Η Μαντώ, που είχε γεννηθεί το 1796 στην Τεργέστη, ήταν πολύ όμορφη και με μεγάλη οικογενειακή περιουσία. Σε αντίθεση με άλλους ηγέτες της Επανάστασης, που φιλονικούσαν για ανταλλάγματα, διέθεσε όλη την περιουσία της για τον Αγώνα, για να πεθάνει, τον Ιούλιο του 1840, σε ηλικία 44 ετών, στην Πάρο, φτωχή και λησμονημένη. Είναι, δε, χαρακτηριστικό ότι κατά τον 19ο αιώνα περισσότερες ήταν οι διασωθείσες αναφορές ξένων γι’ αυτήν παρά Ελλήνων.
Τα χρόνια πριν από την Επανάσταση η Μαντώ βρισκόταν στην Τήνο, όπου είχε εγκατασταθεί το 1812. Εμενε κοντά σ’ έναν σεβάσμιο ιερέα και συγγενή της, τον παπα-Μαύρο, που της παραστεκόταν και σύμφωνα με ορισμένες πηγές τη μύησε στο μυστικό της Φιλικής Εταιρείας.
Από τις 28 Απριλίου 1821 και αφού είχε ξεσηκωθεί η ηπειρωτική Ελλάδα, το ένα μετά το άλλο τα νησιά άρχισαν να υψώνουν τη σημαία του Αγώνα μεταφέροντας την Επανάσταση στη θάλασσα, όπου οι επιτυχίες αποδείχτηκαν καθοριστικές για την έκβασή της. Τότε, η Μαντώ Μαυρογένους φεύγει μαζί με τον παπα-Μαύρο και πηγαίνουν στη Μύκονο, απ’ όπου καταγόταν η μητέρα της.
«Το ίδιο βράδυ όλοι οι πρόκριτοι καλούνται από τον Μαύρο σε πατριωτικό συμβούλιο στο σπίτι του. (…) Ο σεβάσμιος παπάς παρουσιάζει την πνευματική του κόρη που είναι τώρα 25 χρονών, στο μεσουράνημα της ομορφιάς της. (…) Θα λάβη μέρος στο Συμβούλιο και ο λόγος της θα είναι νόμος» (Πηγή: Αλιμπέρτη Σωτηρία, Ταρσούλη Αθηνά, «Μαντώ Μαυρογένους. Η ηρωική κόρη της Μυκόνου», Αθήνα 1931, σελ. 24).
Εκεί αποφασίζεται ότι η Μύκονος θα αρματώσει τα δικά της πλοία και θα ταχθεί στο πλευρό των Σπετσιωτών, των Ψαριανών και των Υδραίων.
«Οι συνεδριάσεις διαδέχονται η μια την άλλη. Η Μαντώ αναγγέλλει ότι διαθέτει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της για την εξόπλιση δύο πλοίων πολεμικών, καθώς και ό,τι άλλο της μένει, κινητό ή ακίνητο, το θυσιάζει για τον απελευθερωτικόν αγώνα» (Αλιμπέρτη Σωτηρία, ό.π., σελ. 26).
Οι Μυκονιάτες εξοπλίζουν αρχικά τέσσερα καράβια με στρατό και κανόνια. Αλλα δύο μίσθωσε η Μαντώ, τα εφοδίασε με όπλα και άνδρες και ξεκίνησαν υπό τους Νικοκλή και Αζορμπά, αντίστοιχα.
Τα μυκονιάτικα πλοία ενώνονται στις 5 Μαΐου στην Τήνο με τον στόλο του Τομπάζη και έναν μήνα αργότερα αρματώνονται άλλα τέσσερα μυκονιάτικα πλοία, το «Ποσειδών» του καπετάν Κοζαδίνη, το «Αγιος Ιωάννης» του καπετάν Φαμέλη, το «Παναγία Τουρλιανή» του Μπόνη και άλλο ένα του Τζαννή Ντεσούδα ή Φραγγιά, που ρίχνονται σε ναυμαχίες στο πλευρό των Υδραίων (Αλιμπέρτη Σωτηρία, ό.π., σελ. 27).
Το 1822 η Μαντώ Μαυρογένους πουλάει τα κοσμήματά της και εξοπλίζει ακόμα ένα μπρίκι, του Μαρκάκη Νιόρδου, με πλήρωμα 65 ανδρών, το οποίο τροφοδοτούσε για έναν χρόνο. Τον Μάη εκείνης της χρόνιας και αφού γίνεται γνωστή η καταστροφή της Χίου οι Μυκονιάτες διψούν να πάρουν εκδίκηση. Η Μαντώ με κόπο τούς συγκρατεί, προειδοποιώντας για τους κινδύνους μιας εχθρικής απόβασης σε μια ανυπεράσπιστη Μύκονο. Όλοι με μια φωνή την ανακηρύσσουν καπετάνισσά τους και λίγους μήνες αργότερα η θαρραλέα γυναίκα θα δικαιώσει την επιλογή των Μυκονιατών.
Εχει μπει ο Οκτώβρης και ο οθωμανικός στόλος, μετά την αποτυχία του στις Σπέτσες χάριν του ηρωικού πυρπολητή Κοσμά Μπαρμπάτση και την αναγκαστική απομάκρυνσή του από τον Αργολικό κόλπο, βρίσκεται στη Σούδα. Από εκεί ξεκινάει στις 8 του μηνός με προορισμό στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα «ξεχειμώνιαζε». Σύμφωνα με τα «Ναυτικά» του Ορλάνδου (σελ. 321), ο οθωμανικός στόλος αγκυροβόλησε μεταξύ Σύρου και Μυκόνου. Οι πηγές αναφέρουν ότι στις 11 Οκτωβρίου, ανοιχτά της Μυκόνου, υπάρχει μεγάλο πλήθος πλοίων.
Κάποιες αλγερινές γαλέρες πλησιάζουν επικίνδυνα στο νησί. Οι Μυκονιάτες αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο, παίρνουν τα όπλα τους και με τη Μαντώ στην πρώτη γραμμή αρχίζουν να πυροβολούν εναντίον τους. Τα πλοία πλησιάζουν στην ακτή και περισσότεροι από 200 Τούρκοι και Αλγερινοί, με την πράσινη σημαία τους, αποβιβάζονται και επιτίθενται εναντίον των Μυκονιατών.
«Η Μαντώ με όλα τα παλληκάρια της ορμάει ακάθεκτη ανάμεσά τους. Οι εχθρικές σφαίρες τη βάζουν στόχο. Μα εκείνη, αψηφώντας τον θάνατο, ορθώνεται γιγάντια με το σπαθί υψωμένο και κτυπάει αλύπητα τον εχθρό. Ύστερα από λυσσώδη αγώνα οι Αφρικανοί σκορπίζονται, φεύγουν νικημένοι προς τη θάλασσα» (Αλιμπέρτη Σωτηρία, ό.π., σελ. 32).
Οι επιτιθέμενοι αφήνουν πίσω τους 17 νεκρούς, 60 τραυματίες και πολλά πυρομαχικά. Ωστόσο, κάθε σκέψη για εκδίκηση από πλευράς των Οθωμανών εγκαταλείπεται διότι στην περιοχή αρχίζει να φυσάει δυνατός νοτιάς και ο τουρκικός στόλος αναγκάζεται να σαλπάρει γρήγορα για να περάσει στον Ελλήσποντο. Όμως, πριν προλάβουν τα πλοία να περάσουν στον Ελλήσποντο, ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και αναγκάστηκαν να προσεγγίσουν ανάμεσα στην Τένεδο και την Τρωάδα περιμένοντας ούριο άνεμο.
Εκεί ανέλαβαν δράση οι Ψαριανοί το βράδυ της 27ης προς 28η Οκτωβρίου με δύο πυρπολικά με τον Γ.Ν. Βρατσάνο και τον Κωνσταντίνο Κανάρη, αντίστοιχα, συνοδευόμενα από δύο σκάφη υπό τους Γ. Καλαφάτη και Α. Σαριγιάννη. Η φωτιά που άναψε σε δύο πλοία προκάλεσε πανικό στους Τούρκους, που ξεκίνησαν να φύγουν γρήγορα, με αποτέλεσμα λόγω του δυσμενούς ανέμου να παρασυρθούν και να ναυαγήσουν στη στεριά αρκετά πλοία. Οι απώλειες του οθωμανικού στόλου ήταν, σε ένα δίμηνο, μεγάλες, τόσο σε σκάφη όσο και σε στρατιώτες και αυτό προκάλεσε την οργή του σουλτάνου, που έδωσε εντολή και αποκεφαλίστηκε ο στόλαρχος Ιμπραχίμ πασάς («Ναυτικά», ό.π., σελ. 324).
Μαντώ Μαυρογένους, η ξεχωριστή
«Είναι ανεξήγητο, γράφει ο ελληνιστής και φιλέλλην Jules Blancart, πως ελησμονήθηκε μια τόσο μεγάλη γυναίκα, μια τέτοια υπέροχη ηρωίδα» (Αλιμπέρτη Σωτηρία, Ταρσούλη Αθηνά, ό.π, σελ. 9).
Εκτός του Blancart, που δημοσίευσε τη βιογραφία της με τίτλο «Les Mavroyeni», οι Francois Pouqueville, Maxim Raybaud, Ginouvier και ο Δανός Friedel τής αφιέρωσαν πολλές αναφορές και αρκετές λιθογραφίες. Σύμφωνα με την Ταρσούλη, αυτή η στάση των Ελλήνων ιστορικών του 19ου αιώνα θα πρέπει να αποδοθεί στα αυστηρά ήθη της εποχής, που κατέκριναν «το τολμηρό διάβημα και τον ελευθεροϊδεατισμόν μιας νέας και ωραίας κόρης που αποφασίζει να ζήση στο στρατόπεδο με άνδρες, αδιάφορη για τις αυστηρές περί γυναικών διατάξεις του κοινωνικού κώδικος της εποχής εκείνης».
Ισως, όμως, να έπαιξε ρόλο και η σταθερή προσήλωση της Μαντώς στον Καποδίστρια, που προκάλεσε την αδιαφορία του Οθωνα γι’ αυτήν παρά τις εκκλήσεις της για μια σύνταξη.