Κάθε φορά που τριγυρνάω στην Ομόνοια ρίχνω μια κλεφτή ματιά στις υπόγειες στοές, αλλά δεν το είχε φέρει ποτέ η τύχη να κατέβω σε κάποια από αυτές. Εκείνη τη μέρα χάζευα τη μεγάλη, γκρι, σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στην υπόγεια στοά που ξεκινά από Πειραιώς 1 και καταλήγει Λυκούργου 16. Άρχισα να κατεβαίνω και σκεφτόμουν… τώρα θα εμφανιστεί κάποιος και θα μου την πει.
Ήτανε λίγο μελαγχολικά εκεί κάτω. Μεγάλη στοά, μπορεί και 60-70 μέτρα, με καμιά τριανταριά μαγαζιά από δω κι από κει, όλα θεόκλειστα από χρόνια. Εκτός από ένα. «Εκδόσεις Υδρόγειος» έγραφε η ταμπέλα. Είναι η επιχείρηση του Θανάση Μαρούτα. «Πάμε», μου λέει, «να κάτσουμε στο ουζερί από πάνω». Εκείνος έπινε κρασί κι εγώ μπίρα. Το μεσημέρι μία μπίρα είναι καλή. Η δεύτερη αρχίζει και ζαλίζει. Δεν θυμάμαι πόσες με κέρασε, αλλά είχα αρχίσει να τα βλέπω ασπρόμαυρα, σαν παλιά ελληνική ταινία.
«Ήρθα παιδάκι εδώ, δεκατριώ χρονών, το 1964. Από το χωριό μου, τη Χώρα Γορτυνίας, στην Αρκαδία. Τότε δούλευα σε έναν εκδοτικό οίκο, Ρέκος λεγότανε, κι έπαιρνα 150 δραχμές τη βδομάδα. Καρότσι κι άγιος ο θεός. Είχαμε πιάσει ένα υπόγειο με την αδερφή μου, που ήτανε νοσοκόμα και τον αδερφό μου, στην Κυψέλη. Με κοινόχρηστη κουζίνα και κοινόχρηστο μπάνιο. Το νοίκι είχε 600 δραχμές. Μαζί με τη δουλειά, πήγαινα και σχολείο. Στο 15ο, στην Κεφαλληνίας. Καθόμουνα στο ίδιο θρανίο με τον Ανδρέα Μικρούτσικο, καλό παιδί. Θυμάμαι τις κοπάνες που κάναμε και πηγαίναμε στη Φωκίωνος Νέγρη. Χαθήκαμε και πόσες φορές δεν σκέφτηκα να πάω να τον βρω και να του πω “μπράβο, ρε Αντρέα, συγχαρητήρια, έγινες μεγάλος και τρανός”, αλλά δεν πήγα για να μη νομίζει ότι ήθελα κάτι περισσότερο από εκείνον».
Το ουζερί που καθόμασταν, από πάνω, στην ισόγεια στοά, προς τη Λυκούργου, το λένε «Άρης». Κάθονταν διάφοροι τύποι μοναχικοί, άλλος με την μπίρα του, άλλος με το κρασί του, άλλος με το ούζο του, κι όλοι με τις σκέψεις τους. Πού και πού τον κυρ-Θανάση τον έπιανε η συγκίνηση και δάκρυζε. «Τι είναι, κυρ-Θανάση;» «Θανάση να με λες». «Τι είναι;» «Τίποτα. Θυμάμαι τη φτώχεια μας. Γύρναγα σπίτι κι έλεγα ψέματα ότι είχα φάει. Πούλαγα και λαχεία, στο είπα; Πέντε δραχμές κάνανε τα λαχεία κι εγώ έπαιρνα το 12%. Πούλαγα και στα νυχτερινά κέντρα και μια φορά ένας τραγουδιστής, μεγάλη φίρμα, με πέταξε έξω με τις κλοτσιές».
