Για την Ελλάδα ο Μεσοπόλεμος αρχίζει με τη Μικρασιατική καταστροφή. Την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου ακολούθησε η παραίτηση του βασιλιά Κωνσταντίνου υπέρ του γιου του Γεωργίου Β΄ και ο σχηματισμός επαναστατικής κυβέρνησης, η οποία επιδίωξε την άμεση περίθαλψη των προσφύγων, την εκτόνωση της κοινωνικής οργής για την Καταστροφή («δίκη των εξ»), ανέθεσε στον Ελ. Βενιζέλο την εκπροσώπηση της χώρας στη συνδιάσκεψη ειρήνης της Λοζάνης, και προσπάθησε να αντιμετωπίσει την οικονομική δυσπραγία.
Τον Δεκέμβριο του 1923 πραγματοποιήθηκαν εκλογές με την αποχή των αντιβενιζελικών κομμάτων, ενώ ο Γεώργιος πιεζόμενος έφυγε από τη χώρα και αντιβασιλέας ορίστηκε ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης. Το 1924 ψηφίστηκε από τη Συντακτική Συνέλευση η έκπτωση της δυναστείας και η ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Ακολουθεί πολιτική αστάθεια και αδιάλειπτες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Οι σοσιαλιστικές ιδέες διαδίδονται, το ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος) μετονομάζεται σε ΚΚΕ, και το εργατικό κίνημα ενισχύεται. Ακολουθεί η δικτατορία του Θ. Πάγκαλου (1925-26) και η ανατροπή της από τον Γ. Κονδύλη (1926).
Οι εκλογές του 1928 θα αναδείξουν τη μακροβιότερη κυβέρνηση του Μεσοπολέμου, αυτή των Φιλελευθέρων (1928-1932), υπό τον Ελ. Βενιζέλο, η οποία θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης και μεταρρυθμίσεων, αλλά και καταστολής των σοσιαλιστικών ιδεών και των κοινωνικών αγώνων (ψήφιση Ιδιωνύμου, 1929). Η οικονομία –στη συγκυρία της άφιξης των προσφύγων (διεύρυνση αγοράς, προσφορά εργατικού δυναμικού, αλλά και επιχειρηματική δραστηριοποίηση)- γνωρίζει σχετική ανάπτυξη και μετασχηματίζεται προς σύγχρονες μορφές οργάνωσης της παραγωγής, τόσο του πρωτογενούς όσο και του δευτερογενούς τομέα.
Κοινωνική ζωή
Παρόλο που η περίοδος αυτή ήταν γεμάτη ακραία αρνητικά γεγονότα (όπως ήταν οι πόλεμοι, η Μικρασιατική καταστροφή και το οικονομικό Κραχ του ’29), η γαστρονομία και η διασκέδαση, που είχαν ήδη αρχίσει να αναπτύσσονται την προηγούμενη περίοδο (Belle Époque) , σημείωσαν ακόμη υψηλότερες επιδόσεις. Η ενσωμάτωση των προσφύγων της Ιωνίας, του Πόντου και της Κωνσταντινούπολης, που έφερναν μαζί τους προηγμένες αντιλήψεις για τους τομείς της γαστρονομίας και της διασκέδασης, η πλήρης κοινωνική απελευθέρωση του γυναικείου φύλου, καθώς και οι νέες τεχνολογικές ανακαλύψεις που άλλαξαν την καθημερινή ζωή των κατοίκων της πόλης (ηλεκτρισμός, οικιακές συσκευές, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, κινηματογράφος κ.ά.), όχι μόνο ανέβασαν το βιοτικό επίπεδο, αλλά επηρέασαν τον τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα.
Την πιο ευδιάκριτη αλλαγή παρατηρούσε κανείς στις Ατθίδες μας. Προώθησαν δυναμικά και με απαράμιλλη αυτοπεποίθηση την παρουσία τους στους εργασιακούς χώρους. Οι νεαρότερες διεκδίκησαν, και το πέτυχαν, κοινωνικές και σεξουαλικές ελευθερίες, που ήταν αδιανόητες στα προηγούμενα χρόνια. Αναφέρουμε ενδεικτικά τα σκανδαλιστικά «μίνι» φορέματα που πρωτοκυκλοφόρησαν το 1915 και την ανάγκη που ένιωσε η Εκκλησία να τηρεί στατιστικά πλέον των διαζυγίων, αφού μόλις το 1923 είχαμε αριθμό ρεκόρ (450!). Όλες οι μορφές κοινωνικής συνάθροισης και διασκέδασης που συναντήσαμε τις προηγούμενες περιόδους ωριμάζουν, διατηρούν την αυτοτέλειά τους και τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τους.
