#Ένας ήρως με παντούφλες, το φιλμ που μας έκανε να γελάμε εκεί που κανονικά έπρεπε να κλαίμε, βγήκε στους κινηματογράφους σα σήμερα.
Τα φαινόμενα της διαφθοράς, της διαπλοκής, του παλαιοκομματισμού, του λαϊκισμού και των λογής αεριτζήδων του έθνους ούτε καινούρια ήταν το 1958 ούτε και αποκλειστικά ελληνική υπόθεση.
Ήταν όμως από τα πυρηνικά υλικά με τα οποία πλάστηκε το νεοελληνικό κράτος, ένα σκοτεινό πλέγμα αλληλοεξαρτώμενων συμφερόντων που ξεδιπλωνόταν με εθνικούς διχασμούς, ανώμαλες πολιτικές εξελίξεις, ακόμα και εμφύλιες συρράξεις.
Και πράγματι μέσα στον εμφύλιο σπαραγμό έγραψαν οι Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος το αξέχαστο θεατρικό τους (1947), που το 1958 θα διασκεύαζε ο πρώτος για τον κινηματογράφο παραδίδοντας μια από τις καλύτερες και αιχμηρότερες ταινίες του παλιού καλού ελληνικού σινεμά.
Μετά τον «Θανασάκη τον πολιτευόμενο» (1954), το παραγωγικότατο δίδυμο ξαναχτύπησε το 1958 με μια διεισδυτική ηθογραφία, μια από αυτές τις σάτιρες που τσάκιζαν κόκαλα μιλώντας για όλων των λογιών τα άβολα πράγματα. Μόνο που το έκαναν με σπαρταριστούς διαλόγους και ευρηματικότατο τρόπο, κωμωδίες καθώς ήταν, αφήνοντας τα μεγάλα κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα να μπαίνουν απλώς από τα παραθύρια!
Εδώ η κουτοπονηριά του Έλληνα και το σμπαράλιασμα των ηθικών αξιών της κοινωνίας υποκλίνονται στο εύκολο κέρδος, μέσω των αποκαλυπτηρίων ενός ανδριάντα για έναν εθνικό ήρωα, τον στρατηγό Δεκαβάλλα. Μόνο που αυτό που θα συμβεί είναι το απόλυτο ξεγύμνωμα των ρόλων που διαδραματίζουν οι επιτήδειοι και οι παρατρεχάμενοι των υπουργείων.
Ο ιδεολόγος πάντα θα πέφτει θύμα του αριβίστα, μας λένε χωρίς περιστροφές οι Σακελλάριος-Γιαννακόπουλος, καθώς αυτό που θέλει ο έντιμος ήρωας έρχεται σε παράταιρη αντίθεση με αυτό που επιτάσσουν οι πατριδοκάπηλοι καιροί του. Ο ογκόλιθος της νεοελληνικής φάρσας Αλέκος Σακελλάριος θα παραδώσει μια διεισδυτική ανατομία των ηθών που επικρατούν στον τόπο μας, μια καλογραμμένη γλυκόπικρη κωμωδία που σε κάνει να γελάς, ενώ κανονικά έπρεπε να κλαις γοερά βλέποντάς τη.
Ο πάντα απολαυστικός Βασίλης Λογοθετίδης υποδύεται τον απόστρατο στρατηγό Δεκαβάλλα, ο οποίος μακριά πια από τα ένδοξα πεδία των μαχών ζει βουτηγμένος στα χρέη και τη φτώχεια με τη γυναίκα του Ειρήνη (Νίτσα Τσαγανέα) και την κόρη του Πόπη (Ίλυα Λιβυκού). Ούτε τον λογαριασμό της ΔΕΗ δεν έχουν να πληρώσουν, ξεπουλώντας ό,τι έχουν και δεν έχουν, μόνο που η πατρίδα αποφασίζει να τον τιμήσει για την προσφορά του στο έθνος στήνοντας το άγαλμά του στην πλατεία απέναντι από το σπίτι του.
Αλίμονο, δημόσιο έργο χωρίς μίζα δεν υπάρχει όμως, κι έτσι το όλο πράγμα δεν είναι παρά ένα τέχνασμα του καταφερτζή ξαδέλφου του Απόστολου (Λαυρέντης Διανέλλος) και του ιδιαιτέρου του υπουργού για να βάλουν στο χέρι ένα καλό μέρος της δαπάνης. Κομπίνα ολκής δηλαδή για να τα φάνε οι ημέτεροι, σε κάτι που μοιάζει διαχρονική αλήθεια.
Ο καλοκάγαθος στρατηγός δεν θα είναι το μόνο θύμα της νεοελληνικής μοίρας, μιας και ο μέλλοντας γαμπρός του δεν θα προτιμήσει τελικά τη φτωχή κόρη του. Ούτε για την Αυστραλία θα φύγει για να βγάλει λεφτά. Θα παντρευτεί αντιθέτως την κόρη του πολυπράγμονος ξαδέλφου, που ξέρει τα κατατόπια και έχει να του δώσει προίκα.
Τα πελάγη ευτυχίας του Δεκαβάλλα θα καταστραφούν σύντομα, πριν διαολοστείλει όλους τους εμπλεκόμενους, αεριτζήδες και προικοθήρες δηλαδή, και μείνει με το φιλότιμο και τον ηρωισμό του που δεν είναι ξεκάθαρα επί του παρόντος.