Εδώ δούλευε και ο Νίκος Κοεμτζής
Ο Νίκος Κοεμτζής το 1973 σκότωσε με σουγιά τρεις ανθρώπους, οι δύο αστυνομικοί, και τραυμάτισε άλλους οχτώ. Ήταν σε ένα νυχτερινό κέντρο και ο αδερφός του σηκώθηκε να χορέψει ένα τραγούδι «παραγγελιά», τις «Βεργούλες» του Βαμβακάρη. Οι αστυνομικοί ήξεραν τον Κοεμτζή, σηκώθηκαν να χορέψουν και πείραζαν τον αδερφό του. Ο Κοεμτζής τρελάθηκε κι έβγαλε το μαχαίρι. Αποφυλακίστηκε το 1996. Έγραψε την αυτοβιογραφία του («Το μακρύ ζεϊμπέκικο») και πουλούσε το βιβλίο του σε πάγκο πότε έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων, πότε στο Μοναστηράκι. Στις πρώτες του σελίδες γράφει για τα κυνηγητά που είχε τραβήξει η οικογένειά του επειδή ήταν κομμουνιστές. Πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου 2011, στο δρόμο, στο Μοναστηράκι.
«Ναι, δούλευε ο Νίκος εδώ. Θα ήταν περίπου το 1969, το 1970. Δούλευε σε ένα μαγαζί με ρούχα και ήτανε κράχτης. Έβγαινε, δηλαδή, στο δρόμο κι έπιανε τους περαστικούς και τους έφερνε στο μαγαζί. Ήτανε ντόμπρος με ψυχή μικρού παιδιού, λίγο πιο μεγάλος από μας και μας πρόσεχε. Αλλά είχε μπελάδες με την αστυνομία. Τότε τα μαγαζιά κλείνανε στις 7 και μισή το βράδυ αλλά τα αφεντικά το τραβάγανε όσο μπορούσανε κι εμείς παρακαλάγαμε να περάσει κανένας αστυνομικός για να κλείσουμε να πάμε σπίτια μας. Το αφεντικό του Νίκου τα είχε καλά με τους αστυνομικούς, τους έδινε πότε κάνα παντελόνι, πότε κάνα πουκάμισο και τον αφήνανε ανοιχτό. Αλλά δεν μπορούσανε κιόλας να περάσουνε να κλείσουνε τα μαγαζιά που δουλεύαμε εμείς και να αφήσουνε ανοιχτό εκείνο. Έτσι, όλο και κάποιος ειδοποιούσε την αστυνομία ότι τα μαγαζιά εδώ είναι ακόμα ανοιχτά. Το αφεντικό του Νίκου όμως έπαιρνε “τηλεφώνημα” κι έφευγε κι άφηνε τον Νίκο στο πόδι του και τραβούσαν εκείνον. Δεν ήτανε τύπος να τα κρατάει μέσα του, τους έλεγε “τι με τραβάτε εμένα; Εκείνον πιάστε”. Ξέρεις πόσες φορές τον κουτρουβαλήσανε από τις σκάλες; Μια φορά είχε μείνει στο νοσοκομείο τρεις μήνες. Όταν είχε βγει από τη φυλακή είχε περάσει μια φορά. Μου ’πε ότι έτυχε και ήτανε σε μια ταβέρνα και χόρεψε μόνος του εκείνο το τραγούδι. Και τον βάρυνε. Τον στεναχωρούσε πολύ, είμαι σίγουρος ότι είχε μετανιώσει».
Τα καλά τα χρόνια και τα χρόνια μετά
«Εκείνα τα χρόνια η στοά ήτανε γεμάτη μαγαζιά. Τα πιο πολλά με ρούχα, αλλά υπήρχαν κι ένα καφενείο-ταβέρνα που το λέγανε “Ο Ντίνος”, ένα φωτογραφείο, το “Φωτό Ομόνοια Αγγελάκας”, ένα τυπογραφείο, ένα χρυσοχοείο, ένα σφαιριστήριο. Ανά πάσα στιγμή στην υπόγεια στοά υπήρχαν 200 άτομα, καταστηματάρχες, υπάλληλοι και περαστικοί. Τα ενοίκια ήτανε λίγο πιο φτηνά από πάνω αλλά μη φανταστείς μεγάλη διαφορά. Το μαγαζί που δούλευα από πιτσιρίκι τελικά το πήρα, το ’77. Και το έκανα Εκδόσεις Υδρόγειος. Άρχισα με σχολικά βοηθήματα, με λευκώματα, ευχετήριες κάρτες, είδη στολισμού, ημερολόγια». Ο κυρ-Θανάσης άρχισε να συγκινείται πάλι. Κι όλο τον φωνάζουνε από άλλα τραπέζια να πάει να κάτσει.
