«Κάθε φορά που περνούσα από εκεί, έβλεπα από τα σιδερόφρακτα παράθυρα ν’ απλώνονται χέρια και ν’ ακούωνται φωνές που προκαλούσαν τον οίκτο των διαβατών», αναφέρει ο Αντώνης Βερβενιώτης στο βιβλίο του «Η Αθήνα του 1900». Οι φυλακές της Παλιάς Στρατώνας, δίπλα από την πύλη Ανδριανού στο Μοναστηράκι, υπήρξαν ένα κτίριο που έχει σημαδέψει την ιστορία της πρωτεύουσας από την εποχή που οικοδομήθηκε, το 1780 μέχρι και το 1932 που κατεδαφίστηκε.
Η εμφάνιση και η έξαρση της ληστοκρατίας, που επηρέασε την κοινωνική ζωή των Ελλήνων ως τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και η αδυναμία απορρόφησης και ενσωμάτωσης των κατοίκων της υπαίθρου στην οικονομική και στην κοινωνική ζωή των πόλεων, όπου μετακινούνταν όλο και περισσότεροι, δημιούργησε περιθωριακά στρώματα. Οι μόρτες, οι κουτσαβάκηδες, οι παλληκαράδες, οι νταήδες και άλλοι συνέβαλαν με τον τρόπο τους στην εξάπλωση της παρανομίας και της εγκληματικότητας.
Επόμενο ήταν οι διαχειριστές της εξουσίας να θεσπίσουν ένα νομικό πλαίσιο αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών που περιλάμβανε τη φυλάκιση των καταδικασθέντων κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ελλείψει χώρων και περιορισμένης δυνατότητας ανέγερσης νέων χρησιμοποιούνταν παλαιά οικήματα στα οποία συνηθέστερα οι συνθήκες κράτησης ήταν άθλιες
Μια λυρική περιγραφή προσφέρει και το παρακάτω δίστιχο:
«Ψύλλοι και ψείρες και κοριοί, αυτά τα τρία όντα
Είναι της μαύρης φυλακής τα μόνα προϊόντα»
Οι στρατιωτικές φυλακές στο Μοναστηράκι – Συλλογή Πέτρου Πουλίδη
«Στην πλατεία στο Μοναστηράκι δίπλα στον Μεντρεσέ, ήταν τότε η περίφημη φυλακή της παλιάς στρατώνας, όπως την έλεγε ο λαός» αρχίζει την περιγραφή του ο Βερβενιώτης στο βιβλίο του και συνεχίζει «όλοι εσυμφωνούσαν ότι η φυλακή αυτή, όπως και όλες οι άλλες εκτός από του Συγγρού και του Αβέρωφ ήταν σε άθλια κατάσταση».
Στην πρόσοψη εκείνης της φυλακής, που προκαλούσε για χρόνια τις διαμαρτυρίες των Αθηναίων, λόγω των συνθηκών διαβίωσης των τροφίμων της, ήταν γραμμένη με μεγάλα γράμματα η γνωστή φράση του Ισοκράτη: «Μηδενί συμφορά ονειδίσης• κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατον».
Στους χώρους των φυλακών εκείνων στοιβάζονταν περίπου 800 κρατούμενοι, κάτω από δυσμενείς συνθήκες και υγρασία. Χαρτοπαιξία, ναρκωτικά, κατοχή και χρήση όπλων από τους κρατούμενους καθώς και συμπλοκές ήταν σε ημερήσια διάταξη.
Ένα από τα καταγεγραμμένα περιστατικά των φυλακών, εν έτει 1897, εκτυλίσσεται την περίοδο των μαχών του «ατυχούς πολέμου» όπου οι Τούρκοι έφθασαν έξω από την Λαμία όταν οι κρατούμενοι ζήτησαν να συγκροτήσουν δικό τους σώμα με σκοπό να πάνε στη γραμμή της μάχης. Εφόσον το αίτημά τους δεν έγινε δεκτό, άρχισαν οι μεταξύ τους διαφωνίες. Μερικοί στερεοελλαδίτες κρατούμενοι κατηγόρησαν τους Λάκωνες συμπατριώτες τους ότι υποχώρησαν από τους πρώτους στην μάχη. Εκείνοι θέλοντας να εκδικηθούν, ένα πρωινό του Νοεμβρίου, δοθείσης της κατάλληλης ευκαιρίας «έριξαν το γάντι» στους Στερεοελλαδίτες. Αν και οι ομάδες ήρθαν στα χέρια εκείνη την μέρα, το επεισόδιο έληξε χωρίς να θρηνήσουν θύματα με παρέμβαση των ψυχραιμότερων. Παρόλα αυτά η πραγματική μάχη δεν άργησε να ξεσπάσει λίγες μέρες αργότερα. Από τις συμπλοκές οι οποίες έληξαν με την παρέμβαση της φρουράς και των στρατιωτών, υπήρξαν 15 τραυματίες.
Η οδός Άρεως στο Μοναστηράκι την δεκαετία του 1920.Φωτογράφος: Πέτρος Πουλίδης
Η αθλιότητά της φυλακής, την έκανε «διάσημη» στο εξωτερικό ενώ η κατεδάφισή της το 1929 και τα τραγούδια που γράφηκαν γι’ αυτήν επανέφεραν τη φρίκη μέσα στην οποία έζησαν στα κελιά της, πολλοί από τους οποίους άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή παρόλο που δεν είχαν καταδικαστεί σε θάνατο.
Φωτογραφίες της Παλιάς Αθήνας απεικονίζουν το κτίριο αυτό, όπου στην εποχή του Όθωνα, πριν φιλοξενήσει κρατουμένους, χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας στεγάζοντας τις βαυαρικές στρατιωτικές μονάδες της εποχής. Όμως η ιστορία του δεν αρχίζει εκεί. Η καζάρμα, δηλαδή ο στρατώνας, που έδωσε και το όνομά της στη φυλακή, αποτέλεσε κάποτε το παλάτι, σεράι, του Χατζή Αλή Χασέκη, του Τούρκου διοικητή της πόλης, ο οποίος φαίνεται να τυράννησε αρκετά τους κατοίκους της πρωτεύουσας από το 1775 εως το 1795
Ο Χασέκης
Ο Χατζή Αλής ή Χασεκής, υπήρξε Οθωμανός ιδιοκτήτης και διοικητής της Αθήνας για τα 20 αυτά χρόνια μένοντας κυρίως γνωστός για την ωμότητα και την βαναυσότητα των πράξεών του. Όπως εξιστορεί στα απομνημονεύματά του ο Παναγής Σκουζές, στην εποχή του η Αθήνα υπέφερε αφόρητα και η ελληνική κοινότητα δεν έχασε μόνο τα υπάρχοντά της αλλά και πολλά από τα μέλη της, ξεσπιτώθηκαν, πέθαναν, θανατώθηκαν, ή ξεριζώθηκαν, με αποτέλεσμα να ελαττωθεί σημαντικά. Σ’ αυτό συνέβαλε και η πανούκλα που ακολούθησε την άφιξή του αποδεκατίζοντας τους Αθηναίους Μετά τα πρώτα τρία χρόνια διαμονής του στην Αθήνα, οι χριστιανοί έστειλαν κρυφά και από τους κοτζαμπάσηδες μυστικούς επίτροπους στην Κωνσταντινούπολη, ζητώντας την απομάκρυνσή του.
Κατά την απουσία του διόρισε εκπροσώπους οι οποίοι τον αναπλήρωναν με ακόμα πιο καταχρηστικό τρόπο. Έτσι οι Αθηναίοι σύντομα ζήτησαν την επιστροφή του με άλλη αποστολή. Όταν ο Χατζή Αλής το 1776 απέκρουσε την επίθεση του Αλβανού Γιαχόλιορη, αποφάσισε να βάλει τους Αθηναίους να χτίσουν τείχη για την προστασία της πόλης, έργο το οποίο πραγματοποιήθηκε μέσα σε 108 ημέρες. Έτσι με αναγκαστική εργασία των κατοίκων, χτίστηκε γύρω από την πόλη μια μεγάλη φυλακή μέσα στην οποία ήταν κλεισμένο και το πολυτελές σεράι του που η μοίρα τού έγραφε να γίνει από παλάτι στρατώνας, κι από στρατώνας φυλακές.
