Αυτοί οι πλανόδιοι μανάβηδες έχουν βρει τον μπελά τους τώρα τελευταίως. Η αστυνομία πόλεων έχει βαλθεί να τους εξοντώσει. Κάθε μέρα και από μια νέα απαγορευτική διαταγή βγάζει, κάθε μέρα και από έναν νέο φετφά ξεπετάει, κι όλα αυτά γιατί; Γιατί οι κακόμοιροι οι μανάβηδες έχουν γαϊδουρινή υπομονή και τα υποφέρουν όλα. Τι να κάνουν; Το κεφάλαιο τους ταράζει και αυτούς τους κακόμοιρους… η πολυτέλεια και τα ηλεκτροφώτιστα μεγαλομανάβικα τους πάνε κόντρα και δεν τους αφήνουν να κάνουν σχεδόν ούτε σεφτέ. Μέσα λοιπόν στην κακομοιριά και στη μεγάλη την γκίνια, μέσα στην κρίση την «ανεκλάλητη», όπως οι ίδιοι τη λένε, έρχεται να συμπληρώσει το έργο της καταστροφής ο κύριος πόλισμαν. Η «εγγλέζικη σκοτούρα», όπως πάλι οι ίδιοι αποκαλούν τον πόλισμαν. Όλα του φταίνε λοιπόν του κυρίου πόλισμαν… Πότε ο γάιδαρος του φταίει, πότε τα κοφίνια και πότε τα βαρίδια της ζυγαριάς. Τώρα πάλι έχουμε νέα βάσανα.
Απαγορεύεται, λέει, εις τους μανάβηδες με ποινή φυλακίσεως, να είναι πλέον «παρλάν» και «ηχητικοί». Δεν επιτρέπεται, λέει, να διαλαλούν το εμπόρευμά τους οι μανάβηδες, παρά θα διέρχονται από τας οδούς, από τις γειτονιές και από τα σοκάκια βωβοί και αμίλητοι, μετά φόβου Θεού και πόλισμαν, χάριν της κοινής ησυχίας!
Η αστυνομία κατέληξε εις την απόφασιν αυτήν, διότι οι κάτοικοι, λέει, διεμαρτυρήθησαν και ύψωσαν φωνήν μεγαλυτέραν από τις φωνές που υψώνουν οι μανάβηδες και εζήτησαν να απαγορευθούν οι μανάβικες φωνές.
Η κυρία Περμαθούλα και η κυρα-Δημήτραινα, η κυρα-Γιώργαινα και η μαντάμ Κοκώνα είναι εναντίον των πλανόδιων μανάβηδων, γιατί είναι άρτι πλουτίσασαι και εγκαταλείψασαι το τσόκαρο και τη λινάτσα στην κουζίνα.
Ξεχάσανε που έβγαιναν πρωί πρωί και άρχιζαν το κουτσομπολιό περιμένοντας να περάσει ο μανάβης, ο χορταράς και ο μανταρινάς, ο λαχανάς και ο λεμονάς, να κάνουνε τις προμήθειές τους κι ύστερα να μπούνε στην κουζίνα ν’ αρχίσουν το μαγείρεμα.
Τώρα τη δουλειά της κουζίνας την κάνει η υπηρέτρια και τα ψώνια γίνονται από τον μανάβη της γειτονιάς που ’χει μαγαζί «ντε λα μοντ» και που ψωνίζει απ’ αυτόν η αριστοκρατία.
— Τι φάγατε σήμερα, κυρία Πόπη μου; ρωτάει η μαντάμ Μαριάνθη την κυρία Πόπη.
— Μελιτζάνες ιμάμ.
— Μπα; Πού βρήκατε τις μελιτζάνες; Ο μανάβης μας δεν είχε.
— Ποιος μανάβης σας;
— Αυτός, καλέ· ο κυρ-Γιώργης, ο πλανόδιος.
— Α, εμείς δεν ψωνίζουμε από πλανόδιο. Μπουρζουά είμαστε και θα φάμε πλανόδια φαγιά; Ορίστε μας!
— Αλλ’ από πού ψωνίζετε;
— Από τον βαντέρ ντε λεγκίμ.
— Δηλαδή, τι θα πει αυτό;
— Αυτό θα πει μανάβης της μόδας… γαλλικός μανάβης. Μανάβης ντερνιέ κρι.
Και η μαντάμ Μαριάνθη βγάζει το καρνέ της και παίρνει σημείωσιν της διευθύνσεως του βαντέρ ντε λεγκίμ, για να ψωνίζει και αυτή στο μέλλον και να μην τρώει πλανόδια φαγιά.
Οι μανάβηδες λοιπόν είναι να σκάσουν για το νέο αυτό περιοριστικό μέτρο της αστυνομίας πόλεων. Δεν μπορούν να χωνέψουν, λέει, πώς επιτρέπονται να σε ξεκουφαίνουν στον δρόμο τα γραμμόφωνα, τα ραδιόφωνα, τα γκλάξον των αυτοκινήτων και των κάρων –γιατί και τα κάρα τώρα απέκτησαν γκλάξον– και να απαγορεύεται σ’ αυτούς να φωνάξουν, να βγάζουν κανα δυο σι νατουράλ και λα μπεμόλ επάνω στην έξαρση της μαναβικής ρομάντζας, επάνω στα…
— Κολοκυθάαακιααα… Πατάαατεεες!
