Ο Κωνσταντίνος έχει σχεδιάσει και κατασκευάσει την πιο απίστευτη ταράτσα στην Αθήνα.
Στην μεγάλων διαστάσεων ταράτσα του δεν έχει πισίνα και αίθριο με θέα στην Ακρόπολη και στον Λυκαβηττό, αλλά μία ολόκληρη, πραγματική φάρμα με όλα όσα μπορείς να δεις σε μία αντίστοιχη στην εξοχή.
Το ραντεβού μας ήταν σε ένα κτίριο στην Κηφισίας, όπου ανεβήκαμε με το ασανσέρ στον δέκατο-έκτο όροφο. Στην σκάλα για την ταράτσα μας περίμενε ο Κωνσταντίνος, ο ιδιοκτήτης της φάρμας. Μας συνόδεψε στον πάνω όροφο και μόλις άνοιξε την πόρτα της ταράτσας αντικρίσαμε ένα μοναδικό θέαμα: ένα αγρόκτημα στο κέντρο της Αθήνας! Το πρώτο που είδαμε ήταν ο χώρος με τα φυτά. Εκτός από το γρασίδι που έχει για διακόσμηση σε κάποια σημεία, ο Κωνσταντίνος έχει φυτέψει πιπεριές, κρεμμύδια, πατάτες, αγγούρια, καρότα, μελιτζάνες, διάφορα εποχιακά χορταρικά και οπωροφόρα δέντρα: Ελιές, λεμονιές, πορτοκαλιές, μηλιές, γενικά βάζει διάφορα, δοκιμάζει και ό,τι του αρέσει περισσότερο το κρατάει.
Ο Κωνσταντίνος δεν είχε ιδέα από γεωργία και κτηνοτροφία όταν ξεκίνησε τη φάρμα του πριν από δέκα χρόνια. Έχει μελετήσει πολύ, αλλά τα περισσότερα τα έμαθε μόνος του στην πορεία. «Τα παρτέρια που έχουμε κατασκευάσει είναι για ήπια βλάστηση, έχουμε βάλει μία ειδική μεμβράνη για τη μόνωση του δαπέδου. Αυτά τα παρτέρια δεν κάνουν για δέντρα, γιατί τα δέντρα έχουν πολύ επιθετικές ρίζες και μπορεί να διαπεράσουν το πάτωμα. Τα δέντρα τα φυτεύουμε σε ειδικές γλάστρες». Οι ντομάτες είναι οι αγαπημένες του έχει πολλά είδη και σε διάφορα χρώματα -έχει ακόμη και μαύρη ντομάτα. «Εδώ έχουμε ένα σωρό ντοματιές γιατί μου αρέσουν πολύ, αλλά φέτος δυστυχώς τις χτύπησε ένα έντομο και έχουν καταστραφεί». Τον ρωτάω πώς του ήρθε η ιδέα για τη φάρμα και μου λέει «είναι το χόμπι μου, αλλά εντάξει πρέπει να έχεις και μια λόξα για να το κάνεις. Έχω επηρεαστεί και από τον πατέρα που τη δεκαετία του ’70 στο υπόγειο αυτού του κτιρίου καλλιεργούσε μανιτάρια και τροφοδοτούσε όλες τις πιτσαρίες της Αθήνας. Πέρα από χόμπι, όλα όσα φυτρώνουν εδώ τα τρώω και προσπαθώ να εκμεταλλεύομαι οτιδήποτε παράγει η φάρμα».
«Μα μπορείς να τρως όσα φυτρώνουν στην πόλη, δεν επηρεάζονται από το καυσαέριο;», έχω την απορία;
«Φυσικά και μπορείς. Το καυσαέριο δεν κάνει κακό στα φυτά, αντιθέτως τα φυτά χρειάζονται το διοξείδιο του άνθρακα για να φωτοσυνθέσουν και το καυσαέριο αυτό είναι. Το μόνο που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα φυτά είναι αν υπάρχουν βαριά μέταλλα στην ατμόσφαιρα».
Η ξενάγηση συνεχίζεται και ο Κωνσταντίνος μας οδηγεί στον χώρο με τα ζώα που είναι στην άλλη μεριά στης ταράτσας. Με προειδοποιεί για τη μυρωδιά του τράγου και μου εξηγεί ότι μυρίζει τόσο έντονα επειδή παράγει φερομόνες για να προσελκύει το θηλυκό. Εκτός από την όσφρηση ενεργοποιήθηκε και η ακοή μας γιατί το να ακούς στο κέντρο της πόλης βελάσματα, κότες να κακαρίζουν και κόκορες να λαλούν δεν είναι και η πιο συνηθισμένη εμπειρία. Τον ρωτάω αν είναι σωστό που ζούνε σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο τα ζώα.