«Η στοά άρχισε να αδειάζει γύρω στο ’95, που ο καθένας έκανε ό,τι του γούσταρε. Άλλος κατέβαινε να κατουρήσει όπου να ’ναι, άλλοι πουλάγανε ναρκωτικά. Καμιά φορά τους πιάνανε και μετά από τρεις ώρες πάλι έξω να κάνουνε νόημα τάχα μου ότι δεν μπορούν να τους κάνουν τίποτα γιατί έχουνε τις άκρες. Με την κρίση αποτελειωθήκαμε». Παντρεύτηκε 27-28 χρονών, «μεγάλος για την εποχή μου», κι έχει τρεις γιους. Δυο οικονομολόγους κι ένα δάσκαλο. Μου φέρνει την εφημερίδα «ΠΡΙΝ». «Αυτός ο μουσάτος, ο ψηλός, τον βλέπεις; Ο γιος μου είναι». Το δημοσίευμα έλεγε για μια ομάδα δασκάλων που είχε πάει στο Κομπάνι, στη Συρία, στο πλαίσιο μιας ανθρωπιστικής βοήθειας. Κι εγώ θα έπινα μια μπίρα ακόμα.
Στη βουλγάρικη υπόγεια στοά
«Μέγαρο Δεβερίκου» γράφει μια ταμπέλα, οδός Λυκούργου 9. Στη σκάλα προς τα κάτω. Την κοιτούσα έξω από την τζαμαρία. Εκείνη διάβαζε ένα βιβλίο και δίπλα της ένα πολύ πιτσιρίκι έδειχνε εξπέρ με τα κινητά. Ήταν ένα βουλγάρικο δανειστικό παλαιο-βιβλιοπωλείο κι εκείνη είναι η Ζίφκα που στα ελληνικά σημαίνει Ζωή και είναι από το Καζανλάκ της Βουλγαρίας. Το Καζανλάκ είναι διάσημο για τα ροζ τριαντάφυλλά του που βγάζουνε λάδι, και το λάδι αυτό πάει στη Γαλλία για να φτιαχτούνε κάποια από τα γαλλικά αρώματα. Η Ζίφκα έχει 20 χρόνια στην Ελλάδα. Όλα τα ράφια γεμάτα πολυδιαβασμένα βιβλία με βουλγάρικους τίτλους. Θα ’θελα να ήξερα βουλγάρικα αλλά ξέρω μόνο το «μπλαγκονταριά», που σημαίνει ευχαριστώ, και το «ντόμπερντεν», που πάει να πει καλησπέρα ή γεια σας.
Δεν έχει τίτλους από Βούλγαρους συγγραφείς. Ούτε από Έλληνες. «Τι διαβάζουν οι πελάτες;» «Ρομαντικά πιο πολύ». «Με τη βδομάδα τα νοικιάζεις;» «Με το μήνα. Τα κορίτσια συνήθως έχουν ρεπό μόνο μια φορά το μήνα» «Και πόσα βιβλία παίρνουν κάθε φορά;» «Αναλόγως τις δουλειές τους. Μπορεί να διαβάσουν τέσσερα βιβλία ή μόνο ένα». Η πολύ μεγάλη πλειοψηφία της πελατείας της Ζίφκα είναι κορίτσια ή γυναίκες, ή ό,τι διαφορά έχει αυτό τέλος πάντων, που εργάζονται σε σπίτια προσέχοντας καμιά οικογένεια και στον ελεύθερο χρόνο τους διαβάζουν βιβλία για την αγάπη.
Όλα τα καταστήματα είναι βουλγάρικα πλην ενός. Ένα από αυτά μοιάζει με μίνι μάρκετ. Έχει από εφημερίδες και περιοδικά, μέχρι βουλγάρικες βότκες και βουλγάρικο πελτέ. Είναι η Μίρα από τη Βουλγαρία και η πόλη της είναι ακριβώς πάνω από τις Σέρρες. Είναι στο μαγαζί κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Τις άλλες ημέρες επιστρέφει στη Βουλγαρία. Εκτός από αυτά τα προϊόντα, όπως και άλλα μαγαζιά στη στοά, στέλνει δέματα στην πατρίδα. Σουβενίρ, γκοφρέτες, ρούχα, «ακριβά» δέματα που φτιάχνονται προσεκτικά, ζυγίζονται και ταξιδεύουν με αγωνία, αγάπη και καρδιοχτύπι.
