Σ’ ένα συρτάρι αστικής μνήμης επιζούν τα χάρτινα τεκμήρια των Αθηναίων που είχαν την ευγενή πρόθεση να κερδίσουν μεταθανάτια ζωή. Τους συναντώ στις δημοπρασίες του ebay και ξέρω ότι με λίγα ευρώ μπορώ να αγοράσω ένα «στιγμιότυπο» του 1930, εκείνο ακριβώς που είχαν ποτίσει με την υγρασία τους εκατοντάδες δάχτυλα συγγενών και φίλων σε βεγγέρες, σε άλμπουμ, σε κουτιά παπουτσιών ή ζαχαροπλαστείων, σε οικογενειακές αναπολήσεις ή σε ζελατίνες πορτοφολιών.
Στα Πατήσια, στη Βούλα, στου Φιλοπάππου, στη Νέα Σμύρνη, στο Φάληρο, στο Χαλάνδρι, σε τόπους ημι-εξοχικούς με χέρσες εκτάσεις και μικρά κτίσματα, με αγρούς και σπίτια που θα μας άρεσαν σήμερα, με ξερά οικόπεδα, μοναχικά δέντρα και χαμόσπιτα ή καλύβες, με λασπόνερα και δίπλα επαύλεις χωρίς θέρμανση, με σκύλους που γαυγίζουν από μακριά και βαρύ άρωμα της νοτισμένης γης, φωτογραφίζονταν οι Αθηναίοι όταν με λεωφορεία ή με τα πόδια έβγαιναν λίγο έξω από το κέντρο. Στέκομαι στις οικογενειακές συνθέσεις, που συνήθως έχουν την αρχιτεκτονική μιας συμπαγούς ιεραρχίας, στα ζευγάρια φίλων με κιθάρες, φυσαρμόνικα και μαλλιά που ανεμίζουν, στις μοναχικές πόζες που κάποιο άλλο χέρι σκηνοθέτησε πάνω σε βράχους, ξύλινες καρέκλες ή πεζούλες… Είναι μία ανθολογία περασμένων ζωών και κυρίως βλεμμάτων, μία βεντάλια από όλες τις πιθανές γλώσσες του σώματος, που μας άφησαν οι Αθηναίοι που χάρηκαν αυτήν την πόλη και τις εξοχές της πριν, πολλοί από εμάς, έρθουμε στη ζωή και πάρουμε το χρίσμα του κατοίκου αυτού του σημείου της γης.
Καθώς κοιτώ τη φωτογραφία από τα Πατήσια, τραβηγμένη την άνοιξη του 1935, πατέρας, μητέρα και μικρό κορίτσι, προσπαθώ να τους φανταστώ. Πιθανόν να έμεναν στον άξονα της Πατησίων, ίσως και πιο μακριά. Η φωτογραφία τους θα τραβήχτηκε από κάποιον υπαίθριο φωτογράφο που σου έδινε τις «καρτ ποστάλ» ως ενθύμιον της ημέρας. Ισως να είχαν πάει σε κάποια ταβέρνα ή σε ζαχαροπλαστείο, ή απλώς να δουν συγγενείς ή φίλους εκεί κοντά. Ο άντρας μπορεί να είχε γεννηθεί το 1890 ή το 1895, και πιθανόν να είχε πολεμήσει το 1912-13 στον Α΄ Παγκόσμιο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Ισως να ανήκε σε εκείνη την άτυχη γενιά που πολέμησε δέκα χρόνια. Ισως μία πάθηση ή μία ελαττωματική όραση να τον είχε απαλλάξει, αλλά ο ίδιος είναι με τα δικά μας μάτια ένα υλικό ιστορίας που προκαλεί δέος. Η γυναίκα, μάλλον νεώτερη, ας πούμε ότι είχε γεννηθεί το 1900 ή το 1905. Αν ήταν Αθηναία, θα είχε μεγαλώσει κοντά στο Μουσείο ή στο Θησείο ή στο Κουκάκι ή στη Μιχαήλ Βόδα. Θα ήταν κοντά στα 20 όταν έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή και θα πήγαινε, ίσως, στο Αττικόν ή σε άλλους κινηματογράφους να δει τις βωβές ταινίες της εποχής. Το κοριτσάκι θα μπήκε στην εφηβεία του στη διάρκεια της Κατοχής που θα ακολουθούσε και αργότερα, αν ευτύχησε να μεγαλώσει, θα έλεγε ιστορίες από εκείνα τα χρόνια.
Και οι τρεις μας είναι προσφιλείς καθώς αγγίζουν μία περιοχή που καταλαβαίνουμε και μας συγκινεί. Είναι λίγο-πολύ δικοί μας συγγενείς. Το μικρό κορίτσι μπορεί να είναι εν ζωή και να μεγάλωσε μαζί με την Αθήνα που θα άλλαζε δραματικά μετά τον πόλεμο. Σήμερα, η φωτογραφία από εκείνη τη μέρα στα Πατήσια γίνεται υπόμνηση αθανασίας και επιβεβαίωση θνητότητας. Η Αθήνα μας εμπεριέχει όλους.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.