Θρησκεία, κράτος και λαός

«Είναι η Ελλάδα ένα θεοκρατικό κράτος;». Είναι υπερβολικό να το πει κανείς, παρ’ ότι δίνει διεθνώς την εικόνα ενός τέτοιου κράτους όταν, επί παραδείγματι, κατά την έναρξη των εργασιών της Βουλής τελείται ουσιαστικά θεία λειτουργία χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου, όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός και οι βουλευτές ορκίζονται στο ευαγγέλιο ότι θα τηρήσουν το Σύνταγμα και τους νόμους…
Είναι όμως ένα κατ’ εξοχήν θρησκευτικό κράτος, καθώς είναι σφιχτά εναγκαλισμενο με την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, που δρα καθοριστικά στην εξέλιξή του, στη νομοθετική παρέμβαση, στις ατομικές ελευθερίες. Στην Ελλάδα η νομοθετική, η εκτελεστική και η δικαστική εξουσία συνδέονται θεσμικά με τη θρησκευτική εξουσία, αλλά και σε επίπεδο συμβολισμών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Σύνταγμα γίνεται επίκληση «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» και η Εκκλησία της Ελλάδος, μέλος της κοινωνίας Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, αποτελεί την «επικρατούσα θρησκεία», καθιστώντας την Ελλάδα τη μόνη χώρα στον κόσμο όπου μία Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζεται ως επίσημη θρησκεία. Το άλλοθι γι’ αυτή την παγκόσμια συνταγματική πρωτοτυπία, που όμως τελικά λειτουργεί ως μέγκενη στους πολίτες, είναι ότι στατιστικά οι ορθόδοξοι Ελληνες αποτελούν περίπου το 95-98% του πληθυσμού. Επίσης, η Εκκλησία της Ελλάδος χαίρει ιδιαίτερης μεταχείρισης από το κράτος και σε πολλά άλλα ζητήματα. Η μισθοδοσία και οι συντάξεις των κληρικών χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου από το κράτος, η Εκκλησία φορολογείται ελάχιστα συγκριτικά με άλλους θρησκευτικούς οργανισμούς και το μάθημα των Θρησκευτικών είναι υποχρεωτικό στην Πρωτοβάθμια και τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Πουθενά στην Ευρώπη δεν γίνονται όλα αυτά μαζί.
Στην Ελλάδα όμως κανένας πολιτικός δεν τολμά να θίξει ή να περιορίσει την εξουσία της Εκκλησίας και την επιρροή της στην πολιτική εξουσία. Μόνη εξαίρεση, η αφαίρεση του θρησκεύματος από τις ταυτότητες, που έκανε ο Κ. Σημίτης στις αρχές του 2000, χωρίς να κυριαρχήσει ο αντίχριστος στη χώρα, χωρίς να γίνουν καταραμένοι όσοι πολίτες έβγαλαν ταυτότητα χωρίς το θρήσκευμα, χωρίς να αλλαξοπιστήσουν οι Ελληνες, όπως έλεγε η εκκλησιαστική προπαγάνδα της εποχής. Αυτός ο σφιχτός εναγκαλισμός οφείλεται και σε ένα άλλο γεγονός, καθαρά ψηφοθηρικό, καθώς οι πολιτικοί ηγέτες στην Ελλάδα χρησιμοποιούν ως εκλογική πελατεία τους «πιστούς», τους οποίους καθοδηγεί η Εκκλησία και τους στέλνει στον έναν ή στον άλλον.
Η Ελλάδα όμως είναι ένα θρησκευτικό κράτος που αντιμετωπίζει με καχυποψία, ίσως και εχθρότητα, άλλες θρησκείες και τους πιστούς άλλων θρησκειών που ζουν στη χώρα. Επί παραδείγματι, χρόνια ολόκληρα γίνεται συζήτηση για την ανέγερση τεμένους στην Αττική, αλλά ακόμα δεν έχει ανεγερθεί λόγω των εκκλησιαστικών αντιδράσεων. Πριν από μερικές μέρες έγινε γνωστό ότι σε σχετικό διαγωνισμό δεν πήγε κανένας εργολάβος, γιατί -λέει- φοβήθηκαν αντίποινα από τους Ελληνες ορθόδοξους «πιστούς». Επίσης, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά θεωρούνται επικίνδυνοι από την Ορθοδοξία και βάλλονται συχνά και από τους εκκλησιαστικούς άμβωνες. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα κατοχυρώνεται συνταγματικά το δικαίωμα της θρησκευτικής ανοχής και ελευθερίας (άρθρο 13 του Συντάγματος).
Ολα αυτά πρέπει να αλλάξουν, γιατί η θρησκεία και η πίστη δεν μπορεί παρά να είναι μια ατομική υπόθεση. Ομως στην Ελλάδα το κράτος και η Εκκλησία αγνοούν αυτή την αλήθεια. Και μόνο ο απαξιωτικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε η πρόταση της βουλευτή της ΔΗΜΑΡ Μαρίας Ρεπούση, να καταργηθεί το μάθημα των Θρησκευτικών στο Λύκειο και να αντικατασταθεί από το μάθημα της Θρησκειολογίας (ίσως κι επειδή την έκανε η συγκεκριμένη βουλευτής), είναι μια σαφής ένδειξη ότι στη χώρα μας κάθε προοδευτική πρόταση που στόχο έχει να κρατήσει σε μια απόσταση την Εκκλησία από το κράτος, από τις ατομικές ελευθερίες, από την ελευθερία συνείδησης, πετιέται στο «πυρ το εξώτερον».
Η διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία παραμένει στο πνεύμα της ορθόδοξης κατήχησης, κρατώντας τους μαθητές, ιδίως του Λυκείου, στο σκοτάδι όσον αφορά τη γνώση τους πάνω στις άλλες Θρησκείες του κόσμου. Λες κι αν μάθουν για τις άλλες θρησκείες, θα χάσουν την ορθόδοξη πίστη τους. Θεωρητικά βέβαια δίνεται η δυνατότητα όποιος μαθητής δεν θέλει να διδαχθεί τα θρησκευτικά, να το δηλώνει και να απαλλάσσεται. Ολοι όμως γνωρίζουν ότι αυτό συχνά οδηγεί στο στιγματισμό του μαθητή από το μαθητικό του περίγυρο και οι πιο πολλοί δεν το κάνουν.
http://www.enet.gr

Recommended For You