Αφού ολοκληρώθηκε το έργο οι Αθηναίοι αγκομαχούσαν ακόμα περισσότερο. Το 1784 η ζωή είχε γίνει τόσο ανυπόφορη που άρχισαν να εγκαταλείπουν την πόλη οι είσοδοι της οποίας φρουρούνταν από τους Τούρκους. ΤΑ παράπονα των κατοίκων καταφέρνουν να εκδιώξουν εκ νέου τον Χασέκη, η ραδιοργία του όμως τον επαναφέρει στην πόλη. Κατά την Τρίτη διαμονή του στην Αθήνα οι επιπτώσεις ήταν ακόμα χειρότερες για τους νέους κοτζαμπάσηδες. Όσοι δεν έφυγαν, πιάστηκαν, φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν ενώ χρέωσε τους Αθηναίους με τετρακόσιες χιλιάδες γρόσια για την αποπληρωμή των οποίων αναγκάστηκαν να βάλουν ενέχυρο πολλά από τα υπάρχοντα τους όπως κτήματα, ακίνητα και κινητά. Από το 1788 ως το 1790 πολλές Ελληνικές οικογένειες είτε εγκατέλειψαν την Αθήνα, είτε αποδεκατίστηκαν από την φτώχεια, τις κακουχίες και τη θανατηφόρα επιδημία πανούκλας. Όμως επειδή τα χρέη της Αθήνας είχε συμφωνηθεί να είναι όλων μαζί, όσοι απέμειναν αναγκαστικά πλήρωναν και το μερίδιο αυτών που είχαν φύγει. Όταν το 1975 πέθανε η προστάτιδά του, ο Χατζή Αλής εξορίστηκε στην Κω όπου και αποκεφαλίστηκε ενώ η περιουσία του πέρασε στο ταμείο του κράτους της Τουρκίας.
Η μνήμη της φυλακής της Παλιάς Στρατώνας ζωντανεύει μέσα από τα ρεμπέτικα
Αν και σήμερα δεν υπάρχει κανένα ίχνος από το παλάτι, τον μετέπειτα στρατώνα που μετατράπηκε σε σκληρή φυλακή, η μνήμη της διατηρείται μεταξύ άλλων και στα τραγούδια, είτε με περιστασιακές αναφορές , είτε περιγραφόμενο αποκλειστικά όπως στην παλιά στρατώνα του 1929 του Γιαννάκη Ιωαννίδη
Ένα ακόμα τραγούδι που αναφέρεται στις φυλακές της παλιάς στρατώνας είναι και το σατιρικό επιθεωρησιακό νούμερο του Γιώργου Βιτάλη, ηχογραφημένο σε δίσκο του 1929 ο Πέτρος Κυριακός υμνείται η Παλιά Στρατώνα:
Ένα άλλο δίστοιχο αναφέρει:
«Ρε ν’ από πίσω απ’ τη στρατώνα
Βαρέσαν μάγκα στην υπόγα…»
Το ρεμπέτικο άλλωστε έχει καταγράψει όλες τις πτυχές της πραγματικότητας και τα προβλήματα των ανθρώπων πέρα από κοινωνικές συμβάσεις. Από την περίοδο ακόμη της ανώνυμης δημιουργίας εντόπισε το πρόβλημα και εμπνεύστηκε από τον τρόπο ζωής των κοινωνικών ομάδων που κινήθηκαν στην παρανομία ή στα όριά της και τραγούδησε τη ζωή, τους κώδικες συμπεριφοράς και τις σχέσεις των ανθρώπων του περιθωρίου, της παρανομίας, των φυλακών, σε εξαιρετικά τραγούδια, τα οποία μάλιστα γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Το πιο ίσως γνωστό τραγούδι γνωστό μέχρι και σήμερα είναι το «Δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη».
Ο Καπετανάκης σύμφωνα με κάποιες ιστορικές πηγές φαίνεται να ήταν υπαρκτό πρόσωπο το οποίο διετέλεσε διευθυντής των φυλακών αυτών το όνομα του οποίου χαράκτηκε στη μνήμη των κρατουμένων κυρίως για την σκληρότητά του.
http://www.newsbeast.gr