«Κοίτα, και στα χωριά σε ένα μαντρί τα έχουν, δεν κάνω κάτι διαφορετικό». [Να πω εδώ ότι το μαντρί της γιαγιάς μου στο χωριό ήταν πολύ πιο μικρό και οι περισσότερες κότες στην ελληνική επαρχία ζουν σε μικρότερα κοτέτσια].
Παρατηρώ ότι Κωνσταντίνος χαϊδεύει τις κατσίκες στο κεφάλι και τους μιλάει. «Έρχομαι συχνά εδώ και κάθομαι με τις ώρες, με χαλαρώνει να παρατηρώ τα ζώα. Κάθομαι και χαζεύω τις κότες, οι κότες έχουν ένα πολύ συγκεκριμένο τρόπο για να καθορίσουν την ιεραρχία. Χρησιμοποιούν το τσίμπημα, τσιμπάει η μία την άλλη για να διευκρινίσουν ποια είναι η πιο δυνατή και μετά, όταν πέσει το φαγητό, πρώτα πάει η δυνατή να φάει και όλες οι άλλες κάθονται και περιμένουν. Όποιος λέει ότι οι κότες είναι χαζές, λέει βλακείες. Και στις κατσίκες συμβαίνει αυτό, εδώ αρχηγός είναι η Τζένη, αυτή θα φάει πάντα πρώτη. Δεν έχω όλα μου τα ζώα με όνομα, γιατί σε όποιο ζώο δίνεις όνομα μετά δεν μπορείς να το φας».
Ο Κωνσταντίνος στη φάρμα του έχει εκκολαπτικές μηχανές, φτιάχνει το δικό του τυρί από το κατσικίσιο γάλα, έχει κουνέλια, σπάνιες κότες με πούπουλα αντί για φτερά, κατσικάκια καθαρόαιμα. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζω είναι η διαχείριση των αποβλήτων. Η κατσίκα δεν είναι σαν τον σκύλο, δεν μπορείς να της μάθει πού να πηγαίνει τουαλέτα».
«Πέρα από το χόμπι με ενδιαφέρει πολύ η προσπάθεια που γίνεται να έρθει η παραγωγή μέσα στην πόλη, για να γλιτώσουμε τα έξοδα από τα μεταφορικά και την σπατάλη βενζίνης. Είναι μία προσπάθεια που έχει ξεκινήσει από τη Νέα Υόρκη και ονομάζεται urban agriculture. Γιατί εμείς καλά κάνουμε που ζούμε στις πόλεις, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, αλλά πρέπει να καταφέρουμε να είμαστε αυτάρκεις όσον αφορά τα τρόφιμα. Και αυτό που κάνω εδώ είναι ένα πείραμα τέτοιο, μπορεί αυτά που θα μάθω να χρησιμεύσουν και σε άλλους και στο μέλλον να ασχοληθούν περισσότεροι με κάτι ανάλογο».
Ποτέ κανείς δεν παραπονέθηκε ούτε για τις μυρωδιές ούτε για τις φωνές των ζώων [που χάνονται στον αέρα σε τόσο μεγάλο ύψος που βρίσκονται]. Και κανείς δεν είχε πάρει είδηση τίποτα, μέχρι να δοθεί δημοσιότητα από τα δημοσιεύματα του τύπου. Σήμερα όλοι μιλούν για «μυρωδιά ούρων» και «απαράδεκτες συνθήκες εκτροφής ζώων». Μάλλον δεν έχουν επισκεφτεί ποτέ οικόσιτα ζώα σε στάνη της ελληνικής επικράτειας, η ακόμα χειρότερα, δεν έχουν περάσει ποτέ από τους δρόμους στην περιοχή που λέγεται Γεράνι στο κέντρο της Αθήνας. Εκεί ζουν άνθρωποι σε πολύ χειρότερες συνθήκες από τα ζώα της φάρμας του Κωνσταντίνου και οι μυρωδιές είναι πολύ πιο έντονες. Ας αφήσουμε τους άστεγους του κέντρου, γιατί ανοίγει πολύ μεγάλη συζήτηση.