Ο Νικόλας Σφυράκης (Καπετάν Φουρτούνας). Στη δική του αφήγηση βασίζεται το διήγημα. Σπιναλογκίτικο περιστατικό μεταπλασμένο σε διήγημα.
Τον Καπετάν΄Φουρτούνα τον γνώρισα τον Γενάρη του 1981 και τον συνάντησα ξανά το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου. Τη δεύτερη φορά κρατούσα κάτι γράμματα λεπρών που είχαν πέσει τότε στα χέρια μου.
Τους ήξερε, όλους τους ήξερε με τα μικρά τους ονόματα και με τις μικρές ιστορίες τους· αληθινό αρχείο μνήμης ο μπάρμπα Νικόλας, ολόκληρη η ανθρώπινη περιπέτεια ξεδιπλωνόταν μπροστά μου σαν άνοιγε το στόμα του.
Ήταν τότε 84 χρονών, κωπηλάτης της ζωής κι ας ήξερε πως έκανε πια τα τελευταία του δρομολόγια.
Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν τους είδα να μαζεύουν τα πράματά τους και να ετοιμάζονται για το μεγάλο φευγιό.
Δεν είχαν και πολλά να πάρουν μαζί τους, λίγα ρούχα μόνο και τις φωτογραφίες που τους είχαν στείλει από τον έξω κόσμο. Τι άλλο να πάρουν; Τα δάκτυλα που λείπανε από τα χέρια τους ή τα χείλια που λείπανε από τα πρόσωπά τους;
Σε λιγότερο από μια βδομάδα θα άδειαζε το νησί κι αυτές τις τελευταίες ημέρες πηγαινοέρχονταν στους δρόμους συλλογισμένοι κι ανυπόμονοι.
Κάθε πρωί, την ώρα που σίμωνε η βάρκα, έβλεπα μιαν εικοσαριά να κατηφορίζουν στην αποβάθρα, άλλος με μια βαλίτσα στο χέρι, άλλος μ’ έναν μπόγο.
Δεν ήξερα γιατί, δεν τόλμησα να τους ρωτήσω, ίσως να φοβούνταν μην τυχόν και φύγει το καΐκι χωρίς αυτούς. Δάκρυζαν τα μάτια μου κι έστρεφα προς τα πίσω το πρόσωπό μου, δεν ήθελα να με δουν δακρυσμένο κι εμένα.
Τους ήξερα. Όλους τους ήξερα, τετρακόσιους εξήντα νοματαίους, άντρες και γυναίκες, νέους και γέρους.
Εγώ ήμουν τ’ αυτιά και τα μάτια τους, εγώ τους έφερνα τα μαντάτα από τον έξωκόσμο· όλα τα γράμματα που στέλνανε, όλα τα γράμματα που λάμβαναν από τα δικά μου χέρια περνούσαν.
Κι αυτές τις τελευταίες ημέρες ο χαιρετισμός τους ήταν πιο γκαρδιακός, σίμωναν στη βάρκα, τραβούσαν τα σκοινιά για να τη δέσουν, φώναζαν όλοι μαζί δυνατά «καλωσόρισες, Καπετάν Φουρτούνα» κι οι φωνές τους αντηχούσανε στα μπεντένια.
Έτσι με ξέρανε: Καπετάν Φουρτούνα. Δεν ήταν αυτό τ’ όνομά μου, Νικόλαο Σφυρή με λένε, έτσι με γράφουνε τα χαρτιά. Το Φουρτούνας είναι παρατσούκλι, μου το κόλλησαν από παιδί γιατί αγαπούσα τη θάλασσα.
Το 1923, όταν πήρα το απολυτήριο του στρατού και μπήκα βαρκάρης στη δούλεψη του λεπροκομείου, προσθέσανε κι αυτό το μεγαλόπρεπο “Καπετάν” μπροστά στο παρατσούκλι, με ψηλώσανε τάχατες οι χωριανοί μου, κι έτσι έγινα ο Καπετάν Φουρτούνας με τ’ όνομα.
Κοντά τριανταπέντε χρόνους έζησα με το πηγαινέλα, κάθε μέρα δρομολόγια, Ελούντα-Σπιναλόγκα, Πλάκα-Σπιναλόγκα, Άη Νικόλας- Σπιναλόγκα, κι ανάποδα.
Σταμάτησα το ’57. Κι αν δεν παίρνανε την απόφαση ν’ αδειάσουν το νησί, θα πηγαινοερχόμουν ακόμη, όταν μάθει να ζει κανείς με τη αλμύρα δεν την αφήνει, δεν δίνει διαζύγια η θάλασσα.
