θανόπουλος ήταν ικανός, αν και ανήλικος, να εμπορεύεται και να συνεταιρίζεται. Έτσι ο Παντελής Θανόπουλος, χαϊδεμένος από όλους και κυρίως από τις αδελφές του, ανέλαβε το πηδάλιο της οικογενειακής επιχείρησης. Έχοντας κληρονομήσει από τον πατέρα του ένα ανήσυχο πνεύμα νεωτεριστικών αναζητήσεων, άρχισε άμεσα να παρακολουθεί τον τρόπο εξέλιξης του εμπορίου στο εξωτερικό και να σχεδιάζει τα μελλοντικά βήματα αναβάθμισης του δικού του εδωδιμοπωλείου. Mεταξύ άλλων, το 1923 ξεκίνησε συνεργασία με τους εργοστασιάρχες αδελφούς Πέτρο και Στέφανο Ρωμανώφ για την παρασκευή και εμπορία ζαχαρωδών προϊόντων.
Ενώ οι δεκαετίες προχωρούν και τα παντοπωλεία Θανόπουλου θεωρούνται από τα καλύτερα των Αθηνών οι διαφορετικές απόψεις των αδελφών Θανόπουλου σχετικά με τη μελλοντική πορεία της επιχείρησης οδήγησε το 1973 στη σταδιακή ανεξαρτητοποίησή τους και καθένας ακολούθησε διαφορετικό δρόμο, πάντα σχετικό με το λιανικό εμπόριο τροφίμων.
Ο Μίμης Θανόπουλος είχε ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση από μαθητής ακόμα του Βαρβακείου, όταν η μητέρα του προσπαθούσε με κόπο να την κρατήσει ζωντανή μετά τον πρόωρο θάνατο του συζύγου της για χάρη των πέντε ανήλικων παιδιών της. Τις πρώτες κινήσεις ανεξαρτητοποίησής του ακολούθησε το 1976 η δημιουργία της ανώνυμης εταιρείας «Δημήτριος Θανόπουλος – Εμπόριον Τροφίμων και Οικιακών Ειδών ΑΕ» και η εξαγορά από τα αδέρφια του, του καταστήματος της λεωφόρου Αχαρνών 434.
Τα άλλα αδέρφια σταδιακά πούλησαν όλα τα καταστήματα, διατηρώντας μόνο αυτό στα Χαυτεία. Ωστόσο η κυκλοφοριακή συμφόρηση στο κέντρο της Αθήνας έκανε αδύνατη την πρόσβαση πελατών με αυτοκίνητο, πράγμα που με το πέρασμα του χρόνου συρρίκνωσε την πελατεία του σούπερ μάρκετ, περιορίζοντάς την κυρίως στους γύρω εργαζόμενους. Έτσι το ιστορικό κατάστημα στη συμβολή των οδών Αιόλου και Σταδίου έκλεισε τη δεκαετία του 1980, έπειτα από σχεδόν μισό αιώνα λειτουργίας.
Η καινούργια επιχείρηση των Μίμη και Λευτέρη Θανόπουλου, με αρχική έδρα το κατάστημα της οδού Αχαρνών, έπρεπε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα δυσμενή οικονομικά δεδομένα της εποχής, αλλά και τις προκλήσεις που αναδύονταν από το νέο τρόπο λειτουργίας των καταστημάτων τροφίμων.
