«Θα σας δούμε πάλι μετά από 2 εβδομάδες». Αυτή ήταν η φράση με την οποία οι Ιταλοί στρατιώτες αποχαιρετούσαν τους φίλους τους κατά την αναχώρηση των ιταλικών στρατευμάτων από την Αλβανία για τα ελληνικά σύνορα, μέσα σε συνθήκες αληθινής γιορτής.
Η παραπάνω φράση δείχνει με τον ποιο καθαρό τρόπο τη σιγουριά, τη βεβαιότητα, την αλαζονία που κυριαρχούσε στο ιταλικό στρατόπεδο για την έκβαση του πολέμου. Ήταν αισιόδοξοι ότι θα πετύχουν μια κεραυνοβόλα επιτυχία ανάλογη με εκείνες που είχαν πετύχει μέχρι τότε οι σύμμαχοί τους, οι Γερμανοί, καθώς πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν θα τους πρόβαλλαν αξιόλογη αντίσταση.
Πιο αισιόδοξοι από όλους ήταν οι στρατηγοί του ιταλικού Γ.Ε.Σ. Ο αρχηγός του, ο στρατηγός Γκρατσιάνι, δεν πίστευε στη μαχητικότητα του ελληνικού στρατεύματος και μάλιστα στην τελική διαταγή επιχειρήσεων στις 20 Οκτωβρίου 1940 μεταξύ άλλων αναφέρει ότι «οι επιχειρήσεις θα αρχίσουν χωρίς την άφιξη των προβλεπόμενων ενισχύσεων». Τόσο σίγουροι ήταν για την τελική επικράτηση.
Τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 1940 οι Ιταλοί παραβιάζουν τα ελληνικά σύνορα. Οι πρώτες πληροφορίες από το μέτωπο μιλούν για ταχύτατη προέλαση των ιταλικών στρατευμάτων (χωρίς μάλιστα αεροπορική στήριξη) και προκαλούν μεγάλο ενθουσιασμό στην Ιταλία. Οι Ιταλοί επιτελάρχες ερμήνευσαν μάλλον λάθος την «βάση σχεδίου» σύμπτυξη των ελληνικών προκαλυπτικών τμημάτων την πρώτη μέρα. Νόμισαν ότι οι ελληνικές δυνάμεις υποχωρούν. Ο Υπουργός Εξωτερικών Τσιάνο γράφει στο ημερολόγιό του στις 28 Οκτωβρίου ότι «παρά την κακοκαιρία τα στρατεύματά μας προελαύνουν γρήγορα μολονότι δεν υποστηρίζονται από την αεροπορία… Ο Ντούτσε είναι ευδιάθετος», ενώ την επομένη γράφει ότι «ουδείς κινείται να βοηθήσει τους Έλληνες. Τώρα είναι απλώς θέμα ταχύτητας».
Το ίδιο αισιόδοξο πνεύμα μαρτυρούν και τα πολεμικά ανακοινωθέντα, π.χ. το υπ’ αριθμόν 147 της 1ης Νοεμβρίου αναφέρει ότι «οι εις Ήπειρον επιχειρήσεις εξελίσσονται κανονικά. Τα στρατεύματά μας έφθασαν στον οδικό κόμβο Καλιμπάκι» (έτσι λανθασμένα αποκαλούσαν το Καλπάκι).
Το αλαζονικό πνεύμα φαίνεται ολοκάθαρα και στα λεγόμενα στο βιβλίο του αρχηγού Γ.Ε.Α. Φ. Πρίκολο («Αδράνεια κατά ηρωισμού», 1946). Αναφέρει ότι ο Μουσολίνι εμπιστευόταν τον αρχιστράτηγο των επιχειρήσεων Β. Πράσκα και ότι άκουσε τον στρατηγό Σοντού (υφυπουργό Στρατιωτικών) να διαβεβαιώνει ότι απαιτείται 1 εβδομάδα να καταλάβει ο ιταλικός στρατός τα Γιάννενα και 15-20 μέρες την Πρέβεζα. Μάλιστα ανέθεσε στον στρατηγό Πρίκολο να μεταβεί στο μέτωπο και να επιδώσει συγχαρητήρια επιστολή στον αρχιστράτηγο.
Επιπλέον ο Ιταλός πολιτικός διοικητής στην Αλβανία Τζακομόνι μετέδιδε στον Πράσκα στις 2 Νοεμβρίου: «όταν φτάσεις στην Πρέβεζα θα ονομασθείς στρατηγός στρατιάς και όταν φτάσεις στην Αθήνα στρατάρχης της Ιταλίας».
Όμως η αισιοδοξία των Ιταλών κράτησε μόνο 6 μέρες. Ο στρατηγός Αρμελλίνι του Γενικού Επιτελείου έγραφε στο ημερολόγιό του στις 3 Νοεμβρίου: «ο πόλεμος στην Ελλάδα προχωρεί αργά και με μεγάλες δυσχέρειες, αντίσταση κατά των στρατευμάτων μας … ενώ θα έπρεπε, κατά τις πληροφορίες που μας δίνονταν, να έχουν γίνει δεκτά με ανοιχτές αγκάλες. … Στην Ήπειρο η προέλαση εξελίσσεται αργά, στην Κορυτσά οι Έλληνες εξαπέλυσαν επίθεση με μικρές επιτυχίες. Οι επιχειρήσεις δεν είναι τόσο αναίμακτες, όπως οι Τζιακομόνι, Τσιάνο και η παρέα τους πίστευαν …».
Αντίθετα ο Τσιάνο από την Αλβανία στέλνει επιστολή στον Ντούτσε και τον ενημερώνει ότι: «οι επιχειρήσεις βαίνουν καλώς και η ελληνική αντίσταση παρουσιάζεται ασθενής, πλην όμως, για να επιτευχθεί η ενέργεια, …. θα ήταν απαραίτητη η άμεση αποστολή των τριών μεραρχιών». Όμως το πολεμικό ανακοινωθέν με αριθμό 149 της 3ης Νοεμβρίου επιβεβαιώνει ότι οι επιχειρήσεις εμφανίζουν στασιμότητα.
Αυτή η νέα κατάσταση στο μέτωπο δημιούργησε κλίμα ανησυχίας στην Ιταλία. Στις 4 Νοεμβρίου ο Μουσολίνι καλεί σε σύσκεψη τους αρχηγούς των επιτελείων και αποφασίστηκε η αποστολή 12 τουλάχιστον μεραρχιών στην Αλβανία και η αντικατάσταση του στρατηγού Πράσκα με τον στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού, πρώην υφυπουργό Στρατιωτικών.
Ο Πράσκα όμως εξαπατήθηκε, γιατί του αναγγέλθηκε η αντικατάσταση όχι αμέσως, αλλά στις 9 Νοεμβρίου. Η πικρία που ένιωσε ο απερχόμενος στρατηγός φαίνεται στο βιβλίο, που έγραψε αργότερα: «… το απόγευμα της 5ης Νοεμβρίου δέχθηκα απροσδόκητη επίσκεψη του στρατηγού Σοντού στο στρατηγείο στη Δερβιτσάνη. Είχα ακόμη εμπιστοσύνη σε αυτόν… Με αγκάλιασε … μου είπε ότι ήρθε να με βοηθήσει ιδίως στην επίσπευση της μεταφοράς ενισχύσεων. … Την επομένη επέστρεψε και μου διευκρίνισε ότι ήλθε στην Αλβανία όχι μόνο για να βελτιώσει τις μεταφορές, αλλά και ως εντεταλμένος του Μουσολίνι, να μελετήσει επί τόπου την κατάσταση. Οι δυνάμεις μας έπρεπε να αυξηθούν σημαντικά και να σχηματιστεί μια ομάδα με 2 στρατιές, μια στην Ήπειρο και άλλη στον τομέα της Κορυτσάς. Θα ανελάμβανε τη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών και εγώ, αν δεχόμουν, θα γινόμουν διοικητής της Στρατιάς Ηπείρου. … Με παρακαλούσε θερμά να δεχθώ και εξ ονόματος του Μουσολίνι. Απάντησα ότι δέχομαι … με φίλησε … και μου είπε: θα δεις πόσο καλά θα συνεργαστούμε, θα γίνουμε και οι δύο στρατηγοί στρατιάς και κατόπιν στρατάρχες της Ιταλίας».
Στις 7 Νοεμβρίου από το ημερολόγιο του Τσιάνο φαίνεται ότι η ανησυχία των Ιταλών εντάθηκε ακόμη περισσότερο: «στον τομέα της Κορυτσάς έχουμε ήδη αποσυρθεί στη γραμμή αντίστασης…». Την ίδια μέρα ο στρατηγός Αρμελλίνι, βοηθός του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Μπαντόλιο, γράφει: «η επίθεση στην Ήπειρο ατονεί λόγω εξάντλησης της επιθετικής δυνατότητας των μεραρχιών μας. … στον τομέα της Κορυτσάς οι Έλληνες επιμένουν στην επίθεση. … Συμπερασματικά, ακόμα κι αν επιτευχθεί να διορθωθεί η κατάσταση, πλήρης αποτυχία της επιχείρησής μας».
Τη δεινή θέση παρουσιάζει καθαρά ο πτέραρχος Πρίκολο: «κάθε άλλο παρά προέλαση προς Ιωάννινα και Πρέβεζα. Τα τμήματά μας έχουν αναχαιτισθεί στο Καλπάκι. … Ο Μουσολίνι, αφού εξέτασε τις αεροφωτογραφίες (τα υψώματα Γκραμπάλα, Ψηλορράχη και Ασόνισσα στο Καλπάκι), έμεινε επί αρκετά λεπτά στενοχωρημένος και σιωπηλός. … Οι Έλληνες δεν είχαν καμιά διάθεση να υποχωρήσουν».
Στις 8 Νοεμβρίου υπό πίεση το Ιταλικό Επιτελείο Στρατού εξέδωσε διαταγή: «Κατόπιν ανώτατης διαταγής λαμβανομένης της παρούσης κατάστασης αναστείλατε την επιθετική ενέργεια στην Ήπειρο, ενόψει ανάληψης νέας δράσης μελλοντικά».
Στις 9 Νοεμβρίου αντικαθίσταται τελικά ο Πράσκα από τον Σοντού πράγμα που φανερώνει ανάγλυφα τη δύσκολη θέση που βρισκόταν το ιταλικό στρατόπεδο.
Για ένα μικρό χρονικό διάστημα (9 – 13 Νοεμβρίου) οι Ιταλοί αναθάρρησαν γιατί ο Ελληνικός Στρατός περιόρισε τις επιθετικές ενέργειες. Οι Ιταλοί νόμισαν ότι η ελληνική ορμή εξαντλήθηκε, αλλά στην πραγματικότητα οι Έλληνες ετοιμάζονταν για τη γενική αντεπίθεση.
Στις 14 Νοεμβρίου ο ελληνικός στρατός εξαπολύει γενική αντεπίθεση σε όλο το μέτωπο που κατέληξε στην κατάληψη της Κορυτσάς και άλλων περιοχών της Αλβανίας. Ο Αρμελλίνι στις 19 Νοεμβρίου έγραφε: «Ο Ντούτσε είχε χείριστη διάθεση εξαιτίας της κατάληψης της Ερσέκας από τους Έλληνες. Η Ερσέκα είναι ιδιαίτερα αξιόλογη θέση καθόσον διακόπτει τις συγκοινωνίες και παρέχει ευκολία ανάπτυξης δράσης κατά της Κορυτσάς».
Το απόγευμα της 21ης Νοεμβρίου ο Τσιάνο έγραφε: «ο Σοντού ανακοίνωσε ότι προτίθεται να εκκενώσει την Κορυτσά και να συμπτύξει ολόκληρο το μέτωπο. Ο Μουσολίνι του ζητά να το σκεφτεί καλύτερα, αλλά η υποχωρητική κίνηση είναι ήδη σε εξέλιξη και δεν μπορεί πλέον να ανακοπεί…».
28 Νοεμβρίου ο Τσιάνο αναφέρει: «άσχημα νέα από την Αλβανία. Η ελληνική πίεση συνεχίζεται, ενώ η δική μας αντίσταση εξασθενεί», ενώ ο Σταράτσε, αρχηγός της Μιλίτσια, επιστρέφοντας από το μέτωπο, ανέφερε, σύμφωνα πάντα με τα γραπτά του Τσιάνο ότι: «βλέπει την κατάσταση πολύ σκοτεινή…. Οι στρατιώτες μας πολέμησαν λίγο και άσχημα. Αυτή – ισχυρίζεται – είναι η βασική και αληθινή αιτία των εκεί συμβάντων».
Στα τέλη Νοεμβρίου ο πτέραρχος Πρίκολο γράφει στο βιβλίο του: «σε ό,τι αφορά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο δεν έχω παρά ελάχιστα πράγματα να προσθέσω… Η καταστροφή εκδηλώθηκε τόσο απροσδόκητα, τόσο παράλογα και ταυτόχρονα τόσο σοβαρά, ώστε όλοι μας είμαστε χαμένοι».