Ξέρεις τι είναι ν’ αδειάζει ένα νησί; Ξέρεις τι είναι να περπατάς στους έρημους δρόμους και να συναντάς μονάχα φαντάσματα; Ε, και δεν έχει περάσει βάσανα τούτος ο τόπος!
Κάστρα βενέτικα, σπίτια με χρυσά κλειδιά – τέτοιο πλούτος είχαν οι Τούρκοι της Σπιναλόγκας – οι πιο παραλήδες καραβοκύρηδες μέναν εδώ.
Μην τα κοιτάς τώρα, δεν τ’ αγάπησαν οι απόκληροι που τους ξορίσανε στο νησί, στα πρώτα χρόνια ξηλώνανε πόρτες και παράθυρα για ν’ ανάβουνε τις παραστιές, κατεβάζανε τα δοκάρια, κρύωναν οι κακομοίρηδες, τι να κάμουν; Και δίπλα στ’ αρχοντικά τα ρημαγμένα, χαμόσπιτα και χαλάσματα, όλ’ ανακατωμένα.
Τη μέρα που θα έπαιρνα το τελευταίο ταχυδρομείο, Ιούλιος μήνας, παραμονές της Αγίας Μαρίνας, κίνησα πάλι για το καθημερινό δρομολόγιο. Από μακριά έβλεπα ανθρώπους στην προκυμαία, στέκονταν σαν στρατός παραταγμένος, όλοι σε μια γραμμή, όλοι στραμμένοι στη θάλασσα.
Δεν με παραξένεψε· ήξερα πως βιάζονταν να φύγουν. Με παραξένεψε, όμως, που είδα λίγο πέρα, προς τ’ ανατολικά μετά την προκυμαία, τον Γιάννη τον Αμίλητο. Είχε μπει μέχρι τα γόνατα στο νερό και κοίταζε, δεν ξέρω τι κοίταζε.
Τον ουρανό; Τον ήλιο; Δεν ξέρω. Σήκωσα το χέρι ψηλά, το σήκωσε κι εκείνος· αυτός ήταν ο δικός μας χαιρετισμός, μόλις έβλεπε τη βάρκα σήκωνε το χέρι λες και μου έκανε σινιάλο. Δεν τον συναντούσα συχνά, τις πιο πολλές ώρες τις περνούσε κλεισμένος στη μοναξιά του.
Κοντά είκοσι χρόνους βρισκόταν στο νησί και είκοσι κουβέντες δεν είχε πει όλες κι όλες, με το σταγονόμετρο βγαίνανε τα λόγια από το στόμα του.
Αν συναντούσε κανέναν στο δρόμο τον καλημέριζε με τον τρόπο του, κουνούσε το κεφάλι, έσκυβε λίγο, κάποιος ψίθυρος στριμωχνόταν ανάμεσα στα δόντια του, μα λόγος δεν έβγαινε.
Έδεσα τη βάρκα, σίμωσαν κάμποσοι άντρες κοντά, μ’ έβαλαν στη μέση κι άρχισαν να με ρωτούν για τον έξω κόσμο.
Μέχρι και για τα πολιτικά με ρωτούσαν.
Δεν περίμεναν, βέβαια, ν’ ακούσουν σπουδαία πράματα από έναν βαρκάρη, αυτοί τα είχαν όλα στο νησί, ραδιόφωνο, κινηματογράφο, γεννήτρια για το ηλεκτρικό που εμείς δεν είχαμε στα χωριά μας.
Φαίνεται, όμως, πως είχαν ανάγκη να μιλούν και με άλλους ανθρώπους, όχι μόνο με αρρώστους, έτσι το ξηγώ με το δικό μου μυαλό.
Ο Γιάννης ο Αμίλητος δεν σίμωσε. Μόλις κατέβασε το χέρι, μετά τον χαιρετισμό, πέρασε τη βενετσιάνικη πόρτα και χάθηκε από τα μάτια μου. Έτσι έκανε πάντα.
Κλεινόταν με τις ώρες σε μια κάμερα κι αν πήγαινε στο καφενείο καθόταν σε μια γωνιά μοναχός του, κοίταζε από το παράθυρο προς τη θάλασσα, έμενε για λίγο κι έφευγε.
Το σπίτι του βρισκόταν πίσω από την εκκλησία, κοντά στο νοσοκομείο, να εκεί, εκεί που σου δείχνω, χαλάσματα είναι τώρα.
Κάμποσες φορές είχα περάσει απ’ αυτή τη μικρή γειτονιά και πάντα σταματούσα, πότε για να μιλήσω στον Δημητράκη, πότε για να χαζέψω τη νοικοκεροσύνη μιας μεσόκοπης γυναίκας από τα χωριά της Σητείας.
Τον Γιάννη τον Αμίλητο έκανα πως δεν τον έβλεπα, τις πιο πολλές φορές καθόταν δίπλα στο παράθυρο, κλειστό το παράθυρο, και κοίταζε, δεν ξέρω τι κοίταζε, μάλλον κι εκείνος δεν ήξερε. Αχ, τώρα που τα θυμάμαι, είναι σα να τους βλέπω πάλι όλους μπροστά μου.
Ο Δημητράκης ήταν παιδί λεπρών, άλλοι λέγανε πως ήταν άρρωστο κι άλλοι πως όχι. Οι γονείς του είχαν πεθάνει, μα οι γείτονες δεν το άφησαν να νιώσει ορφάνια.
Η μεσόκοπη έμενε στο διπλανό σπιτάκι, δυο κάμερες όλες κι όλες. Η πόρτα της ήταν πάντοτε ανοιχτή, χειμώνα – καλοκαίρι ανοιχτή, κι εκείνη καθόταν στο πλάι με το εργόχειρο στο χέρι. Πότε έπλεκε πότε κεντούσε, όλο κεντήματα και δαντέλες ήταν το χαμόσπιτό της.
Στον βορεινό τοίχο είχε κρεμασμένη τη φωτογραφία μιας οικογένειας, μάλλον της δικής της πριν τη σκορπίσει η αρρώστια· ο άντρας καθισμένος σε καρέκλα, η γυναίκα όρθια δίπλα του με το ζερβί της χέρι ακουμπισμένο στον ώμο του άντρα. Τρία ή τέσσερα κοπέλια στέκονταν πλάι στη μάνα πιασμένα χέρι με χέρι.
Πρόσχαρη γυναίκα μα κακότυχη, δυο-τρεις μήνες πριν την εκκένωση τη βρήκανε πεσμένη στο πάτωμα κάτω από τη φωτογραφία, κι ο παπά Χρύσανθος, ένας λιπόσαρκος καλόγερος – άγιος άνθρωπος- την έθαψε στην ανατολική μεριά του κοιμητηρίου, καταντικρύ στη Σητεία· ίσως για να κοιτάζει διαρκώς τον τόπο της, ίσως και για να κάνει κάθε νύχτα σινιάλα στα παιδιά της.
Στην ίδια γειτονιά έμενε μια κοπελιά από τη Σαλονίκη κι ένας γέρος από τα χωριά της Πάτρας· είχε χάσει τα μισά δάκτυλά του ο κακομοίρης, είχανε πέσει από την αρρώστια, κι οι δυο γυναίκες, η Στειακιά κι η Σαλονικιά, δεν τον άφησαν να νιώσει τη μοναξιά, τον τάιζαν λες κι ήταν παιδί τους.
Ξέρεις, οι λεπροί βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Έτσι, γιατί ελπίζανε πως θα βρισκόταν κάποιος άλλος να τους βοηθήσει κι αυτούς όταν θα τους μάραινε η αρρώστια.
Μόνο μια φορά στα τόσα χρόνια, λίγο μετά την Κατοχή, είχε τύχει ν’ ακούσω τη φωνή του Γιάννη του Αμίλητου, ένα μεσημέρι, την ώρα που ετοιμαζόμουν να λύσω τη βάρκα για να φύγω.
Η αποβάθρα του νησιού βρισκόταν απέναντι από τη βενετσιάνικη πόρτα και παραδίπλα κάποιοι μαστόροι, χτίστες, είχαν παρατήσει πέτρες και χώματα.
Ο Δημητράκης ανακάτευε τις πέτρες, τις ανασήκωνε, κάτι φαινόταν πως έψαχνε. Έτρεξα κοντά του.
– Τι έχασες;
– Τίποτα.
– Και τι ψάχνεις;
– Τίποτα.
– Και τότε γιατί σκαλίζεις με τέτοιο ζόρι;
– Κολισαύρες γυρεύω. Να, μια μεγάλη χώθηκε μέσα σε τούτες τις πέτρες, έλα να με βοηθήσεις να την πιάσω.
Κολισαύρα λέμε στον τόπο μας τα ερπετά, τις σαύρες. Τις έπιαναν, τις έκοβαν κομματάκια, έβαζαν τα κομματάκια μέσα στα σύκα και τα τρώγανε. Πίστευαν πως αυτό ήταν το φάρμακο της λέπρας.
Άλλοι τα κατάπιναν αμάσητα, άλλοι έκαναν εμετό, δεν άντεχαν, σιχαίνονταν τις σαύρες, αλλά δοκίμαζαν. Η δίψα για ζωή νικούσε τη σιχαμάρα, λένε πως ο πνιγμένος πιάνεται από τα μαλλιά του κι έχουν δίκιο να το λένε.
Τι να κάμω, κοντοσίμωσα κι εγώ κι έψαχνα τις πέτρες, ήξερα πως ήταν παραμύθι, μα δεν ήθελα να του το πω, ποιος έχει δικαίωμα να στερήσει την ελπίδα από ένα παιδί;
Καθώς έσκυβα ένιωσα στην πλάτη μου ένα σκούντημα, γυρίζω, κοιτάζω και βλέπω τον Γιάννη τον Αμίλητο να κρατεί από την ουρά μια κολισαύρα.
Σπαρταρούσε ακόμη το ζωντανό, το κοίταζε αυτός και τα μάτια του λαμπύριζαν, πρώτη φορά που δεν ήταν απλανές το βλέμμα του. Με κοίταξε κατάματα, μάλλον ήθελε να συμμεριστώ τη χαρά του, «το φάρμακο βρέθηκε» φώναξε δυνατά, πήρε τον Δημητράκη από το χέρι κι έφυγαν τρεχάτοι.
Το 1957, δεκαεφτά του Ιούλη, ανήμερα της Αγιάς Μαρίνας, άδειασε το νησί.
Ανακατωμένες η χαρά με τη λύπη, αγωνία μεγάλη· μερικοί δεν ήθελαν να φύγουν, λέγανε πως εκεί ήταν το σπίτι τους, άλλο σπίτι δεν είχαν, άλλον τόπο δεν αναγνώριζαν για δικό τους. Λίγες ημέρες πριν φόρτωσα το τελευταίο ταχυδρομείο και ξανοίχτηκα στη θάλασσα.
Ξέρεις, όλα τα γράμματα των αρρώστων περνούσαν από κλίβανο κι έμπαινε η σφραγίδα ΑΠΕΛΥΜΑΝΘΗ με λιλά μελάνι, όλα τα πράματα που έπιαναν στα χέρια τους οι λεπροί απολυμαίνονταν, ακόμη και τα λεφτά.
Δεν ξέρω κι εγώ τι μ’ έκαμε να πάρω την τελευταία αλληλογραφία στα χέρια μου, με το ένα χέρι κρατούσα το τιμόνι της βάρκας και με το άλλο σκάλιζα τους φακέλους με τις τελευταίες επιστολές.
Παρατηρούσα τη σφραγίδα, παράξενο μου φαινόταν που θα την πετούσαν τώρα πια στα σκουπίδια, διάβαζα διευθύνσεις και ονόματα, κανένα δεν ήθελα να ξεχάσω.
Ανάμεσα στα γράμματα ήταν και κάμποσες κάρτες χωρίς φακέλους, απ’ αυτές που τις στέλνουν ανοιχτές τις μεγάλες γιορτές· άλλες είχαν χρωματιστές ζωγραφιές με ρόδα κι άλλες φωτογραφίες με ανθρώπους που χαμογελούσαν.
Μια μόνο, η τελευταία στη σειρά, μια μαυρόασπρη, είχε ζωγραφισμένο τον αναστημένο Χριστό μ’ ένα λάβαρο στο χέρι. Παράξενο μου φάνηκε· κάρτα λαμπριάτικη μέσα στο κατακαλόκαιρο; Θες από περιέργεια θες από απορία τη γύρισα για να δω ποιος την έστελνε.
Θα το πιστέψεις; Ο Γιάννης ο Αμίλητος!
Πρώτη φορά διάβαζα τ’ όνομά του, είκοσι χρόνια στη Σπιναλόγκα και δεν είχε απασχολήσει ούτε μια φορά το ταχυδρομείο.
Κανένα γράμμα δεν είχε λάβει και κανένα δεν είχε στείλει.
Κρατούσα την κάρτα, την κοίταζα κι έτριβα τα μάτια μου, δεν μπορούσα να το πιστέψω. Βλέπεις, ήμουν ο μόνος που ήξερα το μυστικό του Γιάννη του Αμίλητου. Τυχαία το είχα μάθει από έναν χωροφύλακα που είχε υπηρετήσει πριν από χρόνια στα μέρη του.
Τρεις αδερφές είχε, ανύπαντρες κι οι τρεις, πώς να τολμήσουν να πουν πως ο αδερφός τους ήταν κλεισμένος στη Σπιναλόγκα; Περνούσαν τα χρόνια, ο Γιάννης δεν φαινόταν, δύσκολο να κρατηθούν μυστικά τέτοια πράματα, βούιζε ο τόπος κι αυτές σιωπούσαν.
Τρεις λέξεις έγραφε η κάρτα, τρεις λέξεις όλες κι όλες, με γράμματα μεγάλα, κεφαλαία: ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΟ ΒΡΕΘΗΚΕ.
Φωτογραφίες & Κείμενο: Νίκος Ψιλάκης