Με την καθιέρωση των ελληνικών σούπερ μάρκετ αυτοεξυπηρέτησης τη δεκαετία του ’70, οι βελτιώσεις στη διαρρύθμιση και την αισθητική των χώρων τους ήταν συνεχείς. Για παράδειγμα, το γκρίζο στρατσόχαρτο που συνήθως κάλυπτε τα ράφια σταδιακά αντικαταστάθηκε από πλαστικό ή γυαλί, οι διάδρομοι διαπλατύνθηκαν, ενώ ενισχύθηκε η προβολή προϊόντων σε προσφορά, πρακτική που είχε ήδη αρχίσει τη δεκαετία του ’60. Ολοένα μεγαλύτερος αριθμός Ελλήνων είχε πλέον την ευκαιρία να ταξιδέψει στο εξωτερικό και να γνωρίσει τις ευρωπαϊκές καταναλωτικές συνήθειες και πρακτικές, ενώ η τηλεόραση και ο κινηματογράφος εξοικείωναν σταδιακά τους θεατές με τις εικόνες ενός νέου, μοντέρνου κόσμου, στον οποίο επιθυμούσαν διακαώς να ενταχθούν. Ο πελάτης των καταστημάτων ήταν πια ενημερωμένος από ρεπορτάζ και διαφημίσεις σχετικά με τα νέα προϊόντα και τις τιμές τους. Μπορούσε εύκολα να κάνει συγκρίσεις μεταξύ των αναγραφόμενων τιμών των τυποποιημένων και ευρέως διαδεδομένων εμπορευμάτων. Οι οικιακές βοηθοί είχαν λιγοστέψει και τα ψώνια έπρεπε να γίνονται γρήγορα αλλά και ευχάριστα για τις εργαζόμενες πλέον γυναίκες και τους πολυάσχολους οικογενειάρχες.
Παρακολουθώντας το ρεύμα προαστιοποίησης της Αθήνας, η νέα εταιρεία προχώρησε στο τολμηρό βήμα της οριστικής εγκατάλειψης του κέντρου, με στόχο την κάλυψη των αναγκών μιας ολοένα διευρυνόμενης πελατείας στα βόρεια προάστια. Έτσι τον Αύγουστο του 1980 η επιχείρηση μεταφέρθηκε στη Νέα Κηφισιά, όπου εγκαινιάστηκε ένα υπερσύγχρονο για την εποχή κατάστημα με τη συμμετοχή των αδελφών Μίμη και Λευτέρη Θανόπουλου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η περιοχή ήταν ελάχιστα αστικοποιημένη, καθώς αποτελούσε ακόμα προάστιο εξοχικής κατοικίας, με υποτυπώδη την παρουσία λιανικού εμπορίου. Ωστόσο ο Μίμης Θανόπουλος προέβλεψε ότι γρήγορα θα αναπτυσσόταν, με την έξοδο της μεσαίας αστικής τάξης της Αθήνας και του Πειραιά προς στα προάστια. Έτσι το νέο μαγαζί χωροθετήθηκε στην οδό Ελαιών,στον κόμβο της Νέας Κηφισιάς, σημείο με ιδιαίτερα εύκολη πρόσβαση και το νέο σελφ σέρβις εξοπλίστηκε σύμφωνα με τις προδιαγραφές αντίστοιχων μεγάλων καταστημάτων του εξωτερικού.
Οι προβλέψεις του έμπειρου επιχειρηματία δεν άργησαν να επαληθευτούν. Τη δεκαετία του ’80 η ανάπτυξη των περιοχών σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων από την πλατεία της Νέας Κηφισιάς υπήρξε συνεχής, και τα λιγοστά καταστήματα έπρεπε πλέον να εξυπηρετούν καθημερινά ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό καταναλωτών. Με δεδομένο μάλιστα ότι αναπτυσσόμενες όμορες περιοχές, όπως η Εκάλη και το Καστρί, ήταν αμιγούς κατοικίας, η παρουσία ενός πλήρως εξοπλισμένου σούπερ μάρκετ ήταν ακόμα σημαντικότερη. Όπως ήταν αναμενόμενο, την επόμενη δεκαετία η ανάπτυξη του καταστήματος ήταν αλματώδης. Και συνεχίζει να είναι μέχρι σήμερα.
Το βιβλίο “Από τα Εδώδιμα Αποικιακά στα σούπερ Μάρκετ” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη