Λίγα πράγματα είναι πιο άχαρα από το να ζητάς από ανθρώπους που έχασαν, μέσα σε λίγες ώρες, τα πάντα (ή σχεδόν τα πάντα) να σκαλίσουν τα υπάρχοντά τους μήπως και ανασύρουν παλιά, οικογενειακά άλμπουμ. «Μέσα σ’ όλα πάνε και οι φωτογραφίες», ήταν μια απάντηση που ακούσαμε περισσότερες από μία φορές.
Ο σκοπός μας δεν έμοιαζε τόσο φιλόδοξος. Αναζητούσαμε φωτογραφίες από το παλιό Μάτι. Τώρα, που όλη η Ελλάδα μάθαινε με τον πιο τραγικό τρόπο για το Μάτι, θέλαμε να δούμε με τι έμοιαζε μεταπολεμικά αυτή η πνιγμένη στα πεύκα ειδυλλιακή φέτα ανάμεσα στους πρόποδες της Πεντέλης και στον Ευβοϊκό.
«Να μιλήσετε οπωσδήποτε με την κυρία Τίνα Κολλάρου». Αυτή ήταν η πολύτιμη συμβουλή που μας οδήγησε στη δραστήρια πρόεδρο του τοπικού Εξωραϊστικού Συλλόγου «Μάτι». Μέσα στην τρέλα και στον πόνο που της προκάλεσαν η καταστροφή του αγαπημένου της τόπου και οι απώλειες τόσων ανθρώπων (ούτε η δική της οικογένεια βγήκε αλώβητη από τη φωτιά, αλλά ευτυχώς οι ζημιές ήταν μόνο υλικές), βρήκε τον χρόνο να μας μιλήσει. Μας αποκάλυψε λοιπόν ότι ο σύλλογος ετοίμαζε, εδώ και χρόνια, ένα λεύκωμα για το Μάτι, με αφηγήσεις παλαιών και νεότερων κατοίκων, αλλά και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, που τους είχαν εμπιστευτεί παλιές οικογένειες της περιοχής. Αλλά ήρθε η κρίση, το σχέδιο της έκδοσης πήγε πίσω και τώρα τους πρόλαβε η φωτιά.Όμως, το λεύκωμα θα εκδοθεί, ο χορηγός είχε βρεθεί σε ανύποπτο χρόνο πριν από την πυρκαγιά και σήμερα το «Κ» έχει τη χαρά να σας παρουσιάσει ένα μικρό αλλά ενδεικτικό μέρος του υλικού που έχει συγκεντρωθεί.
Τρία πράγματα προκύπτουν αβίαστα διαβάζοντας τις αφηγήσεις των κατοίκων ή βλέποντας τις φωτογραφίες της μεταπολεμικής εποχής. Πρώτον, το Μάτι δεν ήταν πάντα ο κατάφυτος παράδεισος που ξέραμε μέχρι τη Δευτέρα 23 Ιουλίου. Η βλάστηση αναπτύχθηκε με τη φροντίδα των παραθεριστών, οι οποίοι άρχισαν να πυκνώνουν από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά. Δεύτερον, ο οικογενειακός χαρακτήρας του οικισμού. Μέχρι σχετικά πρόσφατα, όλοι γνώριζαν όλους: η μια γενιά μετά την άλλη συνδεόταν ψυχικά και συναισθηματικά με το Μάτι, καθώς απολάμβαναν τις μακρόσυρτες διακοπές από το κλείσιμο των σχολείων μέχρι τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου. «Το Μάτι ήταν η ζωή μου», λέει η Τίνα Κολλάρου και το βλέμμα της έχει τόση ένταση, που την πιστεύεις αμέσως. Τέλος, το Μάτι υπήρξε προορισμός παραθερισμού της μεταπολεμικής μεσαίας τάξης της Αθήνας. Το κλασικό προφίλ του μεσοαστού στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ήθελε σπίτι στη Φωκίωνος Νέγρη ή στην πλατεία Βικτωρίας και εξοχικό στο Μάτι.
Τόπος κυνηγιού
Το υλικό του υπό έκδοση λευκώματος είναι πρακτικά ανεξάντλητο. Σήμερα επιλέγουμε να ανασύρουμε αναμνήσεις και φωτογραφικά στιγμιότυπα που μπορούν να φωτίσουν την ιστορική διαδρομή του οικισμού, από τη γέννησή του, στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όταν ήταν ακόμη τόπος κυνηγιού, αλλά ταυτόχρονα να αναδείξουμε τον διαχρονικά μεσοαστικό χαρακτήρα του.
O Πέτρος Βαμβακούσης, γεννημένος τη δεκαετία του ’40, είναι γιος ενός από τους 16 Χαλανδριώτες που ίδρυσαν τον οικισμό πριν από τον πόλεμο. Το 1930 έγινε το συμβόλαιο αγοράς του αγροκτήματος από την Ιερά Μονή Πεντέλης και τρία χρόνια αργότερα άρχισε η διανομή των οικοπέδων με κλήρωση. Οι παραλιακοί κλήροι είχαν έκταση 2.300 τ.μ. και οι υπόλοιποι 1.800 τ.μ. Κάθε δεύτερη ιδιοκτησία, υπήρχε πρόσβαση στη θάλασσα, με δρομάκι πλάτους 2,5 μέτρων. «Γνώριζαν την περιοχή γιατί ερχόντουσαν για κυνήγι, και τους άρεσε. Όταν ήρθαν εκτιμητές από τη Μονή και ρωτούσαν “τι αξίζει εδώ;”, απαντούσαν “τίποτα δεν αξίζει”». Το Μάτι αριθμούσε εκείνα τα χρόνια μόλις 1.200 στρέμματα. Πλήρωσαν φόρο αγοράς και για επιπλέον 900 στρέμματα, στη γειτονική Αμπελούπολη, που αργότερα στέγασε τον Οίκο Ναύτου, αλλά αυτά δεν περιήλθαν ποτέ στην κατοχή τους. Η Αμπελούπολη, βόρεια του Ματιού, προς τη Νέα Μάκρη, παλαιότερα δεν είχε αναπτυχθεί οικιστικά και η παρουσία του πρασίνου ήταν πραγματικά οργιαστική. Δυστυχώς δεν γλίτωσε από τη μανία της φωτιάς του Ιουλίου. Η Σεβαστή Μάρκου θυμόταν ότι η περιοχή είχε καεί ξανά πριν από τον πόλεμο. «Ήταν καψάλα όλα, μόνο σκίνα έβλεπες, λιγοστά δέντρα». Πόσα σπίτια θα έλεγε ότι υπήρχαν εκείνη την «αρχαία» εποχή του Ματιού; «Καμιά τριανταριά ήμασταν όλοι όλοι τότε. Αλλά ήμασταν όλοι αγαπημένοι».
Όσο για την ονομασία του οικισμού, ο Πέτρος Βαμβακούσης θυμάται ότι κάποιοι υποστήριζαν ότι σχηματίζονταν ρουφήχτρες στη θάλασσα και άλλοι ότι ήταν το μάτι του βοριά, λόγω υπερβολικού αέρα. «Είχαν σημειωθεί και πνιγμοί», συμπληρώνει.
Όταν ο αέρας φύσηξε δυτικά
Ο αέρας ήταν πάντα «σήμα κατατεθέν» του Ματιού, αν και οι πιο παλιοί υποστηρίζουν ότι ο αέρας «έκοψε» όταν χτίστηκαν επί χούντας, αλλά και νωρίτερα, τα ξενοδοχεία της περιοχής. «Τα ξενοδοχεία κόψανε τον αέρα», επιμένει η Σεβαστή Μάρκου. «Αυτά τα κτίρια που γίνανε όλα στη σειρά και οι πολυκατοικίες, αυτά κόψανε τον αέρα απ’ τον Ευβοϊκό». Αλλά και η Μαρίνα Διαμαντοπούλου θυμάται τον αέρα πολύ καθαρά: «Θυμάμαι ότι στους τρεις μήνες που καθόμασταν στο Μάτι φυσούσε κάθε μέρα, από το πρωί, μόλις ξεκινούσε η μέρα. Δηλαδή στους τρεις μήνες μπορεί να είχαμε δύο μέρες θάλασσα λάδι και όλες τις υπόλοιπες να είχε κύμα. Γυρίζαμε τελείως ξυπόλυτοι τους τρεις μήνες και γινόμασταν μαύροι σαν την πίσσα. Κολυμπούσαμε συνέχεια και ήταν πραγματικά μια ξέγνοιαστη ζωή».
Μύθος ή πραγματικότητα, ο δυνατός αέρας δεν είχε προκαλέσει μεταπολεμικά μεγάλη πυρκαγιά, που να απειλήσει το σύνολο του οικισμού, όπως συνέβη τώρα. Το Μάτι είχε καταφέρει να μείνει ανέπαφο από τις μεγάλες πυρκαγιές που κατέκαψαν τεράστιες εκτάσεις στην Πεντέλη το 1995, το 1998 και το 2009. Αλλά και από τις μικρότερες, τις πιο «περιφερειακές», που έκαιγαν κατά καιρούς τις παρυφές της Ραφήνας, την Καλλιτεχνούπολη ή τον Νέο Βουτζά. Αυτό οφείλεται κυρίως στον άνεμο (βοριά συνήθως ή ανατολικό), που σπρώχνει τη φωτιά προς το βουνό. Τώρα, φύσηξε δυτικός, κάτι εξαιρετικά σπάνιο για το Μάτι. «Μόνο τα τελευταία καλοκαίρια είχαμε σταματήσει 65 με 70 φωτιές», μου λέει η Τίνα Κολλάρου, η οποία μαζί με άλλους εθελοντές έχει γράψει πολλά δίωρα εθελοντικής εργασίας στο πυροφυλάκιο του Νέου Βουτζά.
Από την Αυστρία στο Μάτι
Η Μαρίνα Διαμαντοπούλου ήρθε για πρώτη φορά στο Μάτι το 1947. «Ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος και περνούσες τρία ρέματα, διότι το αυτοκίνητο κατέβαινε και ανέβαινε. Όλοι οι άνθρωποι πηγαίνανε στις εξοχές τους με φορτηγά, που είχαν φορτωμένα τα κρεβάτια τους, τα ψυγεία του πάγου».
Ο μετέπειτα σύζυγός της, ο 83χρονος σήμερα Ιωσήφ Τουπάι, αρχιτέκτονας και αυστριακής καταγωγής, είδε το Μάτι για πρώτη φορά δέκα χρόνια αργότερα, ύστερα από ένα ταξίδι που κράτησε τριάντα έξι ώρες με το τρένο, ερχόμενος από την Αυστρία. «Η φύση ήταν παρθένα. Υπήρχαν πολύ λίγα σπίτια επάνω στην παραλία, θυμάμαι ένα σαν νησιώτικο. Πρέπει να ήταν περίπου εκεί όπου βρίσκεται τώρα το ξενοδοχείο “Μάτι”. Μου έκανε εντύπωση η ωραία λαϊκή αρχιτεκτονική του. Αυτό που επίσης ήταν εντυπωσιακό ήταν ότι δεν υπήρχε νερό, δεν υπήρχε ηλεκτρικό και το βράδυ, όταν σκοτείνιαζε, είχαμε αυτές τις γκαζοζιέρες, που έπρεπε να τρομπάρεις για να βγει φως. Έβγαζαν πολύ ωραίο και δυνατό φως. Κοιμόμασταν πάντα έξω σε κάτι στρατιωτικά ράντζα χωρίς στρώματα, απλώς είχαν ένα πανί. Εγώ είχα μαζί μου υπνόσακους και κουβέρτες. Αλλά πάντως κοιμόμασταν έξω. Έχω την εντύπωση ότι τότε ήταν πιο ζεστές οι νύχτες απ’ ό,τι τα τελευταία χρόνια που μένουμε στο Μάτι».
Μικροί μεγάλοι, μια παρέα
Δεσμούς αίματος με το Μάτι διατηρεί ο γνωστός φωτογράφος Τάσος Βρεττός, όπως και ο αδελφός του Βασίλης. Ο παππούς τους συγκαταλέγεται στους δεκαέξι «Χαλανδραίους» που υπέγραψαν το συμφωνητικό με την Ιερά Μονή Πεντέλης για την εξαγορά του αγροκτήματος «Μάτι». Και τα δύο αδέλφια έζησαν μία από τις καλύτερες εποχές του Ματιού, όταν η περιοχή καθιερωνόταν ως ένας από τους πιο αγαπητούς προορισμούς παραθερισμού της αθηναϊκής μεσαίας τάξης. «Είναι χιλιοειπωμένο αυτό», σημειώνει ο Βασίλης Βρεττός, «αλλά ερχόμασταν εδώ με το που έκλειναν τα σχολεία και φεύγαμε πάλι τον Σεπτέμβρη. Ερχόμασταν από την Αθήνα, κανονική μετακόμιση, και ξεχνούσαμε ότι υπήρχε Αθήνα».
Το ρομαντικό εκείνης της εποχής ποιο ακριβώς ήταν; ρωτάμε τον Βασίλη Βρεττό. «Ότι μια ολόκληρη περιοχή ήταν μια παρέα. Και η παρέα αυτή δεν ήταν μόνο οι συνομήλικοι. Ήταν μια μεγάλη συντροφιά ανοιχτή σε ηλικίες. Και θυμάμαι τα παιχνίδια. Παντομίμες παίζαμε στο “Miami” και γινόταν χάος!» Και μετά, ξαφνικά, το Μάτι έγινε προορισμός νυχτερινής διασκέδασης για τους νέους της δεκαετίας του ’70. «Αντί για Γλυφάδα, κατέβαιναν στο Μάτι», θυμάται ο Βασίλη Βρεττός. «Δεν έβρισκες να παρκάρεις εδώ. Στο κέντρο του Ματιού δεν μπορούσα ούτε να περπατήσω. Δηλαδή, πώς πας σήμερα σε μια ντισκοτέκ που είναι φουλ από κόσμο και στριμώχνεσαι για να πας μέχρι την τουαλέτα, ε, αυτό το πράγμα γινόταν στον δρόμο. Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνεις. Δηλαδή αυτοκίνητα και κόσμος ήταν ένα πράγμα το οποίο, για να ξεκολλήσει, περνούσε ώρα. Και όλα αυτά για την Tropicalia! Δηλαδή έλεγες “Μάτι” και σου έλεγαν “Tropicalia”. Ποια Γλυφάδα μού λέγανε τότε, Tropicalia, Μάτι, wow!».
Η Porsche με τον Κωνσταντίνου
Λίγο νωρίτερα, τον Ιούνιο του 1971, ο Παναθηναϊκός είχε παίξει στο Γουέμπλεϊ, στον ιστορικό τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών με τον Άγιαξ. Μετά το Γουέμπλεϊ, η ομάδα του Παναθηναϊκού κατέλυε, πριν από τους αγώνες, σε ξενοδοχείο στο Μάτι, όπως θα μας πει ο Βασίλης Βρεττός. «Όλη η ομάδα του Παναθηναϊκού περπατούσε εδώ. Θυμάμαι πολύ καλά τις βόλτες όλων, του Φυλακούρη, του Δομάζου. Και πηγαίναμε εμείς οι Παναθηναϊκοί και μιλούσαμε μαζί τους. Τα ινδάλματά μας. Και θυμάμαι να κατεβαίνει βολίδα στον χωματόδρομο μια Porsche που την οδηγούσε ο Βασίλης Κωνσταντίνου. Ήταν μαζί του η Μάρθα Καραγιάννη. Είχαν σχέση εκείνη την εποχή. Το θυμάμαι σαν να ήταν τώρα. Εδώ πέρα, στη γωνία, απέναντι από το σπίτι μου. Η Porche με τον Κωνσταντίνου».