Ταυτόχρονα, εμφανίζονται νέα σχήματα, όπως ντάνσινγκ- βαριετέ, σινέ-μπαρ-κονσέρ, τισινέ-κονσέρ-βαριετέ, καμπαρέ- ντάνσινγκ, κόνσερτ, μιούζικ-χολ, μπουάτ, ούζο-μπαρ, σκέιτινγκ-μπαρ, ρουφ γκάρντεν και δεκάδες άλλες… Ένα είναι βέβαιο: Αν μεταφέραμε τον Αθηναίο των δύο πρώτων περιόδων (Οθωνικά χρόνια και Ρομαντική Περίοδος) στην Αθήνα του Μεσοπολέμου, δεν θα καταλάβαινε τον κόσμο γύρω του και σίγουρα θα πάθαινε σοκ. Ενώ ο Αθηναίος της Belle Époque (1880-1910) θα την έβγαζε με… ελαφρύ πονοκέφαλο. Με ματινέ, σουαρέ, τα après midi και τα jour fix και jour chic, με τις vedettes parisiennes, τις diseuses excentriques, τα diner dansant και τα souper μετά χορού, με τις κοσμικές και αριστοκρατικές, πλέον, ταβέρνες, με τα αλλεπάλληλα καλλιστεία για την ανάδειξη παντοειδών μις… και φυσικά με τα αμαρτωλά μπεν-μιξτ, σίγουρα ξεφύγαμε!
Σαν παρήλθαν οι χρόνοι εκείνοι… παραληρούσαν οι γεροντότεροι. Ο κινηματογράφος εισβάλλει δυναμικά, ενώ οι θεατρικές επιθεωρήσεις μονοπωλούν τα θεατρικά δρώμενα. Ραδιόφωνο και γραμμόφωνο αυξάνουν τους θορύβους της πόλης. Τα αυτοκίνητα μικραίνουν τις αποστάσεις των κέντρων διασκέδασης και παρά τις αντιξοότητες των γεγονότων, φαίνεται ότι ο κόσμος ζει τη ζωή του! Διασκεδάζει όποτε και όπως του δίνεται η παραμικρή ευκαιρία. Σε όλα αυτά τα νέα δρώμενα, τον τόνο δίνει μια νέα κοινωνική ομάδα, εκείνη των Νεόπλουτων.
Θέατρο
Στην δεκαετία του ’20 κυριαρχούν δύο γυναίκες θιασάρχες: Η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη. Γύρω τους και με την παρότρυνση τους, δημιουργούνται μεγάλοι ηθοποιοί: Μαρίκα Κοτοπούλη, Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Βασίλης Λογοθετίδης, Μήτσος Μυράτ, Σαπφώ Αλκαίου, Νίκος Δενδραμής, Χριστόφορος Νέζερ, Βασίλης Αργυρόπουλος, Ευάγγελος Μαμίας. Συγγραφείς: Γρηγόριος Ξενόπουλος, Παντελής Χορν, Δημήτρης Μπόγρης, Αλέκος Λιδωρίκης, Κωστής Μπαστιάς, Σπύρος Μελάς. Εκκολάπτονται προσεχείς σκηνοθέτες: Δημήτρης Ροντήρης, Κάρολος Κουν, Πέλος Κατσέλης, Γιαννούλης Σαραντίδης. Η κυρίως θεατρική σεζόν είναι το καλοκαίρι σε υπαίθρια θέατρα, χωρίς μηχανική υποδομή, άρα ευνοούνται τα «μονοσάλονα» έργα. Την περίοδο αυτή του το ελληνικό θέατρο γνωρίζει την παγκόσμια πρωτοπορία: Ευγένιος Ο΄Νηλ, Λουίτζι Πιραντέλλο, Μπερνστάϊν, Ανρί-Ρενέ Λενορμάν, ¨Αντον Τσέχωφ, Θόρντον Γουάϊλντερ Ιδρύονται οι πρώτες σοβαρές και συστηματικές Δραματικές Σχολές και θεσμοθετείται η άδεια ασκήσεως του επαγγέλματος του ηθοποιού, για να προστατευτεί ο κλάδος από αχρείες συμπεριφορές και να παραχθούν μορφωμένοι ηθοποιοί.
Μουσική
Η μουσική ζωή στην Αθήνα του Μεσοπολέμου επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την εγκατάσταση των προσφύγων που φέρνουν ένα νέο αέρα στα μουσικά θεάματα, στα ελαφρά και λαϊκά τραγούδια καθώς και στη δισκογραφία που κάνει τα πρώτα της βήματα και στην Ελλάδα με την ίδρυση του εργοστασίου της Κολούμπια (1930). Η ελληνική οπερέτα (με τους δύο κορυφαίους συνθέτες της: Θεόφραστο Σακελλαρίδη και Νίκο Χατζηαποστόλου) και η αθηναϊκή επιθεώρηση τροφοδοτούν από σκηνής τους αστούς με τα καινούργια δημοφιλή τραγούδια και τους εξοικειώνουν με τους εισαγόμενους «μοντέρνους» χορούς: ταγκό, φοξ- τροτ, ουάν-στεπ κλπ.