Ένα συγκινητικό μάθημα από ήρωες εκπαιδευτικούς, που δεν έγραψε ποτέ η ιστορία…
Στην καρδιά της Κατοχής άρχισαν τα συσσίτια του Ερυθρού Σταυρού στα σχολεία, αφού τα παιδιά υπέφεραν από υποσιτισμό και πέθαιναν κατά χιλιάδες. Η διανομή του συσσιτίου ήταν και ένα επιπλέον κίνητρο για την παρουσία στο σχολείο, καθώς όποιος έλειπε έχανε τη μερίδα του και συχνά, αυτό σήμαινε ότι την έχανε και η οικογένειά του.
Το μενού ήταν φτωχό και τις περισσότερες ημέρες το ίδιο. Όταν υπήρχε κάτι διαφορετικό ή κάτι επιπλέον, η μέρα γινόταν ξεχωριστή. Παρά τις κακουχίες η παιδική διάθεση για παιχνίδι δεν έλειπε, όπως μαρτυρά το απόσπασμα από το βιβλίο της Λότης Πέτροβιτς, «Ο καιρός της Σοκολάτας».
Μια στάλα γλυκόζη ήταν πολυτέλεια για τα κοκαλιάρικα παιδιά της κατοχής. Όμως, ήταν και αφορμή για σκανδαλιά από το πειραχτήρι της τάξης, που δεν εκτίμησε την αυτοθυσία της δασκάλας να μοιράσει το μερίδιό της στους μαθητές.
Ο μικρός δεν τιμωρήθηκε, αλλά πήρε πικρό μάθημα. Ακολουθεί το απόσπασμα: «Από το δικό μου, κυρία!»
«….. Το Δεκέμβρη του 1943, αρχή ενός ακόμα χειμώνα πείνας και παγωνιάς, άχνισε κάτι ζεστό ξαφνικά στην αυλή του σχολείου μας.
“Ήταν ένα μεγάλο καζάνι και μέσα είχε συσσίτιο για τα παιδιά. Γύρισα στο σπίτι περήφανη, κρατώντας με προσοχή ένα τενεκεδάκι γεμάτο σούπα πηχτή.
«Γιατί δεν την έτρωγες στο σχολείο, καρδούλα μου;» λαχτάρισε η μάνα μου. «Αν σου χυνόταν στο δρόμο;»
«Θα φάτε λίγη σούπα κι εσείς, αλλιώς δεν τρώω καθόλου», δήλωσα ορθά κοφτά.
«Το ίδιο κι εγώ», φώναξε ο Μάνος, ο αδερφός μου.
Κι έτσι γινόταν από κείνη τη μέρα σε κάθε συσσίτιο που κουβαλούσαμε οι δυο μας από το σχολείο. Η σούπα ερχόταν τακτικά, πάντα η ίδια, άνοστη και πηχτή. Ωσπου μια μέρα, μας μοίρασαν κάτι ξεχωριστό. Μπήκαμε στη γραμμή και μας έβαλαν στα τενεκεδάκια κάτι σα μέλι, αλλά σκούρο κοκκινωπό. «Γλυκόζη» το είπαν. Βουτούσαν τα παιδιά το δάχτυλο στη γλυκόζη, το έγλειφαν με απόλαυση και γελούσαν ευτυχισμένα, πειράζονταν μεταξύ τους.
Ενα μεσημέρι, γυρίζοντας ο αδερφός μου από το σχολείο, δεν ήθελε να βάλει μπουκιά στο στόμα του – ούτε από τη σούπα ούτε από τη γλυκόζη. Ταραγμένος φαινόταν, έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
«Τι συμβαίνει παιδί μου;» ανησύχησε η μαμά. Εκείνος δεν έβγαζε λέξη. Κι όσο δε μιλούσε, τόσο επέμενε η μάνα μου να μάθει, τόσο μεγάλωνε και η δική μας η περιέργεια. Με τα πολλά, αποφάσισε τελικά να μιλήσει. Κι αυτό που μας είπε γράφτηκε στη μνήμη μου ανεξίτηλα.
Στην αυλή για το συσσίτιο βρισκόταν με της τάξης του τα παιδιά.
«Σκαρώνουμε κάτι;» άκουσε έναν από τους συμμαθητές του- «πειραχτήρης» ήταν το παρατσούκλι του – να ψιθυρίζει στον διπλανό, μόλις πήρε τη γλυκόζη στο τενεκεδάκι του. Ο άλλος έγνεψε «ναι». Τότε ο πειραχτήρης κάτι του είπε στ” αυτί, κρυφογέλασαν οι δυο τους πονηρά κι εξαφανίστηκαν στη στιγμή.
Σε λίγο χτύπησε το κουδούνι να μπούνε στην τάξη. Πρώτα έμπαιναν τα κορίτσια. “Υστερα τ” αγόρια. Τελευταία η δασκάλα, που κόντευε να μην ξεχωρίζει από τα παιδιά, έτσι που είχε απομείνει πετσί και κόκαλο. Καταλάβαινες πως ήταν μεγάλη από τα μάτια της μόνο, που τα σκοτείνιαζαν ολόγυρα δυο μαύροι κύκλοι.
“Όταν μπαίνανε όλοι στην τάξη, έκλεινε την πόρτα, μετρούσε τα παιδιά σειρά σειρά, έλεγε «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» κι αρχίζανε αμέσως το μάθημα.
Το «εντάξει, φρόνιμα τώρα, μην ακούσω μιλιά» τη φορά εκείνη δεν το είπε. Ούτε να τους μετρήσει την είδανε. Κοντά στην πόρτα της τάξης στεκόταν σκυφτή, σαν να ψαχούλευε κάτι.
«Μα τι κάνει η κυρία εκεί;» ρώτησε παραξενεμένος ο Μάνος που δεν καλόβλεπε, τα περισσότερα παιδιά ήταν όρθια ακόμα.
«Πασαλείψαμε το χερούλι με γλυκόζη», χασκογέλασε από δίπλα ο πειραχτήρης, «για να κολλήσουν τα χέρια της να γελάσουμε!» Δε γελάσανε. Καθίσανε τελικά στα θρανία τους και δε μιλούσε κανείς. Βλέπανε τη δασκάλα τους τώρα όλοι βουβοί, σαστισμένοι.
Είχε σκύψει κι έγλειφε με λαχτάρα μια το χερούλι της πόρτας, μια την παλάμη της… Υστερα γύρισε και τους κοίταξε με παράπονο. Στα μάγουλά της έτρεχαν δάκρυα.
«Μην τη σπαταλάτε τη γλυκόζη, χρυσά μου, για τ” όνομα του Θεού!», είπε ξέπνοα. «Σας τη δώσαμε όλη, ούτε μια σταγονίτσα δεν κρατήσαμε εμείς οι δάσκαλοι, για να τη φάτε να δυναμώσετε εσείς τα παιδιά. Μην τη σπαταλάτε, σας παρακαλώ, είναι κρίμα! Είν” αμαρτία!»
Την πήραν πάλι τα δάκρυα. Κι έκλαιγε, έκλαιγε… Μαζευτήκαν όλοι τριγύρω της. Μονάχα ο πειραχτήρης έμεινε στο θρανίο του με το κεφάλι κατεβασμένο. Οι άλλοι σπρώχνονταν ποιος πρώτα να την αγκαλιάσει, ποιος να της πρωτοπεί «από το δικό μου, από το δικό μου, κυρία, να πάρετε λίγο!» Ούτ” ένα τενεκεδάκι δεν άγγιξε η δασκάλα. Μόνο έκλαιγε, έκλαιγε…».