Πού είναι ο παπάς;
Στην υπόγεια στοά της Αιόλου 102 μια ταμπέλα αναβοσβήνει και γράφει «1,20 ο φραπέ». Ένας τύπος έχει ελαφρώς χαίτη, τον λένε Μιλέν και δείχνει πολύ κουλ. Έρχεται και η γυναίκα του, η Αντωνία. Το μαγαζί λέγεται «Γευσιπωλείο Υποβρύχιο» και στις άκρες της σκάλας έχει ναυτικές πυξίδες. Άνοιξαν το 2011 και όταν πρωτοήρθαν για να δουν το χώρο, αν τους αρέσει, για να το νοικιάσουν, «στο τρίτο σκαλί ο Μιλέν μού λέει “πού πάμε;”». Όλα τα μεγάλα κτίρια του κέντρου με υπόγεια στοά έχουν τουαλέτες στο υπόγειο για τους εργαζόμενους στο κτίριο. «Ήταν ένα δημόσιο αποχωρητήριο. Μια φορά ήρθανε και κάτι παπατζήδες για να το κάνουνε καβάτζα τους όποτε τους κυνηγούσανε. Όμως, όλα καλά τώρα. Είναι μια ικανοποίηση για εμάς που έρχονται και γυναίκες μόνες τους».
Η Ομόνοια, λένε, είναι κι αυτή μια γειτονιά. Οι επαγγελματίες εδώ είναι η δεύτερη γενιά ή είναι κοντά στη σύνταξη. Μιλέν: «Θα φας τυρόπιτα μια φορά τη βδομάδα, θα φας σουβλάκια άλλες δυο, όμως θέλεις κι ένα αληθινό πιάτο φαΐ». Η Αντωνία με παίρνει να δω την κουζίνα. Κάθε μέρα έχουνε πέντε έξι διαφορετικά πιάτα – «σε κανονικό πιάτο, να φας σαν άνθρωπος. Τι διαφορά έχει για μένα να στο βάλω σε πλαστικό; Όση ώρα θα μου πάρει και ρεύμα θα κάψω να το βάλω στο πλυντήριο, άλλο τόσο κοστίζει και το πλαστικό. Κι αν δεν σου αρέσουν οι πατάτες και θέλεις ρυζάκι ή κάτι άλλο, κανένα πρόβλημα».
Το ’60, λένε, ήταν η «στοά των μαρμαράδων και των μωσαϊκάδων. Με τεχνίτες και εργάτες που περιμένανε να τους πάρει κάποιος για μεροκάματο και με εργολάβους που έρχονταν να αγοράσουν υλικά. Τώρα μωσαϊκά δε φτιάχνουνε και τα μάρμαρα είναι ακριβά. Αλλά και πού να παρκάρεις να ξεφορτώσεις μες στην Ομόνοια». Μέχρι και πριν κάνα μήνα το «Γευσιπωλείο Υποβρύχιο» ήταν το μοναδικό μαγαζί στην υπόγεια στοά. Τώρα άνοιξε και το Fairy Nails, που στην κάρτα του λέει «με κάθε επίσκεψη δώρο μια αστρολογική πρόβλεψη εντελώς δωρεάν».
Στη Βερανζέρου 13, στο υπόγειο της στοάς Φέξη, έχει μαγαζιά με παιχνίδια, με σφραγίδες και άλλα. Στην Αρχή της Αγίου Κωνσταντίνου η υπόγεια στοά διαθέτει μόνο είδη κομμωτηρίου. Στην Πανεπιστημίου 64 το πάτωμα έχει μεγάλες μαύρες βούλες. Η υπόγεια στοά της Σταδίου 60 μοιάζει κυριλέ. Έχει και κυλιόμενες σκάλες, κι ας μη δουλεύουν. Ένας τύπος που είναι εδώ από το 1985 λέει ότι δεν τις είδε ποτέ να δουλεύουν. Θυμάμαι τον κυρ-Θανάση που έλεγε ότι έχει φάει το πεζοδρόμιο με το κουταλάκι κι αναρωτιέμαι αν είναι ακόμα στο ουζερί.
http://www.athensvoice.gr