«Η ανέμελη εφηβεία μας»
Ο Σταμάτης Βερικοκίδης ήρθε στο Μάτι το 1955. Δεν θα ξεχάσει ποτέ τα καλοκαίρια των παιδικών του χρόνων και της εφηβείας. «Ήταν τόσο ανέμελα μέσα στην πανέμορφη περιοχή και στην πεντακάθαρη θάλασσα. Εδώ κάναμε τα πρώτα μας φλερτ και τα πάρτι από σπίτι σε σπίτι. Ήταν τρεις μήνες μαγευτικών καλοκαιρινών διακοπών. Το πρωί είχε κατά βάση ψάρεμα, ψαροντούφεκο. Όταν τελείωνε, μαζευόμασταν στην πλαζ, η οποία έχει εξαφανιστεί τώρα λόγω της προέκτασης του λιμένα, κάτω από του “Aμερικάνου”, και αρχίζαμε τα παιχνίδια μας στη θάλασσα. Ρακέτες, μπάνιο, διάφορες πλάκες στην παραλία. Φεύγαμε αποκαμωμένοι να πάμε στα σπίτια μας να φάμε και όχι φυσικά να ξεκουραστούμε, αλλά να κατεβούμε για να πάμε στου Μπούφη. Προηγουμένως πηγαίναμε στη “ζούγκλα” για να παίξουμε βόλεϊ. Αργότερα αυτό το αυτοσχέδιο γήπεδο για βόλεϊ μετακινήθηκε στου Μπούφη δίπλα στο “Ρία” και παίζαμε ασταμάτητα μέχρι να νυχτώσει και δεν μπορούσαμε πια να δούμε την μπάλα. Μετά ανεβαίναμε στα σπίτια μας, όχι βέβαια πάλι για να ξεκουραστούμε, αλλά για να πλυθούμε και να φορέσουμε κάτι για να κατεβούμε να κάτσουμε στη γωνία που είναι σήμερα απέναντι στη “Δωδώνη”. Είχε εκείνο το περιβόητο τοιχάκι, το οποίο είχε χαμηλώσει αρκετούς πόντους από το καθισιό μας. Σχολιάζαμε και πειράζαμε ο ένας τον άλλο μέχρι να φύγουμε από εκεί για να πάμε στου Γιώργου, τον “George” τον λεγόμενο, να φάμε κάποιο παγωτό και να γίνουν οι αναλύσεις της ημέρας. Ποιος αρέσει σε ποια και ποια αρέσει σε ποιον, προκειμένου να καταστρώσουμε τα ερωτικά μας σχέδια για την επόμενη μέρα. Τότε τα μαγαζιά που κυριαρχούσαν στην περιοχή ήταν το ζαχαροπλαστείο της Βαγγελιώς, εκεί που είναι σήμερα το “Μiami”. Ένας πανέμορφος οικισμός με πεύκα γύρω γύρω, χαλίκι μεταξύ τους, τραπεζάκια με καρεκλίτσες και δίπλα σε αυτόν τον οικισμό μια πίστα με ένα τζουκμπόξ, όπου χόρευαν οι νεολαίοι…»
Ιστορίες ωραίας (και τόσο ελληνικής) ζωής, που θα μπορούσαν να αφηγηθούν με άλλα ονόματα χιλιάδες συμπατριώτες μας που συνδέθηκαν βαθιά και αμετάκλητα με πολλούς και διαφορετικούς τόπους παραθερισμού, που για τον καθένα μας μπορεί να είναι ένα μεγάλο κομμάτι από τη ζωή μας. Αυτό ήταν το Μάτι για τους δικούς του ανθρώπους, και αυτό το Μάτι, υπόσχονται, δεν θα σβήσει ποτέ