To «Ένας ήρως με παντούφλες» έμελλε να είναι η τελευταία ταινία του μεγάλου μας κωμικού Βασίλη Λογοθετίδη και η μόνη στην οποία η σύντροφός του στη ζωή και το σανίδι, Ίλυα Λιβυκού, υποδύεται την κόρη του. Το φιλμ γνώρισε από την εποχή του σημαντική εμπορική επιτυχία, σκαρφαλώνοντας στην έκτη θέση του ελληνικού box office της χρονιάς (57.907 εισιτήρια).
Το κινηματογραφικό αντίο του Λογοθετίδη παραμένει μια από τις καλύτερες κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου, μια μοναδική σάτιρα των μηχανισμών που στήνουν οι επιτήδειοι στο όνομα της πατρίδας για να πλουτίζουν οι ίδιοι. Και παρά το γεγονός ότι το θεατρικό ήταν άμεσα εγγεγραμμένο στη μεταιχμιακή κοινωνικοπολιτική ζωή της Ελλάδας στα χρόνια του Εμφυλίου, το φιλμ δεν έχει χάσει τίποτα από το σφρίγος του αλλά και την ικανότητά του να συγκινεί.
Ίσως γιατί ο Σακελλάριος φέρνει αντιμέτωπα το καθήκον και την αγάπη για την πατρίδα με την ανηθικότητα και την κομπίνα. Ίσως γιατί δεν έχουμε ξεφύγει και τόσο από κείνες τις εποχές και κείνα τα χρόνια.
«Αν κάθε θεατρικό έργο που προκαλεί γέλιο λέγεται κωμωδία, τότε είναι κωμωδία», έλεγε ο ίδιος το 1980 για τον «Ήρωά» του, «αλλά ο κύριος στόχος της κωμωδίας αυτής, όπως θα διαπιστώσετε, δεν είναι το γέλιο. Το γέλιο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι παρά το καυτό σίδερο που, με κάποιον τρόπο, αποστειρώνει τις πληγές της σύγχρονης κοινωνίας. Πικρή είναι, σε τελευταία ανάλυση, η κωμωδία που θα δείτε. Πικρή γιατί -όπως ακριβώς συμβαίνει πάντα στη ζωή- οι πατριδοκάπηλοι, οι καταφερτζήδες, οι κομπιναδόροι, οι αριβίστες κάνουνε τις βρώμικες “δουλίτσες” τους σε βάρος των εύπιστων, των απλών και των ηθικών ανθρώπων, χωρίς να τους αρπάζει η τσιμπίδα της δικαιοσύνης».
Χωρίς εύκολες συνταγές και περπατημένα μονοπάτια, ο Σακελλάριος μας χάρισε ένα φιλμ αθάνατο, με την πίκρα να ξεπροβάλει από το γέλιο και την αξιοπρέπεια μέσα από την κοινωνική ισοπέδωση της ανηθικότητας και της φτήνιας. Διαχρονικό, επίκαιρο και παντοτινό δηλαδή…
Γιατί να το δεις: Γιατί είναι μια έξοχη κωμωδία ηθών με μεγάλες υποκριτικές αξιώσεις που δικαιώνεται με το πηγαίο χιούμορ της, τους ταχύτατους διαλόγους και την καλοστημένη δράση. Γιατί είναι μια ταινία ανατριχιαστικά επίκαιρη για τον αγώνα ενός αξιοπρεπούς ανθρώπου να βγει αλώβητος από τις συμπληγάδες τις φτώχειας, ενώ γύρω του όλοι πλουτίζουν με ανήθικους τρόπους.
Να τη δεις όμως και για τον ίδιο τον Λογοθετίδη, σε έναν από τους πιο συγκινητικούς ρόλους της καριέρας του. Ποιος να τον ξεχάσει να μιλά στο άγαλμά του, στην τελευταία σεκάνς της ταινίας, σε ένα από τα δυνατότερα φινάλε του ελληνικού κινηματογράφου;
Σύνοψη της υπόθεσης:
Ο απόστρατος στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλλας (Βασίλης Λογοθετίδης), που ζει φτωχικά πλην όμως έντιμα με τη γυναίκα του Ειρήνη (Νίτσα Τσαγανέα) και την κόρη του Πόπη (Ίλυα Λιβυκού), δέχεται την επίσκεψη του μέλλοντα γαμπρού του, ο οποίος του ανακοινώνει ότι σκοπεύει να ξενιτευτεί στην Αυστραλία, για να βγάλει λεφτά και να παντρευτεί την Πόπη. Την ίδια μέρα, ο Δεκαβάλλας δέχεται και την επίσκεψη του εξαδέλφου του Απόστολου, ο οποίος τον πληροφορεί ότι η πατρίδα, για να τον τιμήσει, αποφάσισε να αναγείρει τον ανδριάντα του, στη μικρή πλατεία μπροστά στο σπίτι του. Ωστόσο, την ημέρα των αποκαλυπτηρίων, η Πόπη αντιλαμβάνεται ότι η Τζένη, η κόρη του Απόστολου, σκοπεύει να παντρευτεί τον μνηστήρα της, πνίγει όμως τα δάκρυά της για να μη στενοχωρήσει τον πατέρα της, ο οποίος πλέει σε πελάγη ευτυχίας. Γρήγορα όμως, ο καλοκάγαθος στρατηγός αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση του ανδριάντα δεν ήταν παρά μια ακόμα κομπίνα για να φαγωθούν κρατικά χρήματα και διαολοστέλνει όλους τους προικοθήρες και τους απατεώνες.