Στις 30 Νοεμβρίου ο Μουσολίνι συγκάλεσε Υπουργικό Συμβούλιο και εξήγησε στους απληροφόρητους, ακόμη και τότε υπουργούς του, την κατάσταση στο μέτωπο. Ανέλαβε την ευθύνη για την καταστροφή, αλλά άφησε μομφές κατά του στρατάρχη Μπαντόλιο, γιατί ήταν όχι μόνο σύμφωνος για την επίθεση κατά της Ελλάδας, αλλά παρουσιαζόταν ως ο πλέον αδιάλλακτος. Και ο Ντούτσε τελείωσε με τη φράση: «η κατάσταση είναι σοβαρή. Δεν αποκλείεται μάλιστα να αποβεί δραματική».
Σε 3 μέρες ο στρατηγός Σοντού εξέθεσε στον Ντούτσε τη σοβαρότατη στρατιωτική κατάσταση, διασαφήνιζε την αδυναμία αντίδρασης και παρακαλούσε για πολιτική λύση του ζητήματος!!! Ο Τσιάνο έγραψε: «ο Μουσολίνι με καλεί στο Παλάτσο Βενέτσια (το Υπουργείο Στρατιωτικών). Τον βρίσκω κουρασμένο όσο ποτέ άλλοτε. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος, μου λέει. Πρέπει να ζητήσουμε μέσω Χίτλερ εκεχειρία!!! Αδύνατον, του απαντώ. Οι Έλληνες θα θέσουν ως πρώτο όρο την προσωπική εγγύηση του Φύρερ ότι δεν θα ενεργήσουμε ποτέ πλέον εναντίον τους. Προτιμώ να τινάξω τα μυαλά μου παρά να τηλεφωνήσω στον Ρίμπεντροπ (Υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας). … Εκείνο το οποίο έχει σήμερα σημασία είναι να αντέξουμε και να διατηρηθούμε στην Αλβανία. Ο χρόνος θα φέρει τη νίκη. Αν όμως ενδώσουμε, αυτό θα είναι το τέλος».
Ο Μουσολίνι αποφάσισε να κάνει μια τελευταία προσπάθεια, αποστέλλοντας το νέο αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, τον Καβαλλέρο, στο μέτωπο. Σε κάποια στιγμή εκνευρισμένος είπε: «Κάθε άνθρωπος διαπράττει ένα μοιραίο σφάλμα στη ζωή του. Εγώ το διέπραξα όταν πίστεψα σε όσα μου έλεγε ο στρατηγός Πράσκα. Πώς να το είχα αποφύγει όταν ο άνθρωπος αυτός φαινόταν τόσο βέβαιος για τον εαυτό του;».
Εντωμεταξύ στην επιστολή του Σοντού ο Πρίκολο αντιδρά και γράφει: «Επρόκειτο περί σαφέστατης πρόσκλησης για αίτηση ανακωχής. … Έπρεπε να αποτραπεί απολύτως μια τόσο ταπεινωτική λύση, η οποία θα κάλυπτε το ιταλικό έθνος με ντροπή για αιώνες ολόκληρους…. Εισήλθα μετά από λίγο στο γραφείο του Μουσολίνι. Ήταν εκνευρισμένος και ερεθισμένος όσο ποτέ άλλοτε. … Του είπα ότι αντί να ζητήσουμε ανακωχή από την Ελλάδα δεν είναι προτιμότερο να φύγουμε όλοι για την Αλβανία και να πέσουμε στη μάχη; Μου είπε ότι έχω δίκιο. Δεν θα ζητήσουμε ανακωχή. Τελικά ανακωχή δε ζήτησε. Αλλά η απεγνωσμένη έκκληση του Σοντού μας έριξε όλους στην πιο βαθιά κατάθλιψη. Ήταν η πρώτη σοβαρότατη επίσημη αναγνώριση της τρομερότερης στρατιωτικής κρίσης της ιστορίας μας και της ανικανότητάς μας να την αντιμετωπίσουμε».
Όλα τα παραπάνω δείχνουν ολοκάθαρα ότι η κατάσταση ήταν δραματική στο ιταλικό στρατόπεδο, αφού μάλιστα έφτασαν να σκέφτονται να ζητήσουν ανακωχή από την Ελλάδα. Ήταν το κλίμα χειρότερο και από αυτό που νόμιζε τότε ο ελληνικός λαός και η ηγεσία του.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Στρατιωτική Ιστορία, τεύχος 74, Αθήνα Οκτώβριος 2002.
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδ. Αθηνών
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.