«Είμαι εικοσιδύο ετών και ονομάζομαι Φωφώ. Τα υπόλοιπα … αργότερα»
Σας παρουσιάζω σήμερα μια κοινωνική έρευνα του Π. Παλαιολόγου στα «Αθηναϊκά Νέα» γύρω από το θέμα της αναζήτησης του ετέρου ημίσεως μέσω αγγελιών και επιστολών που έλαβε η εφημερίδα. Το θέμα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον γιατί εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τα προβλήματα των γυναικών στις σχέσεις τους με τους άνδρες ακόμη και τη δεκαετία του 1930.
«Μεταξύ των 522 επιστολών, αι 175 προέρχονται από κορίτσια οικογενειών μεσαίας τάξεως πού ζητούν αποκατάστασιν διά λόγους οικονομικούς. Ακολουθούν 114 εργαζόμενα κορίτσια. Λαχταρούν και αυτά ν’ απαλλαγούν από το βάρος της δουλειάς. Εκατόν πενήντα ζητούν παντρειά διότι πλήττουν εις το σπίτι. Είκοσι γράμματα έχουν διαβιβασθή από τους γονείς των κοριτσιών τα οποία προτείνονται εις γάμον, άλλα 17 από χήρας πού επιθυμούν να επαναλάβουν το συζυγικόν πείραμα.
Τα υπολειπόμενα 40 γράμματα είνε ίσως τα πλέον ενδιαφέροντα. Καθένα και μια περίπτωσις –δραματική ως επί το πλείστον. Κοινωνικά ναυάγια, κορίτσια που παραστράτησαν και άλλα πού έχουν την ειλικρίνειαν να ομολογήσουν τας ανησυχίας της νεότητος και ζητούν τον άνδρα διά να τα συγκρατήση από τον δρόμον του κακού. Ακόμη και το μπαλλέτο της επιθεωρήσεως μας έστειλε τον καϋμό της παντρειάς. «Πάρτε με. Βαρέθηκα. Θα ζήσουμε μακρυά. Κανείς δεν θα με γνωρίση και θα δήτε, θα δήτε τι ευτυχισμένο πού θα σας κάμω».
Υπάρχουν όμως και γράμματα πού δεν επιτρέπουν κανένα συμπέρασμα. Ξηραί υπηρεσιακαί επιστολαί, άχρωμοι και άοσμοι: «Κύριε, εις απάντησιν της αγγελίας σας, σπεύδω να σας πληροφορήσω ότι συγκεντρώνω τα απαιτούμενα προσόντα και λαμβάνω το θάρρος να σας παρακαλέσω να μας τιμήσετε διά μιάς επισκέψεώς σας». Προστίθεται ημέρα, ώρα, οδός, αριθμός ή θέσις της εκκινήσεως του λεωφορείου και ο γαμβρός αναμένεται.
Αι επιστολαί των κοριτσιών πού εργάζονται είνε ομοιόμορφοι. Δυστύχημα είνε ακόμη διά την Ελληνίδα η δουλειά. Προκαλεί την συμπάθειαν: «Το καϋμένο εργάζεται». Η εργασία ως βιοποριστικόν επάγγελμα αποτελεί το κακόν προσωρινόν καθεστώς, το οποίον βιάζεται να εγκαταλείψη μόλις της φανερωθή η καλή τύχη. Κυρτωμένο επάνω από την μηχανή του το κορίτσι του γραφείου, δεν σκέπτεται παρά την απολύτρωσιν. Εις την μηχανήν του εμπιστεύεται τον καϋμό της παντρειάς. Όλαι σχεδόν αι επιστολαί των εργαζομένων κοριτσιών που ελάβαμε, είνε δακτυλογραφημέναι. Όταν διαβάση κανείς την μίαν, τις έχει διαβάση όλες.
«Κύριε, όταν είδα την αγγελία σας, σκέφθηκα ότι ίσως να υπάρχη κάποιος θεός και για μένα. Δέκα χρόνια τώρα μαραίνομαι στη μηχανή. Ήμουν δεκαοκτώ ετών όταν ο μπαμπάς αρρώστησε και αναγκάσθηκα να εργασθώ. Βλέπετε, δεν πέρασα την ηλικία πού ζητείτε και μπορώ να καυχηθώ ότι κατά τα δέκα αυτά χρόνια δεν έδωσα το παραμικρό θάρρος σε κανένα από τους προϊσταμένους μου. Θα με βρήτε όπως με θέλετε. Αν σύν Θεώ σας γνωρίσω και με γνωρίσετε έχω να σας πώ πολλά για την ζωή του κοριτσιού πού είνε υποχρεωμένο να εργάζεται …».
Μια πού έχει πρόχειρη την μηχανή η επιστολογράφος μας δεν σταματά τα δακτυλάκια της. Αραδιάζει κατεβατά σαν να εσήμανε η στιγμή της απολυτρώσεως και τονίζει εις τα πλήκτρα το κύκνειον άσμα της.
Πόσες τέτοιες περιπτώσεις! «Ειργάσθην μέχρι σήμερον και εργάζομαι από ηλικίας δεκαεπτά ετών. Το όνειρόν μου είνε ν’ αποκτήσω τέκνα, δεν έχω μεγάλας αξιώσεις. Μού αρκούν τα απαραίτητα και τούτο διότι έχω πλέον κουρασθή εργαζομένη και νοσταλγώ το σπίτι, την οικογενειακήν ζωήν…».
Εκατόν πενήντα κορίτσια πλήττουν. Θέλουν να παντρευθούν για ν’ αλλάξουν ζωή. Να μεταπηδήσουν από τον πατέρα εις τον σύζυγον. Ίσως τον εύρουν διασκεδαστικότερο. Παρ’ όσα και αν λέμε δεν έλειψαν τα κορίτσια του σπιτιού. Τα κορίτσια δε αυτά εις τον γάμον βλέπουν την μόνην διέξοδον από το καθεστώς της ανίας που τα περιβάλλει. Το λένε μόνα τους: «Έχω δυστυχώς αυστηρούς γονείς και η ζωή μου κυλά πεζή, χωρίς ποικιλίες. Λίγο νοικοκυριό, λίγο πιάνο, λίγες τυπικές επισκέψεις … Αν θέλετε λοιπόν… ».
Αν θέλαμε! Μήπως τάχα είνε η μόνη; Ακούστε το παράπονο μιας άλλης: «Τι ανία η ζωή μου! Δεν έχω παράπονα από τους δικούς μου. Με συνοδεύει τακτικά ο αδελφός μου. Μπορεί όμως, σας παρακαλώ, η συντροφιά του αδελφού να γεμίση τη ζωή μιάς νέας; Μ’ ένα καλό σύζυγο το πράγμα διαφέρει… Γι’ αυτό αν κάμνατε τον κόπο να περάσετε …».
Πλήττουν όμως και τα κορίτσια πού δεν είνε δεσμευμένα από περιορισμούς οικογενειακούς. «Δεν έχω γονείς, δεν έχω αδελφό, δεν έχω κανένα. Είμαι εντελώς ελευθέρα. Μια σύνταξις του μακαρίτη πατέρα μου, ανωτέρου στρατιωτικού, μου επιτρέπει να ζώ χωρίς μεγάλες στενοχώριες. Καταντά όμως ανυπόφορη η ζωή μιάς νέας πού είνε μόνη και θέλει να μείνη στον καλό δρόμο. Με ποιόν να βγαίνη χωρίς να παρεξηγηθή; Όταν διάβασα λοιπόν την αγγελία σας σκέφθηκα: Ποιος ξέρει … ».
Είνε μερικές πού δεν δικαιολογούν κάν την προσφορά τους. Πλήττουν; Εργάζονται; Είνε πτωχές; Είνε ευκατάστατες; Ποιος τις ξέρει; Δεν ομιλούν παρά για παντρειά. Αυτή τις απασχολεί. Έχουν μια ειλικρίνεια συναρπαστική. «Μά στα σοβαρά το γράφετε; Δεν ξέρετε ότι αι γυναίκες τρελλαίνονται για παντρειά; Γι’ αυτό και εγώ επειδή είμαι γυναίκα σας απαντώ αμέσως για να πώ ότι είμαι έτοιμη καθ’ όλα». Και απαριθμεί τα προσόντα της. Είνε 21 ετών, έχει μόρφωσιν όση αρκεί διά να παρουσιασθή εις οποιοδήποτε μέρος και να φερθή με όλους τους τύπους της καλής συμπεριφοράς! «Γι’ αυτό αν σας αρέσουν τα προτερήματά μου γράψετέ μου να σας συναντήσω. Αλλά γρήγορα …».
Όσες επέρασαν τα εικοσιπέντε αποφεύγουν να θίξουν τα τριανταεννέα χρόνια του υποψηφίου των. Τον ανέχονται. Τα πρώτα νειάτα όμως; Είνε ξετρελλαμένα με τα γκρίζα μαλλιά.
«Σας φαντάζομαι σαν τον Φρανσέν πού είδα στο σινεμά. Μερικές ρυτίδες γύρω στα μάτια, άσπρες τρίχες στο κεφάλι … Έτσι επόθησα τον άνδρα. Ελάτε στο τέρμα της Γούβας έξω από το περίπτερο. Σας περιμένω …». Ακούσατε πράματα: Είνε ένα δεκαοκταετές ξεπεταρούδι πού ξεσηκώνει μεσήλικα άνθρωπον εις παρακινδυνευμένην εκστρατείαν προς τα ακραία όρια της πρωτευούσης.
Περισσότερο συγκαταβατική είνε κάποια άλλη. Μας περιμένει εις την πλατείαν Συντάγματος. Μας θέλει όμως ανθοστόλιστον διά να μας αναγνωρίση και να μας πλησιάση, αν μας εύρη «κατάλληλον». Διότι είνε μορφωμένη ή νέα και η μεγάλη μόρφωσις την έκαμε πολύ ραφιναρισμένην και εκλεκτικήν: «Κύριε, μού έχουν προτίνει πολί έως τόρα αλλά δεν αποφασίζο να πάρω τον καθένα. Θέλω ένα άγνοστο. Ελάτε την Κυργιακή και να κρατήτε άνθη στα χέργια για να σας γνορίσο …».
Μερικές κάμνουν και χιούμορ: «Είμαι πολύ κάτω των 35 ετών, μ’ όλα μου τα καλοκαίρια. Εισόδημα δεν έχω. Τι να το κάμω; Το δικό σας μού φθάνει».
Όλες όμως τις ξεπερνούν εις σπιρτάδα, παριζιανισμό και λακωνικότητα οι δύο αυτές γραμμές: «Είμαι εικοσιδύο ετών και ονομάζομαι Φωφώ. Τα υπόλοιπα … αργότερα».
Υπόλοιπα! Τι χρειάζονται, παιδί μου; Φωφώ λέγεσαι, εικοσιδυό ετών είσαι. Έχεις τα πάντα».