— Μελιτζάνεεες, μπάααμιεεες και ντομάαατεεες!
— Άγριααα ραδίιικιααα!
— Κουνουπίιι… δια και λάααχανοοο για ντουλμάααδες!
Τύφλα να ’χει πρώτα ο δον Ζοζέ της Κάρμεν, ο δουξ της Βάντοβας στον Ριγολέτο και ο κόμης Αλμαβίδα του Κουρέως της Σεβίλλης, μπρος στο ντο που ’βγαζε η φωνή του μαϊντανού και των κρεμμυδακίων του κυρ-Πράσσου, του μανάβη της Κολοκυθούς, και του κυρ-Καρότου, του μανάβη του Χασεκή.
Τώρα όμως οι μανάβηδες καταδικάζονται να παρασταίνουν τους μουγκούς και να συνεννοούνται με τις γειτόνισσες με νεύματα. Μανάβηδες πλανόδιοι υπό εχεμύθειαν.
Να και τα μαναβικά τώρα παράπονα.
— Βράσε ρύζι, λέει ο κυρ-Ντομάτας, ο Καρούζο της οδού Αναπαύσεως. Πρέπει να αλλάξουμε επάγγελμα. Να… Κατάλαβες, μωρ’ αδερφέ μου κυρ Γιαννάκη, να κινδυνεύεις από στιγμή να πας μέσα για να πουλήσεις μια οκά ντομάτες; Αμ αν τυχόν ο Περικλής αρχίζει το σότο βότσε του, τι θα κάνεις; Τότε είναι που ο πόλισμαν σε πάει στο κακούργημα!
— Και ο Περικλής ποιος είναι; ρωτάει ο κυρ Γιαννάκης, ο κάπελας της γειτονιάς.
— Ο Περικλής είναι ο γάιδαρός μου! Ο συνεταίρος μου! Άσ’ τονε. Είναι να σκάσει ο… άνθρωπος.
— Και γιατί;
— Γιατί απαγορεύεται, λέει η αστυνομία πόλεων, να εκδηλώνει στον δρόμο ο γάιδαρός μου τα πατριωτικά του αισθήματα.
— Δηλαδή;
— Να γκαρίζει τραγουδώντας το «Είμαι Έλλην, το καυχώμαι».
Έρχεται ύστερα ο κύριος Μαϊντανός ή Φλέτα, αυτός που έχει ξελογιάσει όλες τις δούλες της γειτονιάς με την ωραία φωνή του και που και αυτός τώρα αρχίζει να καταλαβαίνει ότι χωρίς φωνή δεν πρόκειται να συγκινήσει κανένα δουλικό να κατεβεί να κάνει νταραβέρι στη σούστα.
— Πατησιώωωτικεεες καααλέεες πατάαατεεες… Δεύτε τελευταίον ασπασμόν! Αντίο ντελ πατάτο.
Οι δούλες και οι μαγείρισσες της γειτονιάς τσακίζονται ποια να πρωτοκατεβεί να ’ρθει στη σούστα, να ψωνίσει από τον κύριο Μαϊντανό.
— Πάρτε, κορίτσια, γιατί από αύριο αλλάζω επάγγελμα.
— Και γιατί;
— Γίνομαι αστυνόμος!
— Και γιατί; ρωτάει πρώτα η Λουλούκα η οπερέτρια, όπως τη λένε, γιατί τραγουδάει όλες τις οπερέτες.
— Γιατί, ρε κούκλα μου, οι αστυνόμοι μας μάς διατάξανε να ’χουμε το στόμα μας φερμέ, γιατί λέει η διάσκεψις του αφοπλισμού συνεδριάζει και της διαταράζουμε την κοινή της ησυχία. Ορίστε; Λοιπόν, για να μιλήσεις και να μπορείς να φωνάξεις σήμερα, πρέπει να ’σαι αστυνόμος.
Και η Λουλούκα μαζί με τις άλλες συναδέλφισσές της σταυροκοπιώνται, γιατί δεν μπορούνε να καταλάβουνε τι έπαθε ο Μαϊντανός και μιλάει έτσι.
Μα η σκληρή αλήθεια είναι αυτή. Οι μανάβηδες της γειτονιάς δεν θα ξανακουστούν πια, το τραγουδισταράδικο διαλάλημα των πατατών, του σέλινου, του καρότου, των αντιδιών και των ραδικιών δεν θ’ αντηχήσει στο σοκάκι καμιάς αθηναϊκής ρούγας, γιατί έτσι κελεύει η αστυνομία πόλεων χάριν της κοινής ησυχίας, η οποία, εδώ που τα λέμε, δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ στον τόπο αυτόν, όσα μέτρα και αν λάβει η αστυνομία πόλεων.
ΣΠΕΤΡΡ…
Του Σώτου Πετρά. Δημοσιεύτηκε στις 14 Ιανουαρίου 1932.