Στην Πλατεία Αβησσυνίας κάπου το 1935

Όπου ο αφελής αγοράζει τον φλώρο για καναρίνι οκαζιόν!

Σας είχα υποσχεθεί, σε πρόσφατο σημείωμά μου για το Μοναστηράκι, ότι θα σας πήγαινα και μια βόλτα στη καρδιά του Γιουσουρούμ … Είσαστε έτοιμοι; Πάμε! Προσέξτε ιδιαίτερα τους διαλόγους είναι αυθεντικοί:

«Κυριακή πρωί στην Πλατεία Αβησσυνίας

– Ορίστε, κύριοι… Διαλέγετε και παίρνετε!

Συνωστισμός που θα τον ζήλευε η Ερμού. Ένας, κάποτε κομψευόμενος, γεροντάκος παζαρεύει ματογυάλια…

– Θέλετε για μύωψ; ρωτά ο πωλητής.
– Όχι, πρεσβυωπία έχω.
– Δεν έχουμε δυστυχώς. Αυτά είναι για τους μύωψ και γι’ αυτούς που δε βλέπουνε κοντά!!!
– Ε, απ’ αυτά θέλω! εξηγεί ο γεροντάκος. Δοκιμάζει διαβάζοντας ένα παλιό βιβλίο και ικανοποιείται! Ούτε νούμερο ούτε τίποτα! Πληρώνει και φεύγει ενθουσιασμένος…

Στο διπλανό μαγαζί με επιγραφή “Εν τούτω νίκα”, ο καταστηματάρχης έχει βάλει το γραμμόφωνο:

“Κελαηδήστε, ωραία μου πουλάκια κελαηδήστε”… Το γραμμόφωνο πωλείται.

– Είναι… ρομαντικό! φωνάζει ο πωλητής για να προσελκύσει την πελατεία.
– Είναι καλό; ρωτά ένας.
– Αφού παίζει και συναυλίες, απαντά σοβαρότατα ο καταστηματάρχης. Κι επειδή ο πελάτης δεν ενθουσιάζεται, συμπληρώνει:
– Άκου δω… αν δεν το θέλεις, έχω μέσα και βιολί!

Ένας πόλισμαν παίρνει να δει μια σφυρίχτρα.




– Αυτή που βλέπεις, μπορεί να είναι και του Μπαϊρακτάρη (σ.σ. ο διευθυντής της αστυνομίας που τόλμησε να τα βάλη με τους κουτσαβάκηδες του Ψυρρή) , παρατηρεί ο καταστηματάρχης.
– Μα, δε σφυρίζει! παρατηρεί ο πόλισμαν…
– Τι λες, καλέ; Αυτή δε σφυρίζει; Φέρ’ τη δω! Την παίρνει, τη βάζει στο στόμα και με ταχυδακτυλουργική δεξιοτεχνία αφήνει ένα παρατεταμένο και ηχηρό σφύριγμα… με τα δάχτυλα! Ο πόλισμαν τον αγριοκοιτάζει και φεύγει…
– Πάρτην κι άμα θέλεις να σφυρίξεις εδώ είμαι εγώ! επιμένει ο έμπορος…

Πιο κάτω, ένας πλανόδιος “καθηγητής του Πανεπιστημίου” φωνάζει αξιοπρεπώς: “Εδώ τα ανθρωποσωτήρια έμπλαστρα!”.

– Τι κάνουν αυτά;
– Όλες τας παθήσεις των νοσημάτων, κύριε, τας νοσηλεύουν στιγμιαίως!
– Δηλαδή;
– Γρίπη, συνάχι, βήχα, καρκίνο, φυματίωση, βαρυστομαχιά! Βάζετε ένα έμπλαστρο και είσθε εν τάξει. Όλοι οι καθηγηταί του Πανεπιστημίου τα χρησιμοποιούν…
– Τι λες; Και γιατί δε σε υποστηρίζουν;
– Ένεκα η αντιζηλία βλέπετε!




Παραδίπλα κρέμονται καμιά δεκαριά κιθάρες…

– Θέλεις μια κανταδορίστικη, αφεντικό; Είναι μερακλού!
– Μα, δεν ξέρω να παίζω…
– Άμα την πάρεις αυτή, θα μάθεις. Να, κοίτα… και της τραβάει μια στις χορδές που ηχούν ασυνάρτητα.
– Είδες! λέει σοβαρότατα… Αλλά ο πελάτης φεύγει.

Η σκηνή λίγο πιο κάτω

– Ορίστε, κυρία… περάστε, κύριοι…
– Μα πού να περάσουμε; Μήπως έχεις μαγαζί;
– Τι να το κάνω; Εδώ δε σταυρώνουμε φράγκο στο δρόμο! Φαντάσου νάχαμε και μαγαζί!
– Πόσο έχει το καναρίνι;
– Ένα χιλιάρικο, εγώ το πουλάω διακόσες…
– Και γιατί το πουλάς διακόσιες;
– Γιατί τόχω κλεμμένο, κύριος! Και ο κύριος που είναι λιγάκι αφελής, την παθαίνει και παίρνει τον φλώρο για καναρίνι οκαζιόν!
– Μα, κελαηδεί; διατυπώνει την τελευταία του αμφιβολία…
– Αν κελαηδεί! Μήπως παύει μέρα-νύχτα; Μην κοιτάς τώρα που σε είδε και φοβήθηκε…




Λίγο παραδίπλα

– Σαλόνια ωραία, μοντέρνα, Λουδοβίκου τετάρτου! Τι κοιτάτε, κυρία μου; Το κάντρο; Αυτό είναι του Μιχαήλ Άγγελου!

Η κυρία όμως φαίνεται να μην καταπλήσσεται…

– Ποίος είναι ο Μιχαήλ Άγγελος; ρωτάει…
– Ο Μιχαλάκης ο Άγγελος –αλλάζει αμέσως το τροπάρι ο έμπορος–, παιδί δικό μας, ελαιοχρωματιστής. Να, εδώ κάθεται. Θέλεις να τον φωνάξω; Και η κυρία αγοράζει αντί 45 δραχμών τον πίνακα και παρακαλεί να περάσει από το σπίτι της ο Μιχαήλ Άγγελος για να βάψει κάτι!

Ορίστε, κύριοι… δόξες, χαρές, δάκρυα, αισθήματα, αναμνήσεις… Όλα στη φτήνια!»

(Βασισμένο σε ρεπορτάζ του Δ. Ευαγγελίδη για την εφημερίδα «Έθνος»)

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Recommended For You