Από τα θέλγητρα της πρωτεύουσας που χάθηκαν με το πέρασμα των χρόνων και την εισβολή της θορυβώδους ζωής είναι τα αηδόνια του Βασιλικού Κήπου.
Μέχρι τα τελευταία προπολεμικά χρόνια, κάθε χρόνο στα μέσα Απριλίου, στην ανατολική και νότια πλευρά του Κήπου, όπου ήταν πυκνότερα τα φυλλώματα, περισσότερα από εκατό αηδόνια έφτιαχναν τις φτωχικές φωλίτσες τους.
Απέφευγαν συστηματικά την πλευρά της λεωφόρου Αμαλίας και της Βασιλίσσης Σοφίας, πιθανόν γιατί τα ενοχλούσε ο θόρυβος των τραμ και το φως. Άρχιζαν τις συναυλίες τους μόλις έγερνε ο ήλιος και συνέχιζαν ασταμάτητα μία ή και δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Γενιές Αθηναίων είχαν συνηθίσει αυτή τη νυχτερινή μουσική που έδινε στο αθηναϊκό τοπίο μια ξεχωριστή μαγεία.
Ο συντηρητικός Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ραιμόν Πουανκαρέ (1860-1934) ήταν από εκείνους που αγάπησαν την Αθήνα. Από εκείνους που απόλαυσαν τους λαρυγγισμούς των αηδονιών του Κήπου.
Μαγεύτηκε τόσο από τη μουσική τους, ώστε χρόνια αργότερα, σε έναν δημόσιο λόγο του κατά τα αποκαλυπτήρια της προτομής του γάλλου συγγραφέα και στοχαστή Μωρίς Μπαρρές (1862-1923) προσπάθησε να μεταδώσει στο ακροατήριο τη συγκίνησή του από τη θεία μουσική των ωδικών πτηνών στην Αθήνα.
Η υπηρεσία του Κήπου παρατηρούσε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και χρόνο με το χρόνο, ότι τα αηδόνια λιγόστευαν χωρίς να μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο. Το 1938 τα αηδόνια ήταν εμφανώς λιγότερα από τις άλλες χρονιές και από το 1939 εξαφανίστηκαν.
«Κανένα αηδόνι δεν ήρθε στον κήπο και καμμιά ελπίδα δεν μένει πλέον ν’ ακούσωμε το γνώριμο τραγούδι», διαπίστωνε τον Μάιο 1939 ο ρομαντικός Ε. Τζαμουράνης και ευχόταν «η άλλη άνοιξις να μας ξαναφέρη τους μικρούς αγαπημένους φίλους». Αλλά τα αηδόνια είχαν εγκαταλείψει την πολύβουη πόλη δια παντός.
ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