«Ενώ εις τας πολύ γειτονικάς μας χώρας τα κλίματα είνε ψυχρά, και αυτόν τον καιρόν ο κόσμος γεύεται ακόμη την δροσεράν πνοήν της Ανοίξεως, εδώ έχει αρχίσει ήδη από πολλού ο πύρινος λίβας της Σαχάρας να μας ιδρώνει τα μέτωπα. Η ζέστη προχωρεί από της μιάς ημέρας εις την άλλην και λυώνει σαν μολύβι το ιοστεφές Άστυ και οι άνθρωποι παραφρονούν. Το μεγαλύτερον ζήτημα που μας απασχολεί είνε πως θα δροσισθούμεν και δροσιζόμεθα κατά διαφόρους τρόπους έκαστος. Ομοιάζομεν με τον άφρονα πλούσιον της παραβολής ο οποίος ικέτευεν από την κόλασιν τον καλόν Λάζαρον απέναντι εις τον παράδεισον να βρέξη το δακτυλάκι του και να του δώση να υγράνη την γλώσσαν του.
Και ακόμη δεν ήρθε το καλοκαίρι με τα όλα του. Η εφετεινή ζέστη προμηνύεται αγρία και παρομοίαν δεν ενθυμούνται οι παλαιότεροι! Αλλά πως και που λοιπόν να δροσισθή κανείς; Οι Αθηναίοι με τα κολλάρα ξεκούμπωτα, με τα σακκάκια στο χέρι τις περισσότερες φορές, εκστρατεύουν αλλόφρονες εις αναζήτησιν δροσιάς. Αι εξοχικαί εκδρομαί αυξάνονται και πληθύνονται, καλαθούνες, κεφτεδάκια, βραστά αυγά, ψάρια μαρινάτα και δρόμο προς τα πέρατα.
Τα αυτοκίνητα υψώνουν σύννεφα σκόνης εις λευκήν αποθέωσιν εν μέσω των μεγάλων αρτηριών που οδηγούν εις τα περίχωρα: εις τα Φάληρα, το Καλαμάκι, τη Γλυφάδα, τη Βούλαν, την Βουλιαγμένην και τον Άγιον Κοσμάν.
Γενική εξόρμησις. Αι λουτροπόλεις κατεκλύσθησαν ήδη από κόσμον λογής-λογής εις τα μεγάλα κοσμικά ξενοδοχεία με τα καζίνα, τα τέννις, τις βεράντες τους, έως τα απόμερα χαμόσπητα και περα ακόμη με τσαντήρια και αντίσκηνα.
Τι κάνουν όμως όσοι είνε καταδικασμένοι να περάσουν το καλοκαίρι τους εντός της πόλεως; Αυτό είνε θέμα τραγωδίας με εκατοντάδας χιλιάδας ειλώτων. Αυτούς θα παρακολουθήσωμεν σήμερον:
Το θήλυ ευτυχώς είνε τελείως ντεκολτέ, ευτυχέστερον αυτό πάντοτε εις πάσαν πτυχήν της ζωής, ξεμανίκωτο, με αραχνοϋφαντα φουστανάκια κοντά, υποφέρει από κάθε άλλον ολιγώτερον. Ιδέτε το το βράδυ-βράδυ εις τα κοσμικά κέντρα, υπαίθρια ζαχαροπλαστεία με τα τραπεζάκια τους στο πεζοδρόμιο, ή εξοχικά ή παραθαλάσσια ντάσιγκς, χορεύει ακαταπαύστως και αδιακρίτως, ενώ οι ατυχείς καβαλλιέροι ιδρώνουν και δεν έχουν στόμα να το πουν. Φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν, όταν μάλιστα συμβαίνη να είνε και λιγάκι πέραν του δέοντος ευτραφείς δεν το μαρτυρούν.
Όλοι ροφούν τη γρανίτα ή το παγωτό τους και το λαρύγγι τους δροσίζεται κάπως, ενώ το αεράκι στέλνει κάπου-κάπου τα ευεργετικά του κύματα. Όσον και αν είνε ακριβοπληρωμένη η λίγη αυτή δροσιά, αξίζει όμως τα πάντα γιατί έρχεται σαν ευεργετική ευλογία Θεού.
Αλλά οι περισσότεροι δεν ευπορούν και φυσικά δεν διαθέτουν τα μέσα της υψηλής διασκεδάσεως. Είνε αυτοί που ξημεροβραδυάζονται στο σπητάκι τους, εκεί που οι τοίχοι καίνε σαν φρέσκο παξιμάδι από το πρωί έως το βράδυ εκτεθειμένοι στο κάμα του καλοκαιριού. Εδώ οι άνθρωποι φλέγονται και διψούν, θέλουν δροσιά. Ο πλανόδιος παγοπώλης αναμένεται εις την συνοικίαν σαν Θεός και όταν αντηχήση η φωνή του γίνεται συναγερμός. Ομηρικός αγών διεξάγεται και στις βρυσούλες της γειτονιάς, με τα πάσης φύσεως δοχεία που τοποθετούνται εις ατελεύτητον ουράν. Ο κόσμος αλληλοσυμπλέκεται και όλοι εξαρτώνται από τις ιδιοτροπίες του νεροκράτη…
Πολλοί καταφεύγουν σε μικρά παραλιακά μαγαζάκια στημένα ως είδος παράγκας, τα περισσότερα από Καστέλλας μέχρι Πικροδάφνης. Εδώ η γκαζόζα του πάγου παίρνει και δίνει ενώ η τερψιλαρύγγιος ρετσινούλα υποκαθιστά όλα τα μεγαλεία με την πιπεράτη γεύσι της. Τύφλα νάχουν όσοι έχουν εγκαταστήσει μεγαλοπρεπείς παγωνιέρες στα μέγαρά τους και κάθε πρωί ξεφορτώνει τις στάμνες τους ο κοντοβράκης νερουλάς του Μαρουσιού, ή φθάνουν στο ζεμπίλι οι μποτίλλιες της Σαρίζης και του Βισσύ. Ουζάκι, μπυρίτσα, μεζές και το θερμόμετρον κατεβαίνει υπό το μηδέν. Η ζέστη δεν έχει καμμίαν θέσιν όταν υπερισχύση το κέφι που φέρνει το πιοτό.
Οπωσδήποτε όλοι ανεξαιρέτως βρίσκουν από έναν τρόπον να δροσισθούν…».
«Η